Επιφυλακτική είναι η επιστηµονική κοινότητα σχετικά µε την εξέλιξη του φετινού υδρολογικού έτους και τα αποθέµατα νερού σε όλη τη χώρα.
«Παρότι το φετινό υδρολογικό έτος έχει ακόµη χρόνο µέχρι να φτάσουµε στο τέλος του, τα µέχρι τώρα στοιχεία δείχνουν µια αύξηση της τάξης του 50%, σε σχέση µε τις βροχοπτώσεις που έπεσαν τον χειµώνα του 2023-2024, ο οποίος ήταν από τους πλέον άνυδρους της τελευταίας εικοσαετίας, ενώ είχαµε µια αύξηση της τάξης του 70% σχεδόν, όσον αφορά τις χιονοπτώσεις σε µεσαία υψόµετρα στα όρη της Βορείου Ελλάδας. Ωστόσο, τα µέχρι τώρα χιλιοστά βροχής που έχουν πέσει τη χειµερινή περίοδο στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας, υπολείπονται κατά 20-30% των χειµερινών περιόδων 2021-2022 και 2022-2023. Άρα είµαστε µε απλά λόγια σαφώς καλύτερα από πέρυσι, αλλά όχι καλύτερα από την προπερασµένη και την προηγούµενη αυτής χρονιά. Συνεπώς δεν είναι και για να πανηγυρίζουµε. Περιµένουµε βέβαια να δούµε πώς θα εξελιχθεί ο Απρίλιος, αλλά και κυρίως πόσο νωρίς θα αρχίσουν οι ζεστές ηµέρες που προηγούνται της καλοκαιρινής περιόδου, γεγονός που θα παίξει και αυτό τον ρόλο του στο πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση το καλοκαίρι», εξηγεί στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής ∆ιευθέτησης Ορεινών Υδάτων, διευθυντής του εργαστηρίου Ανάλυσης και ∆ιαχείρισης Φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών – ASSIST και διευθυντής Έδρας UNESCO Con-E-Ect στο ∆ηµοκρίτειο Πανεπιστήµιο Θράκης, ∆ηµήτρης Εµµανουλούδης.
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ
Ο κ. Εµµανουλούδης υπογραµµίζει ότι η λειψυδρία είναι µια περιβαλλοντική απειλή που δυστυχώς ήρθε για να µείνει.
«Ασχέτως του πόσο βροχερά ή χιονοβριθή πρόκειται να είναι τα προσεχή υδρολογικά έτη στη χώρα µας, το πρόβληµα της λειψυδρίας µεγαλύτερο ή µικρότερο θα εµφανίζεται και θα παραµένει. Αυτό συµβαίνει, διότι όσες βροχές και να έχουµε τον χειµώνα και άρα όσο γεµάτοι και να είναι οι υδροφόροι ορίζοντες στις διάφορες περιοχές της χώρας, η τουριστική έκρηξη στην Ελλάδα είναι τόσο µεγάλη τα τελευταία 3-4 χρόνια (και προβλέπεται να συνεχιστεί ή και να αυξηθεί περαιτέρω), που είναι αδύνατον η όποια αύξηση, από πιθανές µελλοντικές ευνοϊκές υδρολογικά χρονιές, στα υδατικά αποθέµατα των παράκτιων και ιδίως νησιωτικών περιοχών της χώρας, να αντισταθµίσει την εκθετικά αυξανόµενη ζήτηση νερού και την αντίστοιχη κατανάλωση. Θα πρέπει να υπενθυµίσουµε στο σηµείο αυτό ότι η χώρα µας δέχεται περίπου 35.000.000 τουρίστες κάθε έτος, (ήτοι 3,5 φορές ο πληθυσµός της χώρας!), εκ των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία αφικνείται τους 4-5 θερµότερους µήνες του έτους, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται. Συνεπώς η απάντηση στο ερώτηµα είναι ότι ναι, δυστυχώς θα έχουµε παρόµοια προβλήµατα µε πέρυσι, όχι µόνον το φετινό καλοκαίρι, αλλά και τα επόµενα καλοκαίρια, σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τις βροχές και τα χιόνια του χειµώνα», σηµειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Εµµανουλούδης.
ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΝΕΡΑ
Την ποιοτική και ποσοτική κατάσταση των υπόγειων υδροφόρων συστηµάτων της χώρας παρακολουθεί η Ελληνική Αρχή Γεωργικών και Μεταλλευτικών Ερευνών µέσω της λειτουργίας του δικτύου παρακολούθησης. Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο προϊστάµενος στο τµήµα Γεωλογίας και Υδρολογίας της ΕΑΓΜΕ, Βασίλης Ζόραπας, τα κυρίως προβλήµατα των υπογείων νερών σχετικά µε το ποιοτικό µέρος είναι η υφαλµύρινση, που προέρχεται από τη διείσδυση της θάλασσας στην πλευρά των υδροφορέων, και αυτό οφείλεται κυρίως στις υπεραντλήσεις είτε εν µέρει σε φυσικά αίτια.
Έντονα φαινόµενα, σύµφωνα µε τον κ. Ζόραπα συναντούν κυρίως στην Αργολίδα αλλά και στο σύνολο των νησιών του Αιγαίου (Βόρειο Αιγαίο, Κυκλάδες και ∆ωδεκάνησα).
«ΚΩ∆ΩΝΑΣ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ»
Η επιστηµονική κοινότητα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ολοένα και περισσότερο για το ζήτηµα των αποθεµάτων νερού τόσο στη χώρα µας όσο και παγκοσµίως. Όπως τονίζει ο κ. Εµµανουλούδης «ενώ τα συνολικά αποθέµατα νερού παραµένουν σταθερά, ο πληθυσµός της γης αυξάνεται συνεχώς -και τον τελευταίο αιώνα µε εξαιρετικά ταχείς ρυθµούς- ενώ βέβαια δραµατική είναι και η αύξηση των αναγκών και των χρήσεων του νερού σε όλα τα µήκη και τα πλάτη του πλανήτη». «Οι ανωτέρω απλές διαπιστώσεις αρκούν από µόνες τους για να διαπιστώσει κανείς ότι τα πράγµατα είναι εξαιρετικά δυσοίωνα για το µέλλον.
Από την πλευρά της η κυρία Φελώνη εξηγεί ότι ο προβληµατισµός που υπάρχει στην επιστηµονική κοινότητα έγκειται στο γεγονός ότι οι κοινωνίες είναι πιο εκτεθειµένες σε ακραία φαινόµενα. «Απ’ τη µία πλευρά έχουµε τις περισσότερες και εντονότερες πληµµύρες. Ο αστικός µας χώρος δεν έχει την ικανότητα να διοχετεύσει αυτούς τους όγκους νερού. Και απ’ την άλλη έχεις αρκετά συχνά φαινόµενα ξηρασίας. Και µάλιστα πολλές φορές είναι και ακραία. Αυτό έχει επιπτώσεις στη διαθεσιµότητα. Και µε τις υφιστάµενες υποδοµές, εάν όντως επαληθευτούν αυτές οι ανησυχίες, δεν θα µπορούµε να εξυπηρετήσουµε τον πληθυσµό µας».