Τώρα που μιλάμε δεν ξέρω πώς μου ’ρθε να στα πω αυτά.
Θυμάσαι εκείνη τη λεμονιά που είχαμε στο σπίτι, όταν μπήκαν οι κατακτητές;
Θυμάσαι πόσο ωραία μύριζαν τα φύλλα της;
Θυμάμαι ακόμη που μου φώναζες στον δρόμο: «Έλα μέσα ν’ ακούσουμε ραδιόφωνο».
Και θυμάμαι πως δεν με ένοιαζε το ραδιόφωνο, τα εμβατήρια, η άγια όψη των στρατονόμων που επιστράτευαν φαντάρους.
Με ένοιαζε μόνο η λεμονιά.
Εκείνη η μαγική μυρουδιά όταν ανθίζει ο καρπός της, το δικό σου το είδωλο μέσα στα φυλλώματά της, ο λίγος ίσκιος που απέμενε στη ρίζα της.
«Να φύγουμε!», φώναζαν στους δόμους.
«Μπήκαν οι εχτροί…».
Και θυμάμαι ότι φύσαγε εκείνο το απόγευμα σαν κάτι να ’θελε να πει.
Και όλοι τρέχανε χωρίς αναπαμό, χωρίς ανάσα και εγώ έμεινα εκεί να κοιτώ τη λεμονιά, να ψάχνω την ανάσα σου, να ψάχνω να βρω μια αιτία για να μείνω ζωντανός.
Και ανεβαίνανε όλοι με σπρωξιές στα καμιόνια και το ραδιόφωνο στρίγκλιζε και μια γριά δάκρυσε και ’γω εκεί στήλη άλατος, κέρινο ομοίωμα του εαυτού μου να φωνάζω: «Η λεμονιά, η λεμονιά».
Και κανείς να μην ακούει, κανείς να μην δίνει σημασία, μόνο ο αγέρας να φυσά πιο δυνατά…