Τι σου είναι ο άθρωπος!
Πώς κι ήρθε στο νου μου τούτη η ιστορία τραβηγμένη απ’ τα παλιά, όλο άρωμα και μέθη. Μια νοσταλγική ανάσα, ζωογόνα και πονετικιά. Μια ξεθωριασμένη ελπίδα.!
Εκεί, στην απλάδα του κάμπου, με τα σπίτια σκορπισμένα σαν του παραμυθιού τη φαντασία ανάμεσα δέντρα λουλούδια και πουλιά, αγκαλιά της φτώχιας τη μιζέρια, λίγα χρόνια που είχανε φύγει οι Γερμανοί κι αρχίσαμε να φαγωνόμαστε αναμετάξυ μας, με τη λαχτάρα να ξαναφέρουμε τα νοικοκυριά μας σε μια καλλίτερη μοίρα, που μετρούσαμε τις μπουκιές κι αν ήταν μπορετό τις κόβαμε στα δύο, και, θυμάστε οι πιο παλιοί, είχαμε ευτυχία πιότερη από τώρα, εκεί, παράπλευρα του αμπελιού, γερά μπηγμένο στη καματερή τη γης, ήτανε το σπιτικό μας.
Στην άλλη μεριά το χωματόδρομο που με το ζόρι περνούσε το άλογο με τον “αραμπά” πίσω, ήταν του Πετρέλλη του Γιάννη το σπίτι. Καλός άθρωπος, εργατικός, νοικοκύρης, με το διάφορό του, τη γυναίκα του και το γιο του το Μανόλη.
Είχανε κι ένα υπομονετικό γαϊδουράκο, το Γιοβάνη, που άμα έβλεπε σαμάρι περίμενε καρτερικά και κοίταζε προς το δρόμο, γιατί γι αυτουνού το ένστικτο, σαμάρι σήμαινε δυο τσουβάλια γιομάτα, πενήντα οκάδες, να τα σηκώνει από το σπίτι ίσαμε το μετόχι με το μπαχτσέ, έξι χιλιόμετρα απόσταση, και βραδάκι πια, να γυρίζει πίσω.
Πάντα πρόθυμος κι ήρεμος, μασουλούσε το λιγοστό κριθάρι, κι ήρεμος, καθόντανε, ακόμα κι ο μικρός μου αδερφός, πεντάχρονος τότε, να του τραβά τα μεγάλα αυτιά ή την ουρά του.
Η δουλειά θαρρείς και τον έθρεφε. Του άρεσε φαίνεται να ξεδιπλώνει ρεματιές και βουνά, να χώνεται στα σπαρτά και τις φυλλωσιές, γι αυτό και, σαν το κυνηγόσκυλο που βλέπει τον κυνηγό να ζώνεται δίκαννο και φυσίγγια κι ανυπομονεί πότε θα φερμάρει το λαγό, έκανε χαρά να του βάλει ο Γιάννης το σαμάρι με τα τσουβάλια, να κάτσει κι ο ίδιος ¨πανουσάμαρα¨, και να φύγει. Μπορεί και να λαχταρούσε τη λευτερία ή το τρυφερό χορτάρι που έβοσκε στα υψώματα. Μα και το αφεντικό του, μετά τη δουλειά, του έβανε κάμποσο άχυρο να τον ευχαριστήσει. Πάντα όμως ο γέρικος γαϊδουράκος είχε λαχτάρα για κάτι καινούργιο, για λίγο περισσότερο φαΐ.
Ευλογία Θεού όμως, η χρονιά ετούτη, είχε πορπατήξει παραπάνω από καλά. Μπόλικα τα σπαρτά, δέσανε οι ανθοί, γιόμισαν τα πιθάρια καρπό, κι οι αποθήκες τριφύλλι.
Κι ο Γιοβάνης, έτρωγε μπόλικο, φχαριστιότανε, κι είχε παχύνει. Έδειχνε πως, πια, δεν του πολυάρεσε να κουβαλάει τα γεμάτα τσουβάλια.
Μια μέρα που είχε φάει πολύ κι ήτανε χαλαρωμένος και ξεκούραστος, έστειλε ο πατέρας το γιο του το Μανόλη να τον ¨σαμαρώσει¨. Μα στάθηκε αδύνατο. Άδικα προσπαθούσε ο νέος. Δεν ήθελε· δεν στεκόταν ο Γιοβάνης. Βρε από δω, βρε από κει, τίποτα. Άκουσε το σαματά, ήρθε κι ο πατέρας, τον πλησίασε, προσπάθησε κι αυτός να του βάλει το σαμάρι, δε μπόραγε. Μέχρι που μια στιγμή ο Γιοβάνης, ντάαν, τράβηξε μια κλωτσιά, για πρώτη φορά στη ζωή του, κόντεψε να χτυπήσει τους αθρώπους, τρόμαξε ο Πετρέλλης, του έμπηξε δυνατή φωνή.
―Άααχ, βρε καρατά! Χόρτασεις, τσι κλουτσάς· έε;!
Κι άντε τώρα εσύ φίλε αναγνώστη, να μου το βγάλεις απ’ το μυαλό, πως δεν συβαίνουν τέτοια πράματα στην εποχή μας!
Λένε, πως του λιγόστεψε το φαί ο Γιάννης, μετά τη δουλειά του τόδινε, δε ξανακλώτσησε ο Γιοβάνης.