Δε παύουν τα χαλάσματα, Κάντανο να θρηνούνε
κι απ’ τσι φωθιάς το ρήμαγμα πόνους να μαρτυρούνε
Για τις μάχες του φαραγγιού της Καντάνου έχουν γραφτεί πολλά και έχουν λεχθεί πολλά περισσότερα, από αυτούς που τα έζησαν και αγωνίστηκαν για να μην καταχτηθεί και υποδουλωθεί στην παραφροσύνη του Γ’ Ράιχ.
Εκείνης της εποχής οι άνθρωποι είχαν συναισθήματα που είχαν καλλιεργηθεί, από παππούδες και γονιούς, με άλλους τρόπους σκέψης για πατρίδα, θρησκεία με οικογένεια και τον συνάνθρωπο τους. Από όλα αυτά δεν δίδονταν ούτε και χαρίζονταν τίποτε, ούτε θυσιάζονταν χωρίς καμία διαπραγμάτευση ούτε και παραχώρηση.
Μόλις ακούστηκε η είδηση πως οι καταχτητές Γερμανοί, κατευθύνονται για να κατακτήσουν την Κάντανο με ολόκληρο το Σέλινο αποφασισμένοι ήμασταν για σύλα. Εκουβεντιάζανε σκεπτικοί και γεμάτοι προβληματισμούς, σε μια αποσπερίδα μια παρέα συντοπίτες μου μια φορά αργότερα και ένα καιρό μιας όμορφης εποχής.
Ούλοι επήγαμε χωρίς κάλεσμα, άτακτα με τ’ άκουσμα μόνο πως οι Γερμανοί ήρχουντανε προς την Κάντανο, γέροι, νέοι, κοπέλια με γυναίκες και παπάδες… Εξεσμηλιώσαμε σαν και νάμαστονε μπουμπουριά. Επαίρναμε ότι εβρίσκαμε μπροστά μας, κατσούνες με δρεπάνια, πέτρες, βατοκόπους και τσεκούρια, με ότι άλλο είχαμε, γιατί τα όπλα ήτονε από λιγιάς απομενάρικα και οι περισσότεροι, εβρεθήκαμε ξαρμάτωτοι μα αποφασισμένοι για ότι κι αν μας περίμενε. Πατούλιες-πατούλιες ήταν γεμάτο το φαράγγι, με το δρόμο κι επεριμέναμε να υποδεχτούμε όπως των έστεκε, τσι Γερμανούς. Στα γκρεμνά, οπίσω απ’ τα χαράκια, στσι σπήλιους στο δρόμο των είχαμε στέσει παντού μπροσκάδα. Κανείς δε μας σε ορμήνευε, επράτταμε τσι κεφαλής μας. Εκτός από τσι Γερμανούς που παγιδευτήκανε στο δρόμο, ήτονε και πολλοί που εσκορπιστήκανε μέσα στο φαράγγι για να γλιτώσουνε. Μερικοί βρίσκονται εκιά ακόμης θαμένοι, ή και άθαφτοι. Απού τα πράματα που ήτονε γινομένα. Οι Γερμανοί δεν εμολοήσανε ακριβώς τον αριθμό που είχανε σκοτωθεί, γιατί τόχανε σε νεροπής τονε να πάθουνε ετέτοιο ξεκληρισμό απού τον άμαχο και άοπλο κόσμο με τέτοιο μεγάλο πάθος και ηρωισμό, στο φαράγγι. Τα χαράκια ήτονε δεξιά μας χέρα, μέχρι που πήραμε τον οπλισμό τονε. Πέντε-έξι Καντανιώτες είχαμε ξεμοναχιασμένους μια πατούλια με γερμανούς και τσι σπρώχναμε σιγά σιγά να τσι βάλουμε σ’ ένα σπήλαιο. Που ήτονε μέσα στα γκρεμνά που μόνο αυτοί και γεράκια τηνέ διαβαίνανε.
Μόλις εφουκαρώσανε μέσα στο σπήλιο, εμαζώξαμε ύστερα το λιπός, ένα σορό ξερά ξύλα με κουτσούρους και προσανάμματα, πούνε ο τόπος γεμάτος από κεραυνούς, με πυρκαγιές στη μπούκα τσι σπηλιάς και εβάλαμε φωθιά… Ετσά ελαλούσαμε για ώρα, να κουβαλούμε ξύλα και κουτσούρους στη φωθιά, μέχρι που ο καπνός και η φωθιά επίχτρασε το σπήλιο και μισογκρουσμένοι ένας – ένας επόριζε κι έπεφτε στα χέρια μας… Στη Κάντανο εμείς οι Καντανιώτες τόνε σταματήσαμε, τα σχέδια που εκάνανε να καταχτήσουνε το κόσμο ούλο.
Έ όι και νά μαστονε δούλοι στο τόπο μας.
Η περισσότερη ένδοξη ιστορία των Καντανιωτών δεν έχει γραφτεί, γιατί ένας – ένας οι ήρωες αυτοί που έγραφαν με χρυσά γράμματα αυτή την ένδοξη ιστορία φεύγει αθόρυβα και με αξιοπρέπεια, όπως ήταν και η ζωή τους. Χωρίς ποτέ η εντόπια εκάστοτε αρχή, εν ζωή, ή στον τελευταίο ασπασμό τους. Δεν τους έχει δώσει ένα τιμητικό απλό χαιρετισμό ευγνωμοσύνης. Οι ξεχωριστοί άνθρωποι κάθε τομέα, γεννιούντε χαρισματικοί σε αξίες από τον θεό. Η παρουσία τους και η διαδρομή τους διαφέρει. Και οι ζωή τους, επιβάλει και γράφει την ιστορία τους…
ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ στους νεκρούς και ζωντανούς μας ήρωες της Καντάνου, και όπως κάθε χρόνο ρίχνω στη μνήμη τους με σεβασμό και αγάπη λίγα λουλούδια της καρδιάς μου στις 3 του Ιούνη.
ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ στη Μαρτυρική Κάντανο…