Θετική επίδραση στη ανάκαμψη από μαστεκτομή ή άλλη επέμβαση για την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού έχει η προεγχειρητική φυσική δραστηριότητα. Σύμφωνα με ευρωπαϊκή μελέτη, όσο υψηλότερο είναι το επίπεδό της πριν από την επέμβαση τόσο ταχύτερη είναι η σωματική και κατ’ επέκταση η ψυχική ανάρρωση της ασθενούς. Η κατάκτηση αυτής της γνώσης ενισχύει την κατανόησή μας σχετικά με το ρόλο της άσκησης στην έκβαση της συγκεκριμένης πάθησης.
«Το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας σχετίζεται με την ανάπτυξη και την πρόγνωση αρκετών χρόνιων παθήσεων. Η σωματική αδράνεια θεωρείται ο τέταρτος σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για θάνατο από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, εξαιτίας της επίδρασης που έχει στο καρδιαγγειακό σύστημα αλλά και της ισχυρής της συσχέτισης με διάφορες μορφές καρκίνου, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου του μαστού. Δεδομένου ότι διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο περίπου 1,4 εκατομμύρια γυναίκες με καρκίνο του μαστού παγκοσμίως, η επιδίωξη καλύτερης υγείας με την αύξηση της φυσικής δραστηριότητας έχει μεγάλη σημασία», επισημαίνει η ειδική στην ογκολογική χειρουργική και πλαστική αποκατάσταση μαστού Δρ. Παρασκευή Λιάκου.
Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί περισσότερες από 73 μελέτες για την εξέταση της σχέσης μεταξύ του καρκίνου του μαστού και της σωματικής δραστηριότητας, και έχει εκτιμηθεί ότι υπάρχει απόλυτη μείωση του κινδύνου εμφάνισης της νόσου κατά 20-30% (αναλόγως του είδους της μελέτης) για όσες γυναίκες είναι σωματικά δραστήριες. Επίσης, η αυξημένη φυσική δραστηριότητα μετά τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού έχει συσχετιστεί με μειωμένη θνησιμότητα, είτε από καρκίνο του μαστού είτε από οποιασδήποτε άλλη αιτία. Ωστόσο, η γνώση μας ήταν ελλιπής για τη σχέση μεταξύ του προεγχειρητικού επιπέδου σωματικής δραστηριότητας και της ανάρρωσης μετά από χειρουργική επέμβαση και πως αυτή επιδρά στη συνολική πορεία της νόσου.
Η διενέργεια μιας χειρουργικής επέμβασης, ακόμη και με τις σύγχρονες τεχνικές ελαχιστοποίησης του χειρουργικού τραύματος, προκαλεί ισχυρό στρες στον οργανισμό, τόσο σε οργανικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Απότοκος δε αυτού του στρες είναι και η διάρκεια της μετεγχειρητικής ανάκαμψης, που έχει τεράστια σημασία για την ευημερία της ασθενούς. Τα τελευταία χρόνια, έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για την εύρεση τρόπων επιτάχυνσης της ανάρρωσης μετά από τη χειρουργική αγωγή και από μελέτες έχει καταδειχθεί ότι ο τρόπος ζωής έχει σημαντικό αντίκτυπο. «Το κάπνισμα και η κατάχρηση αλκοόλ είναι γνωστό ότι επιδρούν αρνητικά, παρατείνοντας την περίοδο ανάκαμψης. Αντιθέτως, η μετεγχειρητική φυσική δραστηριότητα αυξάνει την ευημερία και συμβάλει στη μείωση του χρόνου που απαιτείται μέχρι την πλήρη ανάληψη των δυνάμεων της ασθενούς. Συγκεκριμένα, στις γυναίκες που υποβάλλονται σε θεραπεία για καρκίνο του μαστού, η σταδιακά αυξανόμενη φυσική δραστηριότητα μειώνει την κόπωση και καλυτερεύει την ποιότητα ζωής αλλά και την καρδιοαναπνευστική ικανότητα. Τα τελευταία στοιχεία υποστηρίζουν ότι η βελτίωση της φυσικής κατάστασης πριν από τη χειρουργική επέμβαση είναι επωφελής, διότι επιταχύνει την ανάρρωση», μας εξηγεί.
Πριν από τη διεξαγωγή της σουηδικής μελέτης, λίγα ήταν γνωστά για το ρόλο της προεγχειρητικής φυσικής δραστηριότητας στην άμεση μετεγχειρητική ανάκαμψη μετά από μαστεκτομή ή άλλη χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού. Οι ερευνητές, για να ανακαλύψουν εάν υπάρχει συσχετισμός, έθεσαν ως κύριο δείκτη τη διάρκεια της παραμονής στο νοσοκομείο. Δευτερευόντως έλαβαν υπόψη τη διάρκεια της αναρρωτικής άδειας και την ψυχική και σωματική ανάκαμψη, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ίδιων των ασθενών κατά την 3η και 6η εβδομάδα μετά τη χειρουργική επέμβαση. Το 14% των συμμετεχουσών αξιολόγησε τον εαυτό του προεγχειρητικά ως σωματικά ανενεργό, το 61% ότι ασκεί κάποια ελαφριά σωματική δραστηριότητα ενώ το 20% ως πιο δραστήριο. Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι πιο δραστήριες συμμετέχουσες είχαν αυξημένη πιθανότητα σωματικής ανάκτησης κατά 85% στις 3 εβδομάδες μετά τη θεραπεία, που είναι και η πρώιμη μετεγχειρητική περίοδος, ενώ δεν παρατηρήθηκε διαφορά 6 εβδομάδες μετά από την επέμβαση, που έχουν αναλάβει πια οι μηχανισμοί αποθεραπείας του οργανισμού.
Βέβαια, η θετική επίδραση της σωματικής άσκησης δεν περιορίζεται στην ταχύτητα ανάρρωσης. Στοχευμένες ασκήσεις μπορούν να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της κίνησης, ανεξαρτήτως του είδους της χειρουργικής επέμβασης. Συμβάλλουν στη μείωση των παρενεργειών της χειρουργικής επέμβασης και στην επιστροφή στις συνήθεις δραστηριότητες. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα σημαντικές για τη διατήρηση της ευελιξίας του ώμου και του χεριού των γυναικών που υποβλήθηκαν σε ακτινοθεραπεία. Ωστόσο, ο χρόνος έναρξης του προγράμματος ασκήσεων, το είδος, η διάρκεια και η έντασή τους πρέπει να καθορίζεται μόνο από τον θεράποντα χειρουργό.
Πέραν της θετικής επίδρασης που έχει η άσκηση μετά από τη διάγνωση και την αγωγή κατά του καρκίνου του μαστού, η σωματική δραστηριότητα λειτουργεί ευεργετικά και σε επίπεδο πρόληψης. Όπως επισημαίνει η Δρ. Λιάκου, αν και τα αίτια της καρκινογένεσης γενικά και του μαστού ειδικότερα αναζητούνται εντατικά, δεν έχουμε ακόμη απόλυτα αιτιολογικές συσχετίσεις. Αυτό που γνωρίζουμε όμως με επιστημονικό τρόπο είναι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Κάποιοι από αυτούς σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, και ως εκ τούτου επιδέχονται βελτίωσης.
Περίπου το 80% των μελετών που έχουν εξετάσει τη σχέση μεταξύ του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και της φυσικής δραστηριότητας, έχουν επιβεβαιώσει τη συσχέτιση. Το είδος της σωματικής δραστηριότητας που επιφέρει τη μεγαλύτερη μείωση του κινδύνου για καρκίνο του μαστού είναι η σωματική δραστηριότητα αναψυχής, η οικιακή και τέλος η επαγγελματική, με αντίστοιχες μειώσεις κινδύνου 21%, 21% και 18%. Η ένταση δε της σωματικής δραστηριότητας που απαιτείται για τη μείωση του κινδύνου για καρκίνο του μαστού, είναι η μέτρια και η έντονη. Αυτές επιφέρουν μείωση της πιθανότητας εμφάνισης της νόσου κατά 15% και 18% αντίστοιχα.
«Είναι φανερό λοιπόν ότι η ένταξη της φυσικής δραστηριότητας στην καθημερινότητα των γυναικών μόνο οφέλη μπορεί να προσφέρει, τόσο στην πρόληψη όσο και στην αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού», καταλήγει η Δρ. Παρασκευή Λιάκου.