Από προγράμματα των ΜΜΕ θυμήθηκα πως πέρασε η γιορτή της Μάνας, αυτού του ιερότερου πλάσματος του Θεού, που δυστυχώς κάποιες φορές αμαυρώνει τον ρόλο του. Με λίγα λόγια, θα αναφερθώ σε κάποιες γνωστές μου μανάδες, με πρώτη την αγιασμένη δική μου.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Τοπανά της Παλιάς Πόλης, μέσα σε μια από τις “αριστοκρατικές” εύπορες οικογένειες (μεταξύ μας δεν παραδέχομαι τον διαχωρισμό των ανθρώπων). Με τη Γαλλική σχολή της και την γλώσσα, με τη μουσική παιδεία, με την ζωγραφική της, αρχοντοπούλα, ευγενική.
Ήρθε όμως η λαίλαπα του πολέμου και θυμάμαι το κλάμα της όταν έρχονταν στο σπίτι κάποιοι μαυραγορίτες – προδότες και αγόραζαν για ένα κομμάτι ψωμί τα θαυμαστά σερβίτσια της και τα χρυσαφικά της. Και ακόμα τα κοστουμάκια που μου έραβε η ίδια από το βελούδινο βυσσινί ύφασμα της πολυτελούς κουρτίνας μας.
Μια άλλη ΜΑΝΑ, με κεφαλαία, νέα ακόμη, που ανάθρεψε εδώ στα Χανιά, στο στενό χώρο της, επτά εγγόνια και συγχρόνως εκεί δίπλα περιέθαλπε την κατάκοιτη μάνα της και τον 90χρονο πατέρα μα και της έμενε χρόνος να αγιογραφεί. Ηρωίδα – Αγία.
Κάποια Μάνα των αρχών του περασμένου αιώνα που ανάθρεψε 16 παιδιά στην Ανώπολη Σφακίων. Και φυσικά χωρίς δρόμο το χωριό, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, και νερό από το πηγάδι. Χωρίς πάμπερς, παιδικές τροφές και χωρίς ούτε μια κουδουνίστρα ή την άγνωστη εκεί σοκολάτα. Χωρίς νταντάδες, παιδίατρους και φαρμακεία.
Ένα μνημείο αυτής της μάνας, θα ήταν λίγο.
Και εκεί κοντά, στα Λιβανιανά Σφακίων, που για έξι παιδιά, μόλις γεννούσε, σε πρωτόγονο περιβάλλον, έβγαινε στα γύρω για να μαζέψει ξυλαράκια για το μαγείρεμα της φτωχικής τροφής.
Και τέλος για τη μεγάλη Μάνα στην Κρήτη, την Μανούλα, όπως την φώναζαν τα εκατοντάδες κορίτσια που περιέθαλψε, μεγάλωσε, πάντρεψε και έσωσε από απρόβλεπτες καταστάσεις. Την Μοναχή Αμφιλοχία, κατά κόσμον Μαρίκα Κουφάκη, την νεώτερη αγία της Κρήτης.
Και όπως διάβασα αυτές τις ημέρες, σε ένα ωραίο κείμενο στα “Χ.Ν.”, η Μάνα δεν προδίδει, ούτε εγκαταλείπει τα παιδιά της.