Mια σειρά από ερευνητικά κέντρα όπως, η Eurostat, η Ελληνική Στατιστική Αρχή(ΕΛΣΤΑΤ), ο Ελληνικός Σύνδεσμος Ηλεκτρονικού Εμπορίου(GRECA) και το Εργαστήριο Ηλεκτρονικού Εμπορίου και Επιχειρείν(ELTRUN) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών έρχονται, με ετήσιες μελέτες, να επιβεβαιώσουν τη σταδιακή μεταστροφή της αγοραστικής συμπεριφοράς των πολιτών, τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και στην Ελλάδα, από τον παραδοσιακό τρόπο αγοράς προϊόντων προς το ηλεκτρονικό εμπόριο. Παράλληλα, οι συναλλαγές μέσω ηλεκτρονικών μέσων δεν περιορίζονται μόνο μεταξύ επιχείρησης και καταναλωτή(B2C), άλλα έχουν διεισδύσει και στις σχέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων(Β2Β).
H εικοσαετία που μας πέρασε, άφησε πίσω της ένα ισχυρό τεχνολογικό αποτύπωμα, την εξάπλωση ενός παγκόσμιου συστήματος διασυνδεδεμένων δικτύων υπολογιστών, του διαδικτύου ή ίντερνετ. Σύμφωνα με στοιχεία της σελίδας Internetworldstats.com υπολογίζεται ότι, οι έξι(6) στους δέκα(10) πολίτες του πλανήτη, περίπου 4.6 δις, χρησιμοποιούν σήμερα το διαδίκτυο. Το 2000 το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 6% στο σύνολο του πληθυσμού. Ενδεικτικά, στις Η.Π.Α. η χρήση του ίντερνετ από τους πολίτες φτάνει στο 89%, στην Ιαπωνία το 93.5% και στην Αυστραλία στο 87.8%. Στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Statista, της σελίδας Internetworldstats.com και της Eurostat, το 87% των πολιτών έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Στην Ελλάδα είμαστε 14% πίσω από τον Ευρωπαϊκό μέσον όρο, περίπου με τους επτά(7) στους δέκα(10) πολίτες, το 73%, να είναι χρήστες του διαδικτύου. Για την Ελλάδα αξίζει να σημειώσουμε ότι, πριν από 20 χρόνια, το ποσοστό αυτό ήταν μόλις στο 9%.
Η εκτεταμένη διείσδυση του διαδικτύου στις οικίες και κατά συνέπεια η χρήση των πληροφοριών, τις οποίες παρέχει, από τους πολίτες, αποτέλεσε και αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο μέσα στο οποίο κινούνται και οι επιχειρήσεις. Η ιστορία του ηλεκτρονικού εμπορίου ξεκίνησε περίπου το 1991 όταν το ίντερνετ άνοιξε για το κοινό, με την Αμερικανική εταιρεία Amazon.com να θεωρείτε η πρώτη η οποία ξεκίνησε οργανωμένα να πουλάει online προϊόντα. Από τότε μέχρι και σήμερα, η σχέση μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών (Β2C), όσον αφορά στο online εμπόριο, έχει αποκτήσει δυναμικά χαρακτηριστικά.
Στην Ελλάδα, μέσα σε 10 χρόνια, το ποσοστό αύξησης των καταναλωτών οι οποίοι προχωρούν σε αγορές προϊόντων μέσω του διαδικτύου, αγγίζει το 23.1%. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2010, το ποσοστό αυτό ήταν μόλις στο 18.4%, ενώ η εκτίμηση για το 2019 βρίσκεται στο 41.5%.(Γράφημα 1) Αυτό σε αριθμούς σημαίνει ότι, περίπου 3.3 εκ. Έλληνες πολίτες, οι οποίοι έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, αγόρασαν, από κάποιο ηλεκτρονικό κατάστημα, έστω και μια φορά σε διάστημα 12 μηνών, ένα ή περισσότερα προϊόντα.
Παράλληλα βάσει των στοιχείων του Ελληνικού Συνδέσμου Ηλεκτρονικού Εμπορίου(GRECA), είναι καταγεγραμμένες σήμερα, περίπου 7.000 ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα ηλεκτρονικής συναλλαγής με τον καταναλωτή. Για το 2019, στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι ο κύκλος εργασιών ο οποίος αφορά στο ηλεκτρονικό εμπόριο θα κινηθεί από τα 4 μέχρι και τα 5 δις ευρώ. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, των 28 μελών, ο κύκλος εργασιών εκτιμάται ότι θα κλείσει για το 2019 στα 621 εκ. ευρώ, έχοντας καταγράψει ποσοστιαία αύξηση, σε σχέση με το 2018, 13.5%. (Γράφημα 4)
Αποκρυπτογραφώντας την καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι προβαίνουν σε αγορές από το διαδίκτυο, λαμβάνουμε σημαντικά δεδομένα ως προς τον τρόπο με τον οποίο κινούνται. Η Ελληνική Στατιστική Αρχή, μέσω του τελευταίου δελτίου ενημέρωσης το οποίο εξέδωσε στις 11 Δεκεμβρίου, δημοσίευσε δύο πολύ ενδιαφέροντα δεδομένα. Το πρώτο έχει να κάνει με τη γεωγραφική προέλευση των επιχειρήσεων από τις οποίες ψωνίζουν οι Έλληνες καταναλωτές και το δεύτερο με το είδος των προϊόντων τα οποία αγοράστηκαν ή παραγγέλθηκαν από το διαδίκτυο.
Το 86.7% απάντησε ότι ψωνίζει από Ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ ένα ποσοστό 35.4% δήλωσε ότι επιλέγει προϊόντα και από άλλες χώρες της Ε.Ε., εκτός από την Ελλάδα. Παράλληλα, ένα 16.9%, μέσα στο 2019, έχει προβεί σε ηλεκτρονικές αγορές και από χώρες εκτός της Ε.Ε. Τα παραπάνω στοχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι, οι Έλληνες καταναλωτές επιλέγουν τον κύριο όγκο των προϊόντων και των υπηρεσιών τους από εγχώριες επιχειρήσεις. Ίσως τα μελλοντικά δελτία τύπου της ΕΛΣΤΑΤ να παρέχουν πλήρη και αναλυτικά στοιχεία, ώστε να γίνει μια ενδελεχής επεξεργασία του 35.4% και του 16.9% σε σχέση με το είδος των προϊόντων άλλα και των λόγων που ένα ποσοστό των Ελλήνων ψωνίζει και από αλλοδαπές αγορές. Η συγκεκριμένη αναφορά θα είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των Ελληνικών επιχειρήσεων, ώστε να προσαρμόσουν την πολιτικής τους, στην προσπάθειά τους να απορροφήσουν ένα μεγάλο μέρος του ποσού το οποίο δαπανάται σε αγορές εκτός Ελλάδας. (Γράφημα 2)
Όσον αφορά στο είδος των προϊόντων τα οποία αγοράστηκαν ή παραγγέλθηκαν από το διαδίκτυο, τη χρονική περίοδο από τον Απρίλιο του 2018 έως και το Μάρτιο του 2019, το υψηλότερο ποσοστό το κατέχει η κατηγορία ειδών ένδυσης και υπόδησης με 61.7%.
Το αντίστοιχο ποσοστό στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των 28 κρατών-μελών, για την ίδια κατηγορία, το 2018, βρίσκεται στο 64%. Επιπλέον όσον αφορά στο Ελληνικό αγοραστικό κοινό, το 36.5% προχώρησε σε δαπάνες οι οποίες είχαν σχέση με τη διαμονή σε καταλύματα και ξενοδοχεία, το 26.5% σε δαπάνες αγοράς ηλεκτρονικών συσκευών, το 25.8% σε δαπάνες πάνω σε ταξιδιωτικές υπηρεσίες, όπως εισιτήρια και ενοικίαση οχημάτων, το 23.5% αγόρασε οικιακά είδη, το 23.1% προχώρησε σε δαπάνες σε φάρμακα και συμπληρώματα διατροφής και το 15.6% σε βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες. Στις αντίστοιχες κατηγορίες, πλην εκείνης των φαρμάκων και συμπληρωμάτων διατροφής, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των 28 κρατών-μελών, υπάρχουν σημαντικές διαφορές, ως προς τις ανάγκες που καλύπτουν μέσω των ηλεκτρονικών αγορών οι Ευρωπαίοι πολίτες σε σχέση με το Ελληνικό καταναλωτικό κοινό.(Γράφημα 3)
Όλα τα στοιχεία των ερευνών, γύρω από το ηλεκτρονικό εμπόριο, δείχνουν ότι υπάρχει και η βάση και το know-how, άλλα κυριότερα ένα, ανταγωνιστικό μεν άλλα, γόνιμο επιχειρηματικό περιβάλλον ώστε, οι Ελληνικές επιχειρήσεις να ανοίξουν τα «φτερά» τους σε αγοραστικό κοινό το οποίο μέχρι και σήμερα δεν έχουν προσεγγίσει. Αυτό μπορεί να υλοποιηθεί είτε μέσω φορέων(Εμπορικών Συλλόγων και Εμπορικών Επιμελητηρίων), είτε μέσω επιχειρηματικών clusters, είτε ακόμη και μεμονωμένα από την κάθε επιχείρηση.
*O Φραγκίσκος Γεωργιλάς είναι Πολιτικός Επιστήμονας/Ερευνητής Ανθρωπιστικών
και Κοινωνικών Επιστημών