Ο δημοσιογράφος εξετάζει, ο ιστορικός φωτίζει, ο αντάρτης αναπτύσσει, ο ποιητής συναρπάζει· απομένει στον συγγραφέα να πορευτεί ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς αδερφούς: δεν έχει την επιφύλαξη του πρώτου, την απόσταση του δεύτερου, την πειθώ του τρίτου, ούτε την ορμή του τελευταίου. Έχει μόνο την ελευθερία του, και μιλάει αυτοπροσώπως, πάει κι έρχεται, κουτσαίνοντας καμιά φορά, ανάμεσα στις βεβαιότητες και τα κουτσομπολιά, τις κραυγές των σωθικών και τις ετυμηγορίες, τα δάκρυα των ματιών και τον ίσκιο των δέντρων.
Κάπου στον Ειρηνικό Ωκεανό, ανατολικά της Αυστραλίας, βρίσκεται ένα σύμπλεγμα νησιών, η Νέα Καληδονία, έδαφος παραδόξως γαλλικό, ένα από τα τελευταία υπεράκτια κατάλοιπα μιας αλλοτινής αυτοκρατορίας. Οι Κανάκ, μία εκ των αυτόχθονων φυλών, παλεύουν εδώ και χρόνια για την ανεξαρτησία τους. Την άνοιξη του 1988, σε μια σπηλιά του νησιού της Ουβεά, μια υπόθεση αρπαγής ομήρων αστυνομικών από ομάδα αυτόχθονων αυτονομιστών καταλήγει σε επέμβαση του γαλλικού στρατού. Ανάμεσα στα είκοσι ένα θύματα και ο φερόμενος ως αρχηγός των αυτονομιστών, Αλφόνς Ντιανού.
Το περιστατικό της αιματοβαμμένης απελευθέρωσης των ομήρων και όσων, αποτυχημένων τελικά, διαπραγματεύσεων προηγήθηκαν, είναι ιδιαίτερα γνωστό στη γαλλική κοινή γνώμη, για προφανείς λόγους, αλλά και λόγω της τότε πολιτικής συγκυρίας: παραμονές εκλογών, με την ταυτόχρονη παρουσία Μιτεράν και Σιράκ στις θέσεις του προέδρου και του πρωθυπουργού. Εκείνο που ιντρίγκαρε τον Ζοζέφ Αντράς, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, ήταν μία φωτογραφία του Αλφόνς Ντιανού τραβηγμένη μετά το τέλος της ομηρίας, φωτογραφία που δημιούργησε στον συγγραφέα την έντονη επιθυμία να ψάξει για απαντήσεις και να συνθέσει το προφίλ εκείνου του ανθρώπου, για τον οποίο διάφορες απόψεις εκφράστηκαν κατά καιρούς· τα μέσα και οι πολιτικοί τον αποκάλεσαν τρομοκράτη και βάρβαρο, ενώ αρκετοί από τους συμπατριώτες του τον θεωρούν χαρισματικό, οπαδό της μη βίας και ήρωα του αγώνα για την ανεξαρτησία.
Ο Ζοζέφ Αντράς λοιπόν διηγείται την ιστορία της έρευνάς του, το ταξίδι του δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Γαλλία, την προσπάθεια να καταλάβει και να αξιολογήσει ένα σωρό από ποικιλοτρόπως ως τότε απαντημένα ερωτήματα σχετικά με την υπόθεση εκείνη και κυρίως με τον ρόλο που έπαιξε ο Αλφόνς. Μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα λοιπόν γύρω από ένα περιστατικό για το οποίο στην Ελλάδα ελάχιστα γνωρίζουμε, για μία χώρα μακρινή και εξωτική, για τον αγώνα της για ανεξαρτησία. Ο Αντράς προσπαθεί με μανία να ξεφύγει από την κυρίαρχη αφήγηση, αν και διαβάζει και μελετά απομνημονεύματα και πηγές της γαλλικής πλευράς, ταξιδεύει ως την Κανακύ και επιχειρεί να συναντήσει από κοντά ανθρώπους που έπαιξαν ρόλο στην ομηρία, που γνώριζαν τον Αλφόνς.
Άπαξ και οι ερωτήσεις ξεκινήσουν δύσκολα σταματούν. Έτσι και εδώ, τα ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα του νεκρού, σύντομα θα μετατραπούν σε ερωτήματα σχετικά με την πολιτική πάλη, με την έννοια της πατρίδας, τη βία ως μέσο και το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση. Εκείνο που κάνει το βιβλίο τρομερά ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως ο Αντράς ταξιδεύει μέχρι εκεί με πραγματική απορία σχετικά με τον Αλφόνς και όχι για να επιβεβαιώσει κάποιο εκ των προτέρων κατασκευασμένο και προαποφασισμένο ηρωικό προφίλ του Αλφόνς. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως οι πολιτικές απόψεις του συγγραφέα μένουν εκτός κειμένου, άλλωστε πρόκειται για ένα έντονα πολιτικοποιημένο πρόσωπο, που δεν αποδέχθηκε το Βραβείο Γκονγκούρ για το πρώτο του μυθιστόρημα Για τα πληγωμένα μας αδέρφια, με θέμα την Αλγερία.
Η λογοτεχνικότητα δεν απουσιάζει. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για ένα απλό δημοσιογραφικό κείμενο, ο αφηγηματικός τρόπος του Αντράς είναι ιδιαίτερος και αρκετά προσωπικός, κοφτός και στακάτος, χωρίς όμως να απουσιάζει η ομορφιά του τόπου και των ανθρώπων. Εν ολίγοις, το Κανακύ είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο, τόσο θεματικά όσο και λογοτεχνικά.