«Το βράντυ ως εντώ όλα εντάξει, όχι ενάξει, όλα εργκάτες και επιστάτες ξύλο, μα πολύ». Ακόμα ηχούνε στ’ αυτιά μου αυτά τα ναζιστικά λόγια και τα γράφω επί λέξη όπως τα άκουσα πριν από 76 χρόνια.
Η πολύ αποφράδα ναζιστική κατοχή με βρήκε παιδί 13 ετών και μαντρατζάκι σε ένα ορεινό τυροκομείο, λίγες εκατοντάδες μέτρα ανατολικά του φαραγγιού της Ίμβρου, ενώ στη δυτική πλευρά αυτού του φαραγγιού, φάτσα από το τυροκομείο μας, για τρεις μέρες ήτανε εκεί το πεδίον της μάχης, από τη Μάχη της Κρήτης.
Εμείναμε στη μνήμη μου από τους Ναζί κάποιες πικρές αναμνήσεις: Επέρασα τρομερές λαχτάρες, επέρασα πείνες και υστερήσεις, έφαγα ξύλο, έκανα αγγαρείες και ετουφεκίσανε, οι υπερβάρβαροι, αγαπητούς μου ανθρώπους. Ας ασχοληθώ σήμερα με το κεφάλαιο αγγαρεία.
Το καλοκαίρι του 1941 εφτιάχνανε το φρούριο του Ακονέ και εργάστηκα και εγώ εκεί μα εκεί δεν δείξανε τον ναζισμό τους σε όλη του την έκταση. Για τη μεταφορά εφοδίων από τ’ Ασκύφου στη Χώρα Σφακίων, μάς παίρνανε αγγαρεία με τα “εζέλ” (τα φορτηγά ζώα).
Κάποια φορά είχανε φορτωμένα πορτοκάλια στο γαϊδουράκι του Μήτσου. Ο Μήτσος ετόλμησε και πήρε ένα πορτοκάλι για να το φάει, τον είδε όμως ο Γερμανός και πήγε και του το πήρε και το γύρισε στη θέση του και του έδωσε και δύο γερές κλωτσιές. Στο ίδιο δρομολόγιο, στου Μανούσου το γαϊδουράκι είχανε φορτωμένα σετζούκια.
Ο Μανούσος κατάφερε και έκλεψε ένα και με σπαγκάκι το κρέμασε από μέσα από το σακάκι του και όπου τον βόλευε, έτρωγε μια δαγκανιά και το άφηνε πάλι να κρέμεται. Αυτός, πιο τυχερός από τον Μήτσο το έφαγε σαν νοικοκύρης.
Το 1943 μας πηγαίνανε με καράβι δεκαπενταμερίες και φτιάχναμε δρόμο από Μέλαμπες προς Αγία Γαλήνη. Όταν ήρθε ο Μποκ στο συνεργείο μας και δεν έμεινε ικανοποιημένος από τη δουλειά που είχαμε βγαλμένη, επήρε το ραβδί του επιστάτη μας, του μπάρμπα Σπύρου, και τον έδειρε πρώτα αυτόν και μετά κατέβηκε στο συνεργείο και κρατώντας στο ένα χέρι το λούγκερ και στο άλλο το ραβδί, μάς έδερνε όλους με τη σειρά, και μετά μας έβαλε σαμαδούρα σε ένα σημείο και μας είπε: «Το βράντυ ως εντώ όλα εντάξει, όχι ενάξει, όλα εργκάτες και επιστάτες ξύλο, μα πολύ». Ακόμα ηχούνε στ’ αυτιά μου αυτά τα ναζιστικά λόγια και τα γράφω επί λέξη όπως τα άκουσα πριν από 76 χρόνια.
Κάθε πρωί είχαμε τσάι και λίγο ψωμάκι, το μεσημέρι χόρτα ή όσπρια και λίγο ψωμάκι. Το βράδυ χόρτα ή όσπρια μα όχι ψωμάκι. Δεκαπέντε μέρες δε βγάλαμε τα στιβάνια μας και δεν αλλάξαμε ρούχα.
Τα βράδια την βγάζαμε ξαπλώνοντας πάνω σε κάποιον θάμνο. Τα μεσημέρια και τα βράδια, άμα βρίσκαμε καιρό, πηγαίναμε στις χαρουπιές και κόβαμε χαρούπια για να συμπληρώσομε το σιτηρέσιό μας. Περάσαμε πείνα και φάγαμε ξύλο σ’ αυτή τη ναζιστική αγγαρεία. Κάποια φορά λαλούσα καροτσάκι μαζί με το φίλο μου Σπύρο από τον Καλλικράτη. Όταν δεν φαινότανε Γερμανός κοντά, ακουμπήσαμε για λίγο στα φορτωμένα καροτσάκια μας. Δυστυχώς, εφάνηκε ξαφνικά ο Φρανς και ήρθε και μας έδειρε καλά και τους δύο. Ήτανε τέλη Σεπτεμβρίου του 1943. Στις 8-10-1943 που κάψανε τον Καλλικράτη εσκοτώσανε και τον καημένο αυτό τον φίλο μου τον Σπύρο, που μαζί, παιδιά ξυπόλυτα, γδούρικα, πεινασμένα, ιδρωμένα, μάς έδωσε και ξύλο ο ναζιστικός Φρανς.
Όταν μας πήγαιναν αγγαρεία, για να τους μεταφέρουμε εφόδια από τ’ Ασκύφου στη Χώρα Σφακίων, εκάνανε πρώτα μεσημέρι στ’ Ασκύφου και μετά φορτώναμε και φεύγαμε. Εμείς πηγαίναμε από εκεί που πετούσανε τα απορρίμματα και βρίσκαμε μεγάλα κονσερβόκουτα και πηγαίναμε άμα τέλειωνε το μοίρασμα του συσσιτίου τους και μας δίνανε περίσσευμα. Κάποια φορά ήταν νεροβοριάς, πολύ κρύο.
Ενα παιδί ξυπόλυτο, ορφανό, διότι ο πατέρας του σκοτώθηκε όταν έπεσε από το γρεμνό, όταν μάζευε δίκταμο, εστάθηκε στη μέση της αυλής και είπε στον Γερμανό που στεκότανε στην πόρτα: «Φιλ φούγκα φιλ κρύο, νιξ γκουτ», ήξερε δυο – τρεις λέξεις γερμανικές: «Πολλή πείνα πολύ κρύο, δεν είναι καλά».
Ο Γερμανός εσυγκινήθηκε και πήγε και έφερε μια κουραμάνα και μας την μοίρασε. Υπήρχανε και φορές που κάποιοι Γερμανοί, ξεπερνώντας την πλύση εγκεφάλου που τους έκανε ο Φίρερ, επαρουσίαζαν ίχνη ανθρωπιάς. Θυμάμαι όμως ότι οι μεγάλοι τότε, άμα βλέπανε σε κανένα Γερμανό ίχνος ανθρωπιάς ελέγανε ότι «αυτός πρέπει πως είναι Αυστριακός».