Κολύμπι ανάμεσα στα… απόβλητα του σφαγείου, σκληρή ποδοσφαιρική “κόντρα” με τους Σπλαντζιανούς στις αλάνες της περιοχής, ατέλειωτα πειράγματα σε μικρούς και μεγάλους ως παιδιά. Και αργότερα ως έφηβοι ο αγώνας για το μεροκάματο στις αργίες και τα καλοκαίρια, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.
Περιηγούμαστε στο Κάτω Κουμ Καπί μαζί με μια παρέα παιδιών και εφήβων της περιόδου τέλη δεκαετίας ’60 – αρχές ’70, ακούμε τις ιστορίες τους, γνωρίζουμε περισσότερα για την καθημερινότητα των απλών λαϊκών ανθρώπων της εποχής. Κυρίως όμως γινόμαστε κοινωνοί της “γειτονιάς” της εποχής με όλα τα θετικά και τα αρνητικά της…
Ξεναγοί μας στην βόλτα στο Κάτω Κουμ Καπί οι Νίκος Γεωργαντάς, Φάνης Παπαδάκης, Γιάννης Μαράκης, Γιάννης Αποστολάκης. Όταν λένε “Κάτω Κουμ Καπί” εννοούν τη συνοικία που έχει βόρεια τη θάλασσα, δυτικά την οδό Κύπρου φτάνοντας μέχρι το “Φάληρο”, νότια την Ελ. Βενιζέλου και ανατολικά την Ηρ. Πολυτεχνείου.
«Η γειτονιά ήταν φτωχή, χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου. Οι πατεράδες μας ήταν εργάτες, αυτοαπασχολούμενοι, λίγοι υπάλληλοι. Μια εργατογειτονιά» λέει ο Γ. Μαράκης και συμπληρώνει ο Φ. Παπαδάκης «ας πούμε ο πιο “προβεβλημένος” κάτοικος της συνοικίας ήταν ο ο Σπυρόπουλος στην οδό Μακεδονίας. Πιο προβεβλημένος γιατί ήταν εκπαιδευτικός. Οι γονείς μας δεν γνώριζαν γράμματα, ήταν του δημοτικού, πολλοί μάλιστα δεν το είχαν τελειώσει ούτε αυτό».
ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ
Οι συνομιλητές μας μιλάνε για το αίσθημα της γειτονιάς, της αλληλοϋποστήριξης και των ισχυρών δεσμών ανάμεσα στους ανθρώπους παρά τις όποιες διαφορές τους. «Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τηλεοράσεις. Ο πατέρας μου είχε κρεοπωλείο στην Αγορά και η μητέρα μου δούλευε στην ΑΒΕΑ. Πίεζα ως παιδί να πάρουμε τηλεόραση και όταν πήραμε την βγάζαμε έξω στο δρόμο, έπαιρναν οι γείτονες καρέκλες και κάθονταν και βλεπαμε όλοι μαζί το “Παράξενος Ταξιδιώτης” τη σειρά της εποχής που έσπαγε ταμεία! Εκεί πρωτοείδαμε το Μουντιάλ του ’70» θυμάται ο Φ. Παπαδάκης, ενώ ο Γ. Μαράκης συμπληρώνει πως «τα πρώτα χρόνια ειδικά δεν έπιανε σήμα παρά μόνο όταν είχε καλό καιρό! Διαφορετικά βλέπαμε… χιονάκια».
H γειτονιά ήταν λαϊκή και αυτό σήμαινε όχι και τόσο καλές σχέσεις με τους γείτονες, ειδικά από τις πιο εύπορες συνοικίες. «Όλο το Κάτω Κουμ Καπί πήγαινε στο 3ο Δ.Σ., το Πάνω Κουμ Καπί, τα Δικαστήρια, η Ηρ. Πολυτεχνείου πήγαιναν στο 4ο Δ.Σ. Εμείς λοιπόν τους λέγαμε “τα βουτυρόπαιδα” και δεν τα αφήναμε να κάνουν διάλειμμα γιατί έπεφτε… φάπα! Γιατί;
Επειδή ήταν οι φραγκάτοι. Στις φασαρίες βάζαμε Παντέλο και Γεωργαντά στην πρώτη γραμμή επειδή ήταν “θηρία” και δεν μπορούσαν να μας πλησιάζουν οι του 4ου Δ.Σ.» θυμούνται οι συνομιλητές μας, ενώ ο Γ. Αποστολάκης παρατηρεί πως «αυτό που λέγεται σήμερα “μπούλιγκ” ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο την εποχή εκείνη και δυστυχώς κάποια παιδιά είχαν σταματήσει το σχολείο εξαιτίας αυτών των πειραγμάτων».
«Δεν μπορώ να πω ότι πεινούσαμε αλλά δεν είχαμε και το παραπάνω. Στο σχολείο μας έδιναν έναν μαστραπά με γάλα και ένα κομμάτι κίτρινο τυρί, ολλανδικό μάλλον. Το παιγνίδι μας ήταν η μπάλα όλη μέρα, το κυνηγητό και το… τσουρί. Παιγνίδια δεν υπήρχαν, δεν είχαν και λεφτά οι γονείς να μας πάρουν» λέει ο Νίκος Γεωργαντάς, ενώ ο Γ. Μαράκης μας εξηγεί πως στη θάλασσα του Κουμ Καπί υπάρχουν μια σειρά από βράχοι. «Ο πιο μεγάλος ήταν ο “Βουλγαρής” και άνδρας γινόσουν την εποχή εκείνη αν έκανες βουτιά εκεί! Διαφορετικά δεν μετρούσες!».
Και μια και… πιάσαμε θάλασσα η κουβέντα πηγαίνει στα καλοκαιρινά μπάνια. «Πέντε υπόνομοι κατέληγαν στο Κουμ Καπί και όλος ο κόσμος κολυμπούσε δίπλα σε αυτούς. Πού αποχετεύσεις, πού βιολογικοί, δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Εμάς όλων η χαρά μας ήταν κάθε Τρίτη και Πέμπτη που έσφαζαν τα Σφαγεία, να περιμένουμε να κοκκινίσει η θάλασσα από τα αίματα και να τρέξουμε να κολυμπήσουμε. Τρώγαμε ξύλο από τους δικούς μας αλλά δεν μας ένοιαζε, να κολυμπάς τώρα μέσα στα αίματα και στα έντερα… ούτε να το φανταστείς μπορείς σήμερα» αφηγείται ο Ν. Γεωργαντάς.
ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΜΑΝΑ
Η συνοικία ήταν “ποδοσφαιρομάνα” και έβγαλε τον μεγαλύτερο Χανιώτη ποδοσφαιριστή όλων των εποχών τον Γιάννη Δαμανάκη, με τεράστια θητεία στον ΑΟΧ, τον ΠΑΟΚ και την Εθνική. «Είχαμε φτιάξει μια δική μας ποδοσφαιρική ομάδα. “Κεραυνός” την λέγαμε και είχαμε ζωγραφίσει τον κεραυνό στο στήθος και τα ονόματα πίσω. Έδρα μας ήταν το πάρκιγκ σήμερα της “Ρεγγίνας” και αντίπαλοί μας άλλες γειτονιές, με πιο μεγάλο “εχθρό” τη Σπλάντζια. Τότε τα αποδυτήρια του ΑΟ Χανιά ήταν στην Ελ. Βενιζέλου, στου Τζεϊράνη την πολυκατοικία και εμείς πηγαίναμε, παίρναμε τις γκαζόζες ή το φαρμακείο για να μπούμε μαζί με την ομάδα τζάμπα μέσα στο γήπεδο. Δέκα άτομα μαλώναμε για το ποιος θα πάρει πρώτος το φαρμακείο για να μπούμε στο γήπεδο μαζί με την ομάδα να δούμε τον ΑΟ Χανιά» λέει ο Γ. Μαράκης. Η παρέα θυμάται ότι αναψυκτικά όπως την coca cola ή φαγητά όπως η πίτσα χρειάσθηκε να φύγουν εκτός Χανίων για να τα γνωρίσουν αφού «στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ήλθαν αυτά τα πράγματα στα μέρη μας».
ΤΟ “ΞΕΣΜΙΓΙΩΜΑ”
Μια άλλη αγαπημένη ασχολία της “μαρίδας” ήταν το ξεσμίγιωμα των ζευγαρακιών που τότε σύχναζαν στο πιο μεγάλο άλσος δίπλα στη Βίλα Κούνδουρου. «Παίρναμε ξύλα, τους βάζαμε πίσσα πάνω – πάνω και τους δίναμε φωτιά! Φαντάσου 30 κοπέλια, όλη η πιτσιρικαρία του Κουμ Καπί τώρα να τρέχει στο δασάκι εκεί που ήταν τα ζευγαράκια, να τους χαλάμε την ησυχία και αυτοί να μας στρώνουν μετά στο κυνήγι» λέει και ξεσπά σε γέλια η παρέα μας.
Τα καλοκαίρια άλλοι βοηθούσαν στον καθαρισμό του τότε σινέ “Ρεγγίνα” για να εξασφαλίσουν δωρεάν εισιτήριο για τη βραδινή παράσταση και οι υπόλοιποι το έστρωναν στον προμαχώνα για να δουν έστω από μακριά την ταινία.
Τους ρωτάμε για τα μέσα της εποχής. «Τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα και τα περισσότερα τα είχε ο κόσμος για τις Κυριακές» απαντάει ο Γ. Αποστολάκης, ενώ ο Γ. Μαράκης αναφέρει πως «ο πατέρας μου δεν ήταν και ο καλύτερος οδηγός και όποτε ανέβαινε στο μηχανάκι οι γειτόνισσες μάζευαν τα παιδιά τους και έλεγαν “Ο Μαράκης στη Βέσπα, μπείτε μέσα”».
Τα σπίτια ήταν σε κακή κατάσταση τότε, θυμούνται οι συνομιλητές μας «τόσο ως κτήρια αλλά και πολύ υγρασία. Το πιο ψηλό ήταν διώροφο και επειδή πολλές οικογένειες ήταν μεγάλες, ο ένας ήταν πάνω στον άλλο. Τηλέφωνο υπήρχε μόνο ένα στο μπακάλικο του “Μανωλάκη” ή έπρεπε να πας στον ΟΤΕ για να καλέσεις».
ΧΟΥΝΤΑ
Ως παιδιά και έφηβοι έζησαν και την περίοδο της 7χρονης στρατιωτικής δικτατορίας. «Είχαμε τότε ένα καθηγητή στο Γυμνάσιο που μας έλεγε να πούμε στους γονείς μας να ψηφίσουν “ναι” στην επανάσταση» διηγούνται, ενώ ο Ν. Γεωργαντάς θυμάται μια βόλτα όλων των σχολείων στις Κορακίες «για να βγούμε στο δρόμο και να παίξουμε παλαμάκια στον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ τον Σ. Άγκνιου που θα έκανε επίσκεψη τότε».
Όσο για τη διασκέδαση των εφήβων αυτή περιορίζονταν «στα σφαιριστήρια του Χαλκιόπουλου εκεί που είναι τώρα η “Αλφα Μπανκ”, εκεί ήταν και η καφετέρια του Κοκκινια η “Λεζαμί”. Εφηβεία σήμαινε και δουλειά για να ενισχύσουν το οικογενειακό εισόδημα. «Η μητέρα μου ήταν καθαρίστρια στο “Κρήτη” το ξενοδοχείο και κάθε καλοκαίρι δούλευα σερβιτόρος» σημειώνει ο Φάνης, ενώ ο Γιάννης Αποστολάκης θυμάται πως «εργαζόμουν Σάββατο απόγευμα και Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι στο καφενείο ενός ξαδέλφου μας στην πλατειά Κοτζάμπαση, στο Γυμνασιο δούλευα στο σιδεράδικο του Καζάκου και τα Σαββατοκύριακα που η μάνα μου εργαζόταν καθαρίστρια στο “Δαίδαλο” πήγαινα και σκούπιζα όλο το σχολικό συγκρότημα». Ο δε Νίκος Γεωργαντάς θυμάται μια ζωή να εργάζεται σε φούρνους.
Από τους 4 συνομιλητές μας οι Γ. Μαράκης και Φ. Παπαδάκης σπούδασαν οικονομολόγοι, ο Ν. Γεωργαντάς εργάστηκε ως ασυρματιστής του εμπορικού ναυτικού και στη συνέχεια αρτοποιός, ο Γ. Αποστολάκης έγινε σεφ μαγειρικής. Το να μπεις στο πανεπιστήμιο μόνο εύκολο δεν ήταν. «Για μας επρόκειτο για κατόρθωμα, αφού λίγοι κατάφερναν να τελειώσουν το γυμνάσιο. Όταν πέρασα στη Βιομηχανική Πειραιά έγινε πάρτι στη συνοικία» θυμάται ο Φ. Παπαδάκης, ενώ ο Γ. Μαράκης συμπληρώνει πως «ο πατέρας μου έπαιξε 40 μπαλωθιές από τη χαρά του. Ήταν δύσκολο να μπεις και στο γυμνάσιο και να το τελειώσεις και ακόμα πιο δύσκολο να μπεις σε κάποιο πανεπιστήμιο.»
Σε κάθε περίπτωση η παρέα όπως πολλοί νέοι της εποχής κατάφεραν να επιβιώσουν αλλά και να πετύχουν ο καθένας στον τομέα του. Και μολονότι έχουν περάσει χρόνια πολλά κανείς δεν θα ξεχάσει όλα όσα έζησαν… κάποτε στο Κάτω κουμ Καπί.
Του Συντζάνη ο Φούρνος, η σαλαμοποιεία και η “Φαντασία”
Περπατάμε στους δρόμους της γειτονιάς μαζί με την παρέα. Ο Νίκος Γεωργαντάς έχει την καλύτερη μνήμη από όλους.
Γωνία Μακεδονίας και παραλίας Κουμ Καπί ο φούρνος του Συντζάνη, πιο πάνω στην Αθηνών 4 η βιοτεχνία σαλαμοποιίας του Κούμανδρου. Επί της Βενιζέλου του Κόνιαλη το ζαχαροπλαστείο με το καλύτερο χανούμ μπουρέκ και οι φούρνοι της Μάντζενας και του Δρανδάκη. Πιο κάτω το πορτοκαλάδικο του Μανωλικάκη. «Έρχονταν τα φορτηγά με τα πορτοκάλια και άδειαζαν το εμπόρευμα τους. Στην ανατροπή πάνω έφευγαν τα πορτοκάλια στους δρόμους και τρέχαμε να βουτήξουμε ότι μπορούσαμε» λέει ο Ν. Γεωργαντάς, πιο κάτω κοντά στην παραλία το κουρείο του “Μπριτζολά” ενός ανάπηρου πολέμου που προσπαθούσε να επιβιώσει με αυτό το επάγγελμα.
Στην περιοχή υπήρχαν 3-4 “εστιατόρια”, καφενεία, ουζερί της εποχής. Η ψαροταβέρνα του “Σκαμνή” στέκι των “μαγκιτών” της Σπάντζιας, του Λυκούργου η ταβέρνα, ο “Ξεκοφτός” του Μαρινάκη, του Πέτρου το υπόγειο οινομαγειρείο στη Θράκης.
Στην παραλία του Κουμ Καπί υπήρχε και τότε ένα μικρό τοιχείο από πέτρες. Στην παραλία ήταν το “Φαντασία” ένα κέντρο διασκέδασης του και αργότερα ένα μπαρ για Αμερικάνους.
Πιο δυτικά τα Δημοτικά Σφαγεία. Ανάμεσα στα στενάκια τα μπακάλικα του Μανωλάκη, του Τερεζή και του Μήτσου. Μια γειτονιά, ένας κόσμος ολόκληρος….
Παρασκευάς Περάκης και Ελένη Φουντουλάκη σχολιάζουν την επικαιρότητα και μπαίνουν… onLine με τον πρόεδρο των Πνευμονολόγων Ν. Χανίων Μιλτιάδη Μαρκάτο και τον εθελοντή προπονητή ΑμεΑ Κώστα Νικολαντωνάκη