Είν’ οι τροχάλοι τση φωθιάς
οι μάρτυρες που στέκουν,
π’ η πολιτεία έπρεπε
μνημεία να τσι κάμει.
Είν’ ιερά του τόπου μας
που μολογούν τον πόνο,
την πείνα με τον θάνατο
τα κάρβουνα και τσ’ άθους.
Να τον διαβάζουν οι καιροί
διδάγματα ν’ αφήνουν,
σ’ αυτούς που κληρονόμησαν
τη γη των αντρειωμένων.
Τρεις του Ιούνη γράφουνε
απάνω στα κορμιά τους,
απ’ τσ’ αφουνάρες τση φωθιάς
π’ οι Γερμανοί ξερνούσαν.
Απάνω εις το μάρμαρο
στη τάβλινη την πόρτα
και στου σκολειού τον πίνακα
εβάλανε σφραγίδες.
Που ‘χουνε γράμματα χρυσά
και δεν τα σβήν’ ο χρόνος,
“ΕΔΩ ΥΠΗΡΧΕ Η ΚΑΝΤΑΝΟΣ”
έγραψαν τα θηρία.
Για γέρους, νέους με παιδιά
γυναίκες και παπάδες,
που τόλμησαν ν’ αντισταθούν
με πέτρες στο Τρίτο Ράιχ.
Κατσούνες, δρεπάνι’ άρπαξαν
σκαλίδες, βουτοκόπους
κι εμάθανε στσοι Γερμανούς
πώς η ψυχή δεν σβήνει.