» Ιάκωβος Ανυφαντάκης (εκδόσεις Πατάκη)
Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που κυρίως έκανα εκείνους τους δύο αργούς, επίπονους μήνες ήταν να αναλογίζομαι πώς, πότε και γιατί πήγαν όλα τόσο αφάνταστα στραβά. Πότε σταμάτησα να μιλάω καθαρά και πότε εμφανίστηκε στη μέση των προτάσεών μου αυτός ο μικρός δισταγμός, που δεν με άφηνε να ολοκληρώσω θριαμβευτικά τη σκέψη μου. Πότε έπαψαν οι άλλοι να μιλάνε με εκτίμηση για το παρόν μου και προσδοκία για το μέλλον μου. Ήταν σαν να ξεκίνησα ένα πρωί τόσο υπέροχος που ούτε εγώ δεν μπορούσα να το πιστέψω, και ως το βράδυ μετά βίας να άντεχα τον εαυτό μου. Τώρα περνούσα τα πρωινά μου παραδομένος στην αυτολύπηση, ενώ τα απογεύματα μισούσα τον εαυτό μου και οτιδήποτε έβλεπα γύρω. Η πτώση ήταν ταχύτατη, ήμουν κάποιος και μετά δεν ήμουν κανείς, ξανακοιτούσα τη ζωή μου και έβλεπα ότι σε κάθε μικρή ή μεγάλη απόφαση, σε κάθε σταυροδρόμι, η επιλογή μου ήταν η χειρότερη δυνατή. Η καταστροφή μου ήταν εύκολη, αβασάνιστη, για να είμαι ακριβής. Επί αρκετά χρόνια ήμουν στο κέντρο, τώρα με είχαν όλοι ξεχάσει. Αλλά δεν ήταν εκείνο, το τότε, η αληθινή ζωή μου, ήταν αυτό εδώ.
Η απόλυση μοιάζει σχεδόν με ευλογία. Αποζημίωση και ελεύθερος χρόνος. Ανασυγκρότηση πριν από το επόμενο βήμα. Η Μάρω δίπλα του. Τίποτα δεν μπορεί να πάει λάθος. Οι μήνες περνούν. Ο τραπεζικός λογαριασμός λιγοστεύει. Ο Βαγγέλης ρίχνει τα μούτρα του και πάει στον ΟΑΕΔ. Μια μικρή παράταση. Κάτι θα βρεθεί. Τίποτα δεν βρέθηκε. Αποφασίζει να πουλήσει το αμάξι του. Το σκοτώνει. Φορτώνουν τα υπάρχοντά τους στο αυτοκίνητο της Μάρως. Φεύγουν για την Πολωνία. Το Γκντανσκ. Εκείνη πιάνει δουλειά ως γιατρός. Εκείνος μένει σπίτι. Στέλνει διαρκώς βιογραφικά. Στα διαλείμματα κάνει τις δουλειές του σπιτιού. Συνεχίζει να τρέχει. Συνήθως με την Αγκάτα. Ένας άντρας πέφτει νεκρός στην ταράτσα της πολυκατοικίας τους.
Ο Βαγγέλης βρίσκεται ξένος σε ξένο τόπο, να ζει με τα χρήματα της Μάρως, να αναζητά εναγωνίως μια δουλειά, μια διέξοδο. Εκείνο που το βράδυ μοιάζει με πάτο, την επόμενη μέρα μετατρέπεται σε ικανό ύψος για μια ακόμα επώδυνη πτώση. Και ξανά. Η ανεργία είναι το σύγχρονο στίγμα, εκείνο που σε κατατάσσει στους αποτυχημένους, στους εκτός συστήματος, οι ικανοί τα καταφέρνουν, έτσι λένε, αργά ή γρήγορα τα καταφέρνουν. Τα πολωνικά του είναι παιδικά, δεν μπορεί να συνεννοηθεί εύκολα με τους γύρω του, δεν μπορεί να φτιάξει έναν κύκλο. Περιμένει τη Μάρω να γυρίσει από τη δουλειά, τη Μάρω που όλοι αγαπούν στην πολυκατοικία, στέλνει βιογραφικά, κάποτε του απαντούν ευγενικά μα αρνητικά, τις περισσότερες φορές δεν μπαίνουν καν στον κόπο, τρέχει με την Αγκάτα, κάνει τις δουλειές του σπιτιού, η ζωή στην βορειοανατολική Ευρώπη κυλάει, ένας άντρας πέφτει νεκρός στην ταράτσα της πολυκατοικίας τους.
Μια νύχτα ένας θόρυβος τους τρομάζει. Ανεβαίνουν στην ταράτσα, ένας άντρας έχει πέσει νεκρός. Ένας ακόμα άντρας πέφτει από τον ουρανό σε μια λεωφόρο λίγο πιο κάτω. Ο Βαγγέλης αποφασίζει να ερευνήσει τι συνέβη στον άντρα που έπεσε νεκρός στη λεωφόρο, θέλει να μάθει πώς βρέθηκε στους τροχούς του αεροπλάνου. Υπάρχει εκείνη η έκφραση για τον πνιγμένο που πιάνεται από τα μαλλιά του. Ίσως είναι η κατάλληλη για να περιγράψει πώς ένιωσε ο Βαγγέλης αρχίζοντας αυτή την έρευνα. Ένιωσε ζωντανός, θα τολμούσα να υπερβάλω. Κάθε μέρα μπαίνει όλο και πιο βαθιά στην ιστορία αυτή, αναζητά όσους γνώριζαν το θύμα, κάνει συνεντεύξεις, καταγράφει τα ευρήματα και προσπαθεί να συμπληρώσει τα κομμάτια αυτού του παζλ. Σε όσα είχαν ζήσει κάποιοι άλλοι ζει και αυτός, ένας κομπάρσος που πιστεύει πως θα μπορούσε να πουλήσει το θέμα σε κάποιο ευρωπαϊκό έντυπο. Τώρα ο Βαγγέλης διηγείται την ιστορία του. Ξεκινάει από την ημέρα που γύρισε στο σπίτι έχοντας πετύχει στον δρόμο τον Αγγέλου. Δεν υπάρχει ιστορία χωρίς αναλήψεις. Όσα έγιναν με τον Αγγέλου πίσω στην Αθήνα αποτελούν την πρώτη ανάληψη από το παρελθόν. Αυτό το μοτίβο θα επαναληφθεί, τίποτα δεν γίνεται τυχαία στο παρόν, άλλωστε, κάθε τι έχει τις ρίζες του στο παρελθόν. Καμία απόφαση δεν μένει χωρίς απάντηση, καμία πράξη χωρίς συνέπεια. Ο Βαγγέλης, που κάποτε ένιωθε άτρωτος, το μαθαίνει αυτό από πρώτο χέρι.
Η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης έχει κάποια πλεονεκτήματα, ανάμεσα σε άλλα προσδίδει ρεαλισμό, ενσωματώνει τον εσωτερικό μονόλογο πιο αβίαστα, διατηρεί διαρκώς σταθερή την οπτική γωνία, ευνοεί την ανάπτυξη ενσυναίσθησης ανάμεσα σε ήρωα και αναγνώστη· για να λειτουργήσει όμως η αφηγηματική αυτή επιλογή θα πρέπει να πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Πρώτη στη λίστα έρχεται η πειστικότητα γύρω από την ανάγκη του αφηγητή να διηγηθεί την ιστορία του, τη στιγμή ειδικά που αυτή έχει πια περάσει στο παρελθόν, όταν κάποιος άλλος θα επέλεγε να επουλώσει τις πληγές του κάπου στα σκοτεινά, αντί να ανασκαλέψει το παρελθόν. Σε αυτό το σημείο ο αφηγητής του Ανυφαντάκη παίρνει υψηλό βαθμό, καθώς πείθει πως η ανάγκη του να διηγηθεί την ιστορία είναι υπαρκτή, κάτι το οποίο περνάει ήδη από τις πρώτες σελίδες και στη γλώσσα, που είναι επίσης ζητούμενο. Η γλώσσα αποτυπώνει ευκρινώς την κατάσταση αγωνίας που εξακολουθεί να βιώνει ο Βαγγέλης, την υπαρξιακή αυτή αγωνία κάποιου που είδε να χάνονται όσα θεώρησε κάποια στιγμή δεδομένα, την αγωνία κάποιου που ξέρει πως ο κύριος υπαίτιος είναι ο ίδιος. Επίσης, για να περάσουμε στην τρίτη προϋπόθεση, στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση μεγάλη σημασία παίζει η συγγραφική επιλογή για την ένταση και την κατεύθυνση της απεύθυνσης. Πόσο ευκρινές θα είναι δηλαδή το σε ποιον απευθύνεται ο αφηγητής, ποιο είναι αυτό το αόρατο εσύ που λειτουργεί ως δέκτης, που αόρατος στέκει στο τραπέζι απέναντι από τον ήρωα. Για να δώσω ένα παράδειγμα για τη σημασία αυτού, όταν κάποτε διάβασα ξανά, μετά από χρόνια, το μυθιστόρημα του Μπελ Οι απόψεις ενός κλόουν, με έκπληξη συνειδητοποίησα πως λαθεμένα είχα μείνει με την εντύπωση πως η αφήγηση απευθυνόταν στην Μαρί, ήταν όμως τέτοια η ένταση της αφήγησης, η ένταση του πόνου και της θλίψης του Χανς, που στη μνήμη μου έμεινε ως ένας λίβελος που απευθυνόταν σε εκείνη που τόσο είχε αγαπήσει. Στο κάποιοι άλλοι ο Βαγγέλης αν και μοιάζει να ελπίζει πως η Μάρω θα διαβάσει την αφήγηση αυτή, εντούτοις κάτι τέτοιο δεν αποτελεί πρωταρχικό ζητούμενο, όχι τουλάχιστον πιο επιτακτικό από την ανάγκη του να αφηγηθεί αυτή την ιστορία.
Ο Ανυφαντάκης μοιάζει να βάζει ένα στοίχημα, επιχειρώντας μια αρκετά σύνθετη πλοκή, ανακατεύοντας και εγκιβωτίζοντας αρκετές ιστορίες, και πραγματοποιώντας αρκετά χρονικά μπρος πίσω. Δεν αρκείται στα στενά όρια μιας υπαρξιακής ιστορίας πτώσης, επιλέγει να ανοίξει περισσότερα μέτωπα, να δώσει μια διάσταση αστυνομικής πλοκής στο μυθιστόρημά του. Δεν αρκείται στη συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη, επιθυμεί και την εγκεφαλική του εμπλοκή. Γιατί παρότι ο αναγνώστης υποψιάζεται με βεβαιότητα το άσχημο τέλος της ιστορίας, νιώθει δηλαδή την τραγική ειρωνεία κατά την εξέλιξη της αφήγησης, όταν ο Βαγγέλης γνωρίζει μικρές στιγμές αισιοδοξίας, ταυτόχρονα η ιστορία διαθέτει μυστήριο καθώς ο αναγνώστης γνωρίζει λιγότερα από τον ήρωα, που εκ των υστέρων μας διηγείται την ιστορία του. Οι ραφές που ενώνουν τις ιστορίες δεν είναι πάντοτε αόρατες, κάποιες μάλιστα είναι κάπως άτσαλες, και το άσχημο με αυτό είναι πως δημιουργεί την εντύπωση πως οι ιστορίες αυτές προϋπήρχαν του μυθιστορήματος, κάτι που υπονομεύει την αίσθηση ρεαλισμού που μια τέτοια αφήγηση την έχει ανάγκη.
Αυτό που είναι καθηλωτικό στο μυθιστόρημα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Βαγγέλης παρατηρεί και περιγράφει τον κόσμο γύρω του, είτε πρόκειται για την απόφαση ενός ζευγαριού να αποκτήσει παιδί, είτε για τα ταξίδια με το αεροπλάνο. Στην επονομαζόμενη λογοτεχνία της κρίσης των τελευταίων χρόνων, ο ήρωας του Ανυφαντάκη έρχεται ν’ αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί, σταματώντας να βρίσκει αποκλειστικό άλλοθι στις συνθήκες. Το μυθιστόρημα του Ανυφαντάκη είναι ο στοχασμός ενός ηττημένου, κάποιου που νόμιζε πως τα ήξερε όλα, αλλά τελικά δεν ήξερε και τόσο πολλά, κάποιου που τα έκανε όλα σύμφωνα με το βιβλίο οδηγιών για επιτυχημένους, και τελικά συνειδητοποίησε πως οδηγίες δεν υπάρχουν, κάποιου που έτρεχε γιατί ένιωθε δυνατός, ενώ έτρεχε για να ξεφύγει, κάποιου που αναζήτησε καταφύγιο από τη δική του ζωή στη ζωή που έζησαν κάποιοι άλλοι.