Σάββατο βραδάκι· καλοκαίρι αρχές της δεκαετίας του 1950. Η παρέα των εικοσάχρονων, περίπου του Γιώργου (φροντιστήριο Μαθηματικών), του Βαγγέλη (Ζαχαροπλάστη) του Αρίστου (τσαγκάρη), του Αναστάση (Μαχαιρά) και του Μπάμπη (Κουρέα) είχαν συναντηθεί στο καφενείο του Ζουμά, που ήταν απέναντι από τη χωράφα του Αγίου Ιωάννη (σημερινό στρατόπεδο Μαρκοπούλου), για να πάνε στη Βουλή του Ανιτσάκη για ένα κρασάκι.
Γύρω στις 8 φθάσανε στο κρασοκαπηλειό, τους υποδέχτηκε ο Χρήστος Ανιτσάκης (ήταν λίγο μεγαλύτερος τους) και τους οδήγησε στο γνωστό του τραπέζι.
«Τα γνωστά», τους είπε χαμογελώντας ο Χρήστος. Εννοούσε μπακαλιαράκια, τηγανητές πατάτες και κρασί γλυκόπιοτο από το 20 βαρέλι.
Ο Μάρκος ο μάγειρας, αδερφός του Χρήστου, είχε βάλει μπροστά τα τηγάνια για τα μπακαλιαράκια και τις πατάτες. Ο Χρήστος έφερε το κρασί μέσα σε μισοκαδιάρικα μπακιρένια κανατάκια.
Στο τραπέζι μικρά μπακιρένια κανατάκια των 50 δραμιών. Η παρέα έτρωγε και έπινε συζητώντας χαμηλόφωνα.
Γύρω στις 10 ο Πετρής, ένας μικρόσωμος Μικρασιάτης άρχισε το νοσταλγικό τραγούδι για τις χαμένες πατρίδες. Τραγουδούσε μελωδικά και όλοι ήθελαν να τον ακούνε. Στις 11 περίπου η παρέα είχε έρθει στο κέφι. Ζήτησαν τον λογαριασμό.
Ο Χρήστος Ανιτσάκης έφερε τον λογαριασμό μαζί με τα “ψιλιάτινα” το κέρασμα του καπηλειού.
Ευχαρίστησαν τον Χρήστο και τον Μάρκο κι έφυγαν. Θα πήγαιναν στον Άγιο Ιωάννη, γιατί σε άλλη γειτονιά δεν μπορούσαν να πάνε.
Οι γειτονιές εκείνη την εποχή ήταν περιχαρακωμένες, δηλαδή δεν μπορούσε παρέα νεαρών από τη μία γειτονιά να πάει στην άλλη.
Πέρασαν τους κεντρικούς δρόμους τραγουδώντας μαντινάδες (Να ‘ταν η θάλασσα κρασί και τα βουνά μεζέδες και οι βάρκες κρασοπότηρα να πίνουν οι γλεντζέδες) ή «χαρούμενα τραγούδια» (άλα, άδειασε και άλλη μπουκάλα…). Έφθασαν στον δρόμο για την πρώτη καντάδα από τον Γιώργο για την καλή του. Σταμάτησαν για λίγο μπροστά στο σπίτι της. Τραγούδησαν «Δεν είναι ψέματα αυτά που θα σου πω και μη θαρρείς ότι ποτέ θα μετανιώσω, θα σ’ αγαπώ, παντοτινά θα σ’ αγαπώ κι αν μου ζητήσεις τη ζωή μου θα στη δώσω». Από το παράθυρο η κοπέλα τους πέταξε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
Σειρά είχε ο Αρίστος. Στον δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι της κοπέλας που αγαπούσε, αυτή όμως αρνιόταν την αγάπη του. Άρχισε το τραγούδι: «Πήγα σε μάγισσες να βρω τα μαγιοβότανα που κάνουν τις καρδιές ν’ αλλάζουν γνώμη, πήρα βουνά και τρίστρατα για σένανε κι ακόμη με τραβούν δρόμοι και δρόμοι. Δεν βρέθηκε γιατρός που να μπορέσει να κάνει την καρδιά σου να πονέσει, γιατί καρδιά δεν έχεις, τι φρικτό, και ας είσαι ένα λουλούδι διαλεχτό».
Προχωρούν, σειρά έχει τώρα ο Αναστάσης να τραγουδήσει με τη γλυκιά φωνή του το «Μισιρλού, η γλυκιά σου ματιά φλόγες μου έχει ανάψει μέσα στην καρδιά» το «φτερό στον Άνεμο» τα «όνειρα που για μία νύχτα μόνο όνειρα που κρατούν μια βραδιά».
Είναι περίπου μεσάνυχτα πάρα πολύ αργά για εκείνη την εποχή, κι όμως πολλά παράθυρα ανοίγουν για ν’ ακούσουν τη μελωδική φωνή του. Ήρθε όμως η ώρα να χωρίσουν. Δώσανε ραντεβού για το άλλο Σάββατο, διότι η διασκέδαση ήταν μία φορά την εβδομάδα.
Τη δεκαετία του 1930 μία όμορφη παρέα από νεαρούς Εβραίους τραγουδούσε τα βράδια στα στενά της οβρεακής του Τοπανά και της Σπλάντζιας. Βρήκαν όμως όλοι τραγικό τέλος από τους Γερμανούς κατακτητές, πνίγηκαν όλοι στο ναυάγιο του «Tαναΐς».
*Ο Γιώργος Μαρουλοσηφάκης είναι απόμαχος τυπογράφος – δημοσιογράφος