Ἀπὸ τὴν «κάννα», μὲ σημιτικὴ ἴσως ρίζα, ποὺ ἦταν ἄλλο ὄνομα τοῦ καλάμου / καλαμιοῦ, προῆλθαν πολλὲς λέξεις, ἀνάμεσά τους καὶ ὁμηρικὴ «κανών». Μὲ αὐτὴν δήλωναν στὴν ἀρχὴ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς δύο εὐθεῖες ράβδους οἱ ὁποῖες προσαρμόζονταν στὸ κοῖλο μέρος τῆς ἀσπίδας, γιὰ νὰ τὴν κρατάει ὁ πολεμιστής.
Μὲ βάση τὴν ἀρχικὴ σημασία της ἡ λέξη στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου πῆρε πολλὲς ἀκόμη σημασίες: σαΐτα ποὺ χρησιμοποιοῦσαν στὴν ὕφανση, ἐργαλεῖο τοῦ κτίστη γιὰ τὸν ἔλεγχο τῆς κατακόρυφης γραμμῆς, ρίγα γιὰ χάραξη εὐθείας γραμμῆς, βιβλίο ἐκκλησιαστικό, σύστημα τροπαρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄλλες. Ἕνα ἀπὸ τὰ παράγωγα τῆς λέξης αὐτῆς εἶναι καὶ τὸ ἐπίθετο «κανονικός», ἀπὸ τὸ ὁποῖο σχηματίστηκε τὸ οὐσιαστικὸ «κανονικότητα».
Τὴ λέξη κανονικότητα χρησιμοποίησε πρῶτος τὸ 1812 ὁ καταγόμενος ἀπὸ τὴ Λάρισα διαπρεπὴς δάσκαλος τοῦ Γένους Κωνσταντίνος Μ. Κούμας (1777-1836). Ἡ ἀκριβὴς τήρηση τοῦ κανόνα, ἡ εὐρυθμία, ἡ συμμετρία, ἡ ὁμαλότητα, ἡ ἀναλογία, ἡ συμμόρφωση πρὸς τοὺς κανονισμούς, ἡ τήρηση τοῦ κανονισμοῦ εἶναι οἱ κύριες ἔννοιες τῆς λέξης τὶς ὁποῖες συναντᾶμε στὰ λεξικά.
Γίνεται φανερὸ πὼς μὲ τὸν ὅρο «κανονικότητα» ἐπιχειροῦμε νὰ περιγράψουμε μιὰ εἰκόνα τῆς ζωῆς, κουβέντα ὅμως γι’ αὐτὴν ἔχει νόημα μόνον ὅταν προϋπάρχει «κανόνας» ἀποδεκτὸς στὸν ὁποῖο παραπέμπουμε. Κάποια ρύθμιση, δηλαδή, τυπικὴ ἤ ἄτυπη, ἢ διάταξη, ἀκόμη καὶ κατάσταση βασισμένη στὴν τήρηση καὶ ἐφαρμογὴ προγενέστερων διατάξεων, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν πρέπει νὰ ἔχουν ἐπιβληθεῖ εἴτε μὲ χρήση βίας εἴτε μὲ καταδολίευση τοῦ φρονήματος ἢ μὲ κατάχρηση τῶν δημοκρατικῶν ἐλευθεριῶν. Ἂν δὲν συντρέχουν αὐτοὶ οἱ ὅροι, ἡ «κανονικότητα» εἶναι ψευδεπίγραφη, χωλαίνει, (ἐξ)υπηρετεῖ ἰδιοτελεῖς σκοποὺς καὶ ἐπιδιώξεις, εὐνουχίζει καὶ ναρκοθετεῖ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν ἁρμονικὴ καὶ ἀπρόσκοπτη συμβίωση τῶν ἀνθρώπων.
Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι ἡ (ὁποιαδήποτε) «κανονικότητα» εἶναι μιὰ κατάσταση μόνιμη, σταθερή, σαφῶς προσδιορισμένη, ποὺ δὲν ἐπιδέχεται μεταβολές· καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ σχετίζεται μὲ κάποιους «κανόνες», θετοὺς ἢ ἐθιμικούς, οἱ ὁποῖοι μέσα στὸ χρόνο μεταβάλλονται καὶ προσαρμόζονται στὰ δεδομένα κάθε ἐποχῆς, δηλαδή, κατὰ προέκταση, στὴν ἐν γένει στάση καὶ στὶς ἑκάστοτε ἀνάγκες καὶ ἐπιλογὲς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὰκριβῶς συμβαίνει μὲ τοὺς τυπικοὺς νόμους. Ἀντίθετα, σταθερή, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἀλλάζει, εἶναι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ὁποῖος, καὶ χάρη στὸ νοῦ μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι προικισμένος, μπορεῖ ὄχι μόνο νὰ διαχειρίζεται ὅσα τοῦ ἐπιφυλάσσει ἡ ζωή, ἀλλὰ καὶ εἴτε ὡς ἄτομο εἴτε ὡς σύνολο νὰ προχωρεῖ σὲ ἐπιλογές, ποὺ ἔχουν ἄλλοτε μόνιμο καὶ ἄλλοτε πρόσκαιρο χαρακτήρα – χωρὶς νὰ ἀλλοιώνουν τὴν ἀνθρώπινη φύση.
Δύο περίπου αἰῶνες μετὰ τὴ δημιουργία της ἡ λέξη ἀνασύρθηκε στὴν ἐπιφάνεια καὶ χρησιμοποιεῖται σὰν τὸ ἁλατοπίπερο μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία – σὲ δόσεις ὅμως πολὺ ἰσχυρὲς καὶ γιὰ τοῦτο βλαπτικὲς τόσο τῆς οὺσίας τῶν πραγμάτων ὅσο καὶ τῆς νηφάλιας σκέψης τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως πολλὲς ἄλλες ἔννοιες, καὶ ἐπειδὴ ὁρίζεται ἀπὸ ἐξωτερικοὺς παράγοντες οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν τὴν ἴδια ἀποδοχὴ ἀπὸ ὅλους, ἔχει γίνει καὶ αὐτὴ θύμα ἀλλὰ καὶ ἐργαλεῖο μὲ τὸ ὁποῖο πολιτικοὶ ἐπιχειροῦν νὰ δείξουν (ἀλλά δὲν μποροῦν καὶ νὰ ἀποδείξουν!) ὅτι ἀληθινὴ κανονικότητα εἶναι αὐτὴ ποὺ πρεσβεύουν οἱ ἴδιοι καὶ ὄχι οἱ ἀντίπαλοί τους. Κοντὰ σ’ αὐτοὺς συνωστίζεται πλῆθος πολὺ ἀκολούθων οἱ ὁποῖοι, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια καὶ ἐπιπολαιότητα εἴτε ἀπὸ τὴν ἡδονὴ ποὺ νιώθουν σκορπώντας τὸ «ἄπιστον θυμίαμα τῆς κολακείας» εἴτε καὶ ἐπειδὴ εἶναι κατὰ μία ἔννοια στρατευμένοι (ὅπως συμβαίνει μὲ πολλὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης), ἔχουν συντελέσει, ὥστε νὰ παγιωθεῖ σχεδὸν ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ «κανονικότητα» εἶναι μία καὶ σταθερή.
Οἱ διεργασίες ποὺ συντελοῦνται, ἐκτὸς τοῦ ὅτι στηρίζονται σὲ ἐπιλεκτικὴ χρήση δεδομένων, ἀμβλύνουν τὴν κρίση, καθηλώνουν τὸν νοῦ, βάζουν στὸ περιθώριο τὴ λογικὴ (γιὰ τὴν ὁποία οἱ Ἐπικούρειοι εἶχαν τὸ ὄνομα «τὸ κανονικόν»!). Ἡ προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων ἀντὶ γιὰ τὸ παρὸν καὶ γιὰ τὸ μέλλον στρέφεται ἀσαφῶς καὶ δολίως πρὸς τὸ παρελθόν, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ βαρύνεται μὲ σωρεία σφαλμάτων καὶ «ἁμαρτιῶν»· ἐξωραΐζεται, ὅμως, καί, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ ὅτι ὁ χρόνος πολλὰ ἀπὸ ὅσα ἔχουμε ζήσει τὰ διαγράφει ἀπὸ τὴ μνήμη, ἀντὶ γιὰ χρήσιμος δάσκαλος νοθεύεται καὶ γίνεται ἐπικίνδυνος καὶ πάντως μὴ ἀσφαλὴς ὁδηγός.
Μέσα σὲ ὅλα αὐτὰ μοιάζει μὲ φάρσα τὸ νὰ νιώθουν κάποιοι ἀνακουφισμένοι, ἐπειδή, τάχα, ἐπιστρέψαμε σὲ μιὰ κατάσταση-κανονικότητα ποὺ κατὰ κάποιο μυστηριώδη καὶ ἀνεξήγητο τρόπο εἴχαμε χάσει. Διότι, ἂν ἐννοοῦν τὴν πολιτικὴ κανονικότητα (καὶ αὐτήν, βέβαια, ἐννοοῦν), καλὸ εἶναι νὰ θυμοῦνται ὅτι τὴ σχετικὴ ἀπόφαση εἶχε πάρει μὲ τὴν ψῆφο του τὸ ἐκλογικὸ σῶμα. Καὶ ἦταν ψῆφος στηριγμένη σὲ ὅσα ἀμέσως πρὶν εἶχαν προηγηθεῖ – ἦταν δηλαδὴ ψῆφος ἀποδοκιμασίας μιᾶς κανονικότητας στὴν ὁποία εἶναι, λέει, ἀνάγκη νὰ γυρίσουμε.
Ὑπάρχει κάτι ἀκόμη, πολὺ σημαντικό. Δὲν ἔχω ἀκούσει ἀπὸ κανέναν νὰ διευκρινίζεται ποιά εἶναι ἡ κανονικότητα γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος. Ἡ πολιτική; ἡ κοινωνική; ἡ οἰκονομική; ἡ θρησκευτική; ἡ ἠθική; – καὶ πάει λέγοντας. Ἂς μᾶς ποῦν ὅλοι αὐτοὶ τί ἐννοοῦν, γιὰ νὰ κάνουμε καλὰ τοὺς λογαριασμούς μας. Διότι γιὰ ἕναν συνταξιοῦχο π. χ. κανονικότητα εἶναι τὸ νὰ ἀκυρωθοῦν τὰ μέτρα ποὺ μὲ τὰ μνημόνια τοῦ ὑποβάθμισαν δραστικὰ τὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο· ἢ γιὰ ἕναν ὑπάλληλο τὸ νὰ ἐργάζεται γιὰ τὸν ἐπιούσιο σὲ ἀνθρώπινο περιβάλλον· ἢ γιὰ τὸν κάθε πολίτη τὸ νὰ μπορεῖ νὰ συναλλάσσεται μὲ τὸ κράτος μέσα σὲ καθεστὼς ἀξιοπρέπειας – κ.λπ. Κανονικότητα, πάντως, κατὰ τὴν ταπεινὴ γνώμη μου, δὲν εἶναι τὸ νὰ ἀπαιτεῖ κάποιος νὰ ἐπιστρέψει στὸν ὑπουργικὸ (ἢ ἄλλο) θῶκο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀποβλήθηκε, ἐπειδὴ ἀποδείχθηκε μὲ τὰ ἔργα του ἀκατάλληλος ἢ ἀνάξιος, ἀκόμη καὶ βλαπτικὸς γιὰ τὸν τόπο του καὶ γιὰ τοὺς πολίτες.
Ἀνεξάρτητα ἀπὸ ὅλα αὐτά, εἶναι χρήσιμο νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ἡ λέξη γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος εἶναι δημιούργημα τῆς νεότερης ἐποχῆς (ὁ Κούμας ἀπέδωσε στὰ ἑλληνικὰ τὸν ἀγγλικὸ ὅρο regularity). Ὁ ἑλληνικὸς κόσμος τῆς ἀρχαιότητας, δηλαδή, δὲν «ἔβλεπε» αὐτὸ ποὺ προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν σήμερα ὅτι ὑπάρχει μπροστά μας. Εἶχαν ὅμως δύο ὅρους, μετοχὲς ἰσάριθμων ρημάτων, οἱ ὁποῖοι ἀλληλοσυμπληρώνονταν καὶ ἀπέδιδαν μὲ θαυμαστὴ ἀκρίβεια αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶμε: «εἰωθότα» (ἀπὸ τὸ ρῆμα «εἴωθα»: συνηθίζω) καὶ «νομιζόμενα («νομίζω»: «θεωρῶ ἢ παραδέχομαι ὡς ἔθιμο ἢ συνήθεια ἢ νόμο, ὡς ἔθιμο πατροπαράδοτο, τηρῶ, ἀκολουθῶ κάποια συνήθεια» – ὅλα αὐτὰ γιὰ κάθε συνήθεια, ἰδίως γιὰ ὅσες ἔχουν μέσα τους τὴ δύναμη τοῦ νόμου).
Ἐν τέλει, «κανονικότητα» δὲν εἶναι μιὰ συγκεκριμένη κατάσταση, ἡ ὁποία μάλιστα ἐγγυᾶται ἢ ἐξασφαλίζει ὁμαλότητα καὶ πρόοδο στὴ ζωή μας. Ἐκεῖνο ποὺ ἀνοίγει δρόμους πρὸς τὸ μέλλον εἶναι ἡ προσήλωση σὲ σταθερὲς ἀξίες ὅπως αὐτὲς ἔχουν διαμορφωθεῖ μέσα ἀπὸ τὴ διαχρονικὴ πορεία μας. Εἶναι ὁ νηφάλιος καὶ δημιουργικὸς νοῦς, εἶναι ἡ ἀξιοπρέπεια ἡ σύστοιχη μὲ τὴν ἀξία μας ὡς ἔλλογων ὄντων. Εἶναι ἡ ἄρνησή μας νὰ δεχτοῦμε χαρακτηρισμοὺς καὶ στερεότυπα ποὺ αφ’ ἑνὸς προσβάλλουν τὴ νοημοσύνη μας, ἀφ’ ἑτέρου δίνουν τροφὴ καὶ δύναμη σὲ προβατόσχημους λύκους, «ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδημίους ἁρπακτῆρας» (Ἰλιὰς Ω, 262).
Διάβασα και ξαναδιάβασα το κείμενο σας κύριε Λουπάση!
Επιμορφωτικό με καλή ελληνική γραφή!!
Τι θα πει ” καλή ελληνική γραφή”. Αυτό βρήκατε να πείτε;
Η ανωτέρω φράση κυρία Μυλωνίδη θεωρώ ότι εκφράζει την ευαρέσκεια του αναγνώστη προς τον συντάκτη του κειμένου!
Επίσης εκφράζει την ικανοποίηση που νιώθω όταν διαβάζω κείμενα με σωστά ελληνικά!
Εσείς τι θεωρείτε ότι έπρεπε να λεχθεί αντί αυτού;
Συγνώμη, κύριε Πατσουράκη. Δε σας κατάλαβα παρασυρμένη ίσως από μακρόσυρτα σχόλια εγκωμιαστικά που συναντάμε συχνά. Δικό μου ήταν το λάθος. Συμφωνώ με την άποψή σας όπως τη διευκρινίσατε.
Αγαπητή κ. Σοφία Μυλωνίδη,
δεν σκόπευα να σχολιάσω καμία επέμβασή σας, σεβόμενος το ελεύθερο πρόσωπό σας. Ωστόσο, προσέξατε με πόση ευγένεια και σαφήνεια σάς απάντησε ο αγαπητός στην Χανιώτικη κοινωνία κ. Ηλίας Πατσουράκης!!
Με το βάρος της κάποιας ώριμης ηλικίας και των πολλών εμπειρικών γνώσεών μου, ψυχανεμίζομαι ότι είσθε νέος άνθρωπος, αλλά θα στενοχωρηθώ ιδιαίτερα αν έχετε την τιμημένη Ποντιακή καταγωγή: εμείς οι Πόντιοι, αγαπητή κ. Σοφία [έχετε και το όνομα της θυγατέρας μου Δικαστού] είμαστε γενναιόδωροι άνθρωποι και πάντα λέμε και”τον καλόν λόγον”. Μολαταύτα, εσείς μπορείτε να έχετε την όποια θέλετε κι επιθυμείτε επιλογή σας και σε μας δεν πέφτει λόγος.
-Θα σας πω κάτι: Το λάθος σας δεν είναι που δεν ΚΑΤΑΛΑΒΑΤΕ την απάντηση του κ. Ηλία Πατσουράκη, αλλά το ΠΙΚΡΟΧΟΛΟ και άκρως ειρωνικό σχόλιό σας για ” ΤΑ ΜΑΚΡΟΣΥΡΤΑ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΠΟΥ ΣΥΝΑΝΤΑΤΑΙ …. ΣΥΧΝΑ”, χωρίς,ωστόσο να αναφερθείτε σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση. Ναι, προσωπικώς, χαίρομαι να κάνω εκτενή σχόλια σε κείμενα ή άρθρα συνεργατών των “Χ.Ν.”, αλλά, φαίνεται, δεν σέβεστε και δεν εκτιμάται τα πρόσωπα των συνανθρώπων μας που γράφουν τόσο όμορφα, λιτά και περιεκτικά προς ικανοποίηση των φίλων κι αναγνωστών της εφημερίδας μας. Αν [λέγω αν] είστε εκπαιδευτικός εδώ στην ευλογημένη κι όμορφη περιοχή των Χανίων, φροντίστε να επωφεληθείτε από κείμενα, άρθρα και δοκίμια του άριστου Φιλολόγου κι ανθρώπου κ. Γ. Λουπάση κι ας μην κάνετε εγκωμιαστικά σχόλια. Εμείς, όμως, οι άλλοι μπορούμε να πούμε έναν καλό λόγο κι ένα ευχαριστώ, κι ας μην το αποζητούν οι αξιόλογοι κι εκλεκτοί δημιουργοί.
Δεν θα σας απαντήσω, όποια κι αν είναι η δική σας. Δεν μπορώ να κρύψω τη θλίψη μου από τέτοιες συμπεριφορές.
Με εκτίμηση Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος ΧΑΝΙΑ
Υ.Γ. Συγγνώμη για τα λαθάκια, λόγω της ταχύτητας της γραφής του ανωτέρω μηνύματος.
Παρακαλώ, διορθώστε τη λέξη “ΣΥΝΑΝΤΑΤΑΙ” στο όρθον Β΄πρόσ, Πληθ, “ΣΥΝΑΝΤΑΤΕ” Ευχαριστώ Γ. Καραγεωργίου
Κύριε Καραγεωργίου, ούτε “νέος άνθρωπος” είμαι ούτε εκπαιδευτικός ούτε στην Κρήτη είναι η κατοικία μου. Το διαδίκτυο με βοηθάει να ταξιδεύω σε πολλά μέρη και να διαβάζω επίσης πολλά. Νομίζω πως με αδικήσατε. Ούτε να προσβάλω κανέναν ήθελα ούτε να βγάλω χολή. Τους αρθρογράφους της εφημερίδας τους γνωρίζω μόνο από τα δημοσιεύματά τους, το ίδιο και εσάς. Όπως συμβαίνει πάντα και παντού, καθένας συνεισφέρει ό,τι μπορεί και όπως μπορεί. Αυτό το εκτιμώ και το τιμώ. Στον κύριο Μιχάλη (και όχι Ηλία) Πατσουράκη απηύθυνα μια ερώτηση. Μετά την ευγενική απάντησή του έγραψα μια διαπίστωση (δική μου, ίσως και άλλων). Ελπίζω να με καταλαβαίνετε, και για την “παρεκτροπή” και τη “συμπεριφορά”μου αυτή να με συγχωρήσετε.
Αγαπητή κ. Σοφία Μυλωνίδη,
έχετε δίκαιο, Μιχάλης είναι ο κ.Πατσουράκης, και μάλιστα αρκετές φορές επικοινωνούμε ηλεκτρονικώς: Είπαμε, ανήκω στην … ηρωική γενιά της δεκαετίας του 1940 [Κατοχή φασιστών Γερμανών και επάρατος Εμφύλιος] και η μνήμη μας αρχίζει και μάς εγκαταλείπει: Ωστόσο, το μυαλό μας “ξυράφι” κόβει ακόμη και μπορούμε να καταλάβουμε κι εκτιμήσουμε τα ανθρώπινα και την κοινωνική πραγματικότητα. Εντάξει, κ. Σοφία, δεν είστε “νέος άνθρωπος – μακάρι να ήσασταν”, όμως δεν είστε και 75-80 όπως η δική μας γενιά που γεννήθηκε την δύσκολη δεκαετία του 1940. Και μπορεί να μήν είστε “εκπαιδευτικός- μακάρι να ήσασταν”, αλλά τα εισαγωγικά ” ” τα βάζετε μια χαρά!! και η … Ποντιακή -έμφυτη- οξύνοια σας τα καταφέρνει ν’ αποφεύγετε τις κακοτοπιές και τις λεκτικές παγίδες, με αξιοθαύμαστο τρόπο. Γιατί να ζητήσετε συγγνώμη, αγαπητή κ. Σοφία, αφού σάς “αδίκησα” στην εκτίμηση των απόψεών σας; Ω, της υποκρισίας! Και συνακόλουθα, θλίβομαι πολύ για το εξακολουθητικό του ειρωνικού σας ύφους. Μολαταύτα, ανεξάρτητα από τη θλίψη μου, σέβομαι κι εκτιμώ το ελεύθερο, το μοναδικό, αναντικατάστατο και ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ πρόσωπό σας και, βέβαια αγαπώ αυτό το πρόσωπό σας με τις όποιες επιλογές.
Επειδή, κατάγομαι από προσφυγική οικογένεια της Κεντρικής Μακεδονίας -υποθέτω και η δική σας-, για επικοινωνία με τις οικογένειές μας, αν επιθυμείτε και θέλετε στείλτε μου το e-mail σας, για να σάς στείλω ένα πρόσφατο πόνημά μου με ανάλογο δικό μου μήνυμα [χρησιμοποιώ το e-mail της Κρητικοπούλας συζύγου μου], για να το διαβάσετε και να διαπιστώσετε πώς εργαζόμασταν από τα πέντε μας χρόνια ως και το Πανεπιστήμιο, τις δεκαετίες του 1940 και 1950, στα χωράφια του Βεροιώτικου κάμπου και μέσα στη συλλογικότητα της σύμπνοιας, αληθινής αγάπης κι αλληλεγγύης για μια καλύτερη κοινωνική ζωή. Όταν, λοιπόν, βυθίζεσαι παιδιόθεν -αλληλεξάρτηση- στη φυσική ομορφιά της Ημαθιώτικης γης και μέσα στην αγαπητική κοινωνία της Εκκλησίας του Χριστού, μαζί και για τους ‘αλλους συνανθρώπους σου, θέλεις δεν θέλεις αγαπάς και σέβεσαι όλους τους συνανθρώπους σου, ανεξαρτήτως των όποιων διαφορετικών τους υπαγωγών – καταβολών [Θρησκεία, γλώσσα, χρώμα, κουλτούρα , εθνότητα κ.λ.π]. Είναι μεγαλούτσικο βιβλίο, κι ελπίζω ως τέλος της χρονιάς -πρώτα ο Θεός- να το κυκλοφορήσει γνωστή Εκδ. Εταιρεία. Φίλοι λοιπόν κ. Σοφία και να ξέρετε μόνο η σύζευξη της Αγάπης με την Ελευθερία είναι που ενώνει τους ανθρώπους απανταχού της γης. Με εκτίμηση Γιώργος Καραγεωργίου ΧΑΝΙΑ. Περιμένω να μού απαντήσετε.
Κύριε Καραγεωργίου δικό σας συμπέρασμα όχι σωστό είναι πως έχω ποντιακή καταγωγή. Οξύνοια δεν έχουν μόνο οι πόντιοι, και μου κάνει εντύπωση πως το τονίζετε αυτό. Μου έκαμε εντύπωση και αυτό που γράφετε για τα εισαγωγικά, όμως οι παλιοί δάσκαλοι μας δίδασκαν και τις λεπτομέρειες του γραψίματος. Μου βρήκατε ακόμα πως είμαι υποκρίτρια και έχω ειρωνικό ύφος. Μου φτάνουν αυτά. Ένα σχόλιο για άρθρο στην εφημερίδα, και χωρίς να αναφέρει κανείς το όνομά σας, οδήγησε σε προσωπική διαμάχη. Να είστε καλά.
Αγαπητή κ. Σοφία Μυλωνίδη,
δεν αναφέρθηκα στο πρόσωπό σας, αλλά στο ύφος του λόγου σας κι ούτε χρειαζόταν να ζητήσετε συγγνώμη. Κανείς δεν είναι αλάνθαστος, όλοι μας κάνουμε τα λαθάκια μας και τις αστοχίες μας και με χιούμορ αναφέρθηκα στην “Ποντιακή οξύνοια” και μακάρι -να ευχόσασταν δηλαδή- να ήσασταν Ποντιακής καταγωγής: Ξέρω τί σάς λέω. Ωστόσο, συμφωνώ [πλάκα- χιούμορ έκανα] πως δεν είναι μόνο οι Πόντιοι έξυπνοι αλλά και όλοι οι Έλληνες [κι ανάμεσά τους οι πρόσφυγες της Ανατ. Θράκης, Ανατολικής Ρωμυλίας και της Πόλης που έχουν κι αυτοί επίθετα που λήγουν σε -ίδης !!]. Διαπιστώνω, ότι ενοχληθήκατε -χωρίς να έχετε δίκαιο- και με την ανωτέρω απάντησή σας βάζετε τέλος σε όποια προσπάθεια και καλή διάθεση είχα να δημιουργηθεί μια φιλική και οικογενειακή επικοινωνία. Δεν πειράζει, όμως, κ. Σοφία, και, προσωπικώς, σταματώ εδώ και να είστε πάντα καλά στην υγεία σας. Με εκτίμηση Γ. Καραγεωργίου ΧΑΝΙΑ.
Αγαπητή κυρία Μυλωνίδη γεια σας
Την στιγμή που ένα σύντομο σχόλιο σας προκάλεσε τόσο ενδιαφέροντες διαλόγους σας προτείνω να συνεχίσετε να σχολιάζετε!
Παρότι στα”Χαν-Νέα” δημοσιεύονται σημαντικά θέματα της κοινωνίας μας δεν τα συνοδεύει,νομίζω,ανάλογος διάλογος από τους αναγνώστες!
Θα ήταν ευχής έργο αυτό να βελτιωθεί και να αποτελέσει σημαντική ενθάρρυνση για όσους επιθυμούν να καταθέτουν τις απόψεις τους!
Αναφορικά με τον σεβαστό συμπολίτη μας κύριο Καραγεωργίου τιμώ την γραφή του και την συνεισφορά του στον κοινωνικό σύνολο!
Οι παρεμβάσεις του συχνά προκαλούν σημαντικούς διαλόγους, με τελικό κερδισμένο όμως την εντιμότητα και την αλήθεια!!
Κύριε διευθυντά, με ξεχωριστό ενδιαφέρον παρακολουθώ συζήτηση ανάμεσα σε αναγνώστες της έγκριτης εφημερίδας σας (μας). Το ότι αφορμή ήταν άρθρο μου μου δίνει πρόσθετη ικανοποίηση, πολύ περισσότερο επειδή δόθηκε ένα παράδειγμα επικοινωνίας των ανθρώπων, πέραν όσων κατά παράδοση υπήρχαν και υπάρχουν στη ζωή μας. Άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους (έχω την τιμή να γνωρίζω μόνο τον κ. Καραγεωργίου), οι οποίοι είναι δυνατόν να βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση ο ένας από τον άλλο, έχουν τη δυνατότητα να συνομιλήσουν εις επήκοον πολλών άλλων, να καταθέσουν τις απόψεις τους, να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν. Επιτρέψτε μου να πω ότι είναι και αυτό προσφορά της εφημερίδας σας σε μια εποχή, μάλιστα, που οι αποστάσεις ανάμεσα και σε κοντινούς ανθρώπους έχουν μεγαλώσει. Κατά τούτο συμφωνώ και με την προτροπή του κ. Πατσουράκη προς την κ. Μυλωνίδη (φαντάζομαι και προς κάθε αναγνώστη) να συμμετέχει σε αυτήν τη δράση και να συμβάλλει κατά τις δυνάμεις του στη ζύμωση σκέψεων και απόψεων με προσδοκώμενο το κοινό όφελος. Προς όλους, και σε εσάς, εκφράζω τις ευχαριστίες μου.
Αξιότιμε κύριε Διευθυντά, [βρήκατε κι εσείς τον μπελά σας!!]
Με γνωρίζετε κι άλλωστε τακτικά στα σχόλια και τα κείμενά στα “Χ.Ν.” γράφω ότι σε καμιά περίπτωση δεν επιθυμώ να στενοχωρήσω ή πικράνω συνάνθρωπό μου με τις όποιες απόψεις μου: Γιατί, σίγουρο είναι ότι εμείς οι άνθρωποι δεν κατέχουμε την Αλήθεια. Και, βέβαια, λάθη κι αστοχίες κάνομε και θα κάνουμε κι ευχής έργον είναι να βελτιώνουμε την κοινωνική μας ζωή. Σε κάποιο σχόλιό μου σε εργασία συνεργάτη της εφημερίδας μας είχα υποσχεθεί να σταματήσω να σχολιάζω, ώστε να δοθεί ο χώρος στους νεότερους συνανθρώπους μας να γράφουν αυτοί πια και να εκφράζουν ελεύθερα τις πολλές και φρέσκες απόψεις τους.
ΜΟΛΑΤΑΥΤΑ, παραβίασα την υπόσχεσή μου και επανήλθα δριμύτερος στα γνωστά σχόλιά μου! Και πώς να μην επανέλθω, όταν αξιόλογοι άνθρωποι του τόπου μας μοιράζονται μαζί μας την δημιουργική τους χαρά κι επιτυχία και πώς να μην τούς ευχαριστήσω προς τούτο, όταν το πόνημα και η κοινωνική ζωή τους εκφράζει ένα γνήσιο συμβιωτικό ήθος. Δεν επιθυμώ ν’ αναφερθώ σε ονόματα: άλλωστε είναι τόσο πολλοί και τόσο αξιόλογοι οι συνεργάτες κι αρθρογράφοι της εφημερίδας μας.
Παρά την ανωτέρω καλόπιστη κι άκρως ορθή κοινωνιολογική τοποθέτηση των αγαπητών κ. Γ. Λουπάση και Μιχ. Πατσουράκη, χωρίς κανένα ίχνος παραπόνου -το παράπονο είναι μορφή εγωκεντρισμού-, δηλώνω, ότι σταματώ ΟΡΙΣΤΙΚΑ πια να σχολιάζω τα πονήματα που δημοσιεύονται στα “Χ.Ν.”
Επειδή,- άθελά μου- μπορεί να έχω στενοχωρήσει ή πικράνει την αγαπητή κ. Σοφία Μυλωνίδη, της ζητώ δημοσίως συγγνώμη και να γνωρίζει ότι πάντα έχει την αληθινή αγάπη μου το πρόσωπό της. Κι επειδή, ο Λόγος είναι Διάλογος, ας μού επιτραπεί να σημειώσω τα παρακάτω:
Είναι γνωστό, ότι η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα ΜΑΣΤΙΖΕΤΑΙ από τη σχάση κι επειγόντως χρειαζόμαστε τη σχέση: αλλά, σε τέτοιες ηθικές απορίες, η απάντηση -λίαν συνοπτικώς- είναι: Α.- Η Ζωή είναι Σχέση, Β.- Η Ύπαρξη είναι Συνύπαρξη, Γ.- Η Επιβίωση είναι Συμβίωση, Δ.- Ο ΛΟΓΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ και Ε.- Το Ήθος [το ανώτερο εννοείται συμβιωτικό Ήθος] είναι ο Θεός.
Όταν, λοιπόν, εμείς οι αδύναμοι άνθρωποι των ατελειών κι αστοχιών μας -χωρίς να κατέχουμε την Αλήθεια- μάθουμε να συμβιώνουμε, τότε πια ο λόγος μας είναι ΔΙΑΛΟΓΟΣ, όχι ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ κι ούτε ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ. Η προχωρημένη επιστημολογία και τα γνωσιολογικά διδάγματα της μοντέρνας φυσικής ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ: “μιλάμε για να επικοινωνούμε, γνωρίζουμε εφόσον μετέχουμε, μαθαίνουμε όταν ΑΓΑΠΑΜΕ, κατανοούμε όσο σχετιζόμαστε”. Δεν αρκεί, ωστόσο, η ποσότητα των μέσων επικοινωνίας, χρειάζεται και η ποιότητα του τρόπου υπάρξεως.
Και ποιοί είμαστε εμείς για να κάνουμε τον κήνσορα ή τον τιμητή του πνευματικού ύψους των άλλων συνανθρώπων μας; Γιατί, αν τολμήσουμε να το κάνουμε αυτό, τότε αποτιμούμε πρώτα το δικό μας ύψος πνευματικότητας: μάς λείπει η κοινωνική επάρκεια και πολύ σωστά έγραψε, πριν πολλά χρόνια ο Αμερικανός κοινωνιολόγος – ψυχίατρος Γουΐλλαρντ Μπίτσελ, στο καλύτερο -μετά την Αγία Γραφή- τότε βιβλίο του [“ΠΕΡΑ ΑΠΟΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ”] τα εξής: “Μην δείχνετε με το δάκτυλό σας, δεν είναι ευγενικό: Γιατί, αν το κάνετε αυτό, τότε τα υπόλοιπα τέσσερα [4] δάκτυλα στο ίδιο χέρι σας γυρίζουν πίσω σε σας: και κανείς δεν θα γνώριζε, ότι το όμορφο πουλί το παγώνι δεν τραγουδά ωραία, αν είχε την πρόνοια να κρατά κλειστό το στόμα του”. Βέβαια, το θέμα αυτό είναι τεράστιο και πριν ένα ή δύο χρόνια δημοσιεύτηκε σχετική εργασία μου στα “Χ.Ν.”
Ευχαριστώ, ιδιαίτερα, τους αγαπητούς μου κ.Γ. Λουπάση και Μιχ. Πατσουράκη, για την κατανόησή τους. Φιλικά Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος ΧΑΝΙΑ.
Κύριε Καραγεωργίου, με αναγκάζετε να επανέλθω, επειδή πιστεύω ότι αδικείτε τον εαυτό σας. Αν ξαναδιαβάσετε όσα έχω γράψει θα διαπιστώσετε ότι εκτός από ένα σημείο στο οποίο ανέφερα “Νομίζω πως με αδικήσατε” έκαμα μόνο καταγραφή κάποιων διαπιστώσεών μου. Επομένως το να λέτε πως ΟΡΙΣΤΙΚΑ θα απέχετε στο μέλλον από σχολιασμό κλπ. δεν μπορεί να προκύψει ως στέρεο αποτἐλεσμα του διαλόγου που έγινε. Θεωρώ τιμή μου το ότι πήρα μέρος σ’ αυτόν και ελπίζω η όποια στενοχώρια να ήταν αποτέλεσμα στιγμιαίας αντίδρασης. Βρίσκω την ευκαιρία τέλος να εκφράσω την ευχάριστη έκπληξή μου για το ότι η εφημερίδα είναι ανοιχτή σε τόσο μεγάλης διάρκειας διάλογο.