Είναι ετούτα τα απρόβλεπτα που μας βάνουνε τα ερωτήματα τα αδυσώπητα για της ζωής τα μελλούμενα κι αποφεύγουμε να τα δούμε κατάματα. Και σφυρίζουμε, τάχα, ανέμελα.
Μα όσοι βιγλάρουμε στα αμπριά της αξιοπρέπειας κι αγάπης, πονάμε και μπήγουμε τα νύχια στις χούφτες μας, για να μην ουρλιάζουμε
Κι αναφωνώ εν τη ερήμω.
Κάνε κάτι άνθρωπέ μου. Για σένα. Μην κοιτάς κατά με. Δεν προσμένω βοήθεια. Μπορώ να μοχτώ για τη λευτερία μου και δε φοβούμαι. Ούλα καλοδεχούμενα. Μα πράξε κάτι για σένα που σέρνεσαι στα αργύρια βουτηγμένος. Δες γύρω σου; Σπαραγμός, πόνος, θλίψη. Απρόβλεπτη η σειρά μου, η σειρά σου, άνθρωπέ μου.
Να ο Στρατής; Ενας πονεμένος πατριδολάτρης κι επιτυχημένος οικογενειάρχης, περιπλανιέται στον ωκεανό των σαπιοκάραβων.
Γόνος αρχοντοοικογένειας και κληρονόμος τεράστιας περιουσίας, διέγραψε μια πολύ παράξενη τροχιά στο διάβα του.
Πολυσπούδαστος, πολυτάλαντος, δεινός κυνηγός και ασυναγώνιστος ψαροτουφεκάς. Ένας Αδωνις με απεριόριστες δυνατότητες, κι αρνητής, πολέμιος αδέξιος, των όποιων εξελίξεων.
Λάτρης του ωραίου και της παράδοσης, φιλοσοφημένος, καυστικός σε κάθε στραβό κι ανάποδο. Λαχτάρα του να αποσυρθεί από την κοινωνία, δεν το αποφάσισε, ζει στον δικό του φανταστικό κι ωραιοποιημένο κόσμο και χτυπά το χέρι του στην κόψη του μαχαιριού. Κανένας δε βλέπει, κανένας δεν ακούει.
Σαν εύρη έδαφος πρόσφορο, ανθρώπους με κουλτούρα, μόρφωση σε βάθος και λάτρεις του αμπογιάτιστου κάλους, ανοίγεται και πρέπει να κάθεσαι, να ακούς και ν’ απολαμβάνεις τις ατέλειωτες ιστορίες του για τους γραφικούς τύπους του χωριού, τους κυνηγούς, τους απλούς ανθρώπους με το σπιρτόζο πνεύμα, για τον πολιτισμό των Ινκα, τις ομορφιές του Καύκασου και τους μεγάλους φιλόσοφους και ποιητές ή διηγηματογράφους. Σαν αρχίσει να μιλά για Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Βίκτωρ Ουγκώ και άλλους κλασσικούς γίγαντες τέχνης και λογοτεχνίας, ή τους αρχαίους σοφούς, δεν σταματάει με τίποτα.
Μια κινητή βιβλιοθήκη, ένα φαινόμενο ισχυρής μνήμης, ένας χείμαρρος περιγραφών, ένας σύγχρονος παραμυθάς ιστορικών γεγονότων και ανέκδοτων λαογραφημάτων.
Δεν τον χωρούσε ο τόπος, μπλαντούσε κι έψαχνε να βρει αποκρίσεις στα ερωτήματα του στη φύση, το κυνήγι, το ψάρεμα και στο διάβασμα.
Ατέλειωτες οι ώρες που περνούσαμε μαζί όσο ήμασταν νέοι. Μετά χωρίσαν οι δρόμοι μας, χαθήκαμε στο ανθρωπομάνι, ριχτήκαμε στο άχαρο κυνήγι του άγνωστου για μια μοίρα ευπρέπειας στον ορίζοντα. Κι όλο τον έψαχνα.
Ωσπου, ένα χινοπωριάτικο νύχτωμα, χτύπησε το τηλέφωνο. Μια ζεστή, μπάσα φωνή κι ένα χορταστικό γέλιο, ένας χείμαρρος αγάπης, λαχτάρας και συμπυκνωμένου νόστου γιόμισε τα κύτταρά μου άπαντα και της καρδιάς μου τα κατάβαθα!
– Είσαι όρθιος Γιώργη; Κάτσε, μου είπε προτού ακούσει καλά – καλά τη φωνή μου.
– Είμαι ο Στρατής! Ξανακούστηκε πληθωρική, βραχνιασμένη, όλο ζωντάνια η πολυκαιρισμένη φωνή του.
Τρόμαξα ως τον ξανάκουσα μετά χρόνια πολλά. Λες κι ήταν όνειρο.
Κι αρχίνιξε να ξετυλίγεται πολύχρωμος ο μίτος, παγωμένος στην αρχή, όλο να πυρώνεται, να φουντώνει, κι υστερνά μια πυρκαγιά να μας συνεπαίρνει!
Φτερούγισαν οι αναμνήσεις, γινήκαμε παλικάρια σε τρανά σκολειά, στα συλλαλητήρια, στη σκοπιά και στο θάλαμο,
Γιόμισε ξανά ευτυχία το μεδούλι μου, λούστηκα φως! Τόσο φως, άνθρωπέ μου!
– Σφάλνα τα δάχτυλα, ρε Στρατή, όσο γίνεται, σε τούτη τη σταλαματιά ζωής που μας απόμεινε! Ό,τι περισώσουμε, του είπα, κι αυτός πικρογέλασε.
-Μια ζωή αναριεμένα, γλίστρησε, χάθηκε ο αφρός, απόμεινε το κατακάθι. -Είναι συμπυκνωμένη η ζήση μας όλη! Μη ξεμανταλώνεις άλλο τ’ ακροδάχτυλά σου, επέμενα.
-Πηχτή, κρουσταλλένια η βιοπάλη Γιώργη. Δυσεύρετη!
-Όλο σοφία!
-Δικιά μας!
-Για μας και για τους άλλους! Στρατή μου! Κράτα γερά.
-Δώσ’ μου το χέρι σου, Γιώργη! Ας είν’ και τώρα! Δε νύχτωσε ακόμα.
Και μου λιποτάχτησε με τη μαντινάδα
Στους σκορδαλούς εξώδεψα
τα μπαρουτόσκαγά μου,
κι εδά θωρώ τσι πέρδικες
και τρέμει η καρδιά μου.
Και τότε σου, ξετρύπωσε ανάμεσα τα ματωμένα δόντια μου, το στερνό μου πιστεύω.
Δεν είναι πρέπο του αντρός
να κλαι και να σπαράζει.
Αγώνας πρέπει του, σκληρός,
σε μπόρες και χαλάζι.
Γεια σου ρε Στρατή, του είπα, κι αποχωριστήκαμε.
Για πάντα.