Η ποιότητα και η ποσότητα στη διατροφή μας εκφράζεται στην κατάσταση της υγείας μας, συμβάλλοντας στη διατήρησή της ή αντίθετα συνεισφέροντας στην παθογένεια πολλών ασθενειών. Ο καρκίνος του μαστού, η πιο συχνή κακοήθεια στο γυναικείο πληθυσμό, φαίνεται να σχετίζεται σοβαρά με αυτή την τόσο σημαντική παράμετρο του τρόπου ζωής μας. Και μάλιστα, οι ειδικοί ισχυρίζονται ότι διαδραματίζει ρόλο τόσο στην εκδήλωση της νόσου όσο και στην πρόγνωσή της αφού εκδηλωθεί.
«Ο καρκίνος του μαστού είναι μια πολυπαραγοντική ασθένεια. Έχει βρεθεί ότι πέρα από τους γενετικούς λόγους, αυτούς δηλαδή που φέρουμε στα γονίδια μέσα στα κύτταρά μας, μια ποικιλία εξωγενών παραγόντων παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη και την πορεία του. Αυτοί αφορούν αφενός σε παράγοντες του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε και αφετέρου στον τρόπο ζωής που ακολουθούμε, που περιλαμβάνει τις συνήθειές μας και τις ουσίες που προσλαμβάνουμε. Τα ευρήματα των μελετών μάς υποδεικνύουν ότι τόσο οι σποραδικοί όσο και οι οικογενειακοί καρκίνοι του μαστού, όταν αναπτύσσονται, μπορεί να επηρεάζονται σε κάποιο βαθμό και από τις διατροφικές επιλογές», επισημαίνει η ειδική στην Ογκοπλαστική Χειρουργική του Μαστού Δρ. Παρασκευή Λιάκου.
Για την πρόληψη της νόσου ουσιαστικά ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που συστήνονται για την προαγωγή της καλής σωματικής υγείας, δηλαδή, η αφοσίωση σε μια διατροφή που κινείται σε δύο άξονες: προτίμηση τροφών φυτικής έναντι ζωικής προέλευσης και η αποφυγή επεξεργασμένων τροφίμων. Συγκεκριμένα, ποιοτικά επικεντρωνόμαστε σε λαχανικά, φρούτα, όσπρια, ξηρούς καρπούς, σπόρους και ρύζι, που μπορούν να καταναλώνονται άφοβα, με μόνο περιορισμό στην ποσότητα ώστε να ελέγχεται η θερμιδική πρόσληψη και μειώνουμε δραστικά την κατανάλωση κόκκινου κρέατος, που έχει επισήμως συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου του μαστού. Περιορίζουμε δραστικά και τα επεξεργασμένα τρόφιμα, όπως τα συσκευασμένα με μεγάλη περιεκτικότητα σε συντηρητικά, τα αναψυκτικά, τα ζαχαρώδη κλπ.
Σε μια πρόσφατη ανασκόπηση, τη συγκεντρωτική δηλαδή ανάλυση πληθώρας επιμέρους επιστημονικών μελετών, εξετάστηκε εάν η κατανάλωση μακροθρεπτικών συστατικών όπως πρωτεϊνών κόκκινου κρέατος, λιπαρών οξέων διαφορετικής προέλευσης και φυτικών ινών και αλκοόλ σχετίζεται με τον καρκίνο του μαστού, καθώς και ποια είναι η σημασία μικροθρεπτικών συστατικών, δηλαδή μετάλλων όπως ο σίδηρος, και βιταμινών όπως η βιταμίνη D και το φολικό οξύ. Από τα ευρήματα η κατανάλωση κρέατος συνδέθηκε με την έκθεση σε μια ένωση που ονομάζεται ετεροκυκλική αμίνη, η καρκινογόνα δράση της οποίας έχει ήδη αποδειχθεί. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι ο τύπος του καταναλισκόμενου λίπους, ανάλογα με την περιεκτικότητα σε κορεσμένα και ακόρεστα λιπαρά οξέα, επηρεάζει διαφορετικά τον κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου. Παρόμοια κυμαινόμενη επίδραση φαίνεται να έχουν και οι διάφοροι τύποι φυτικών ινών, ανάλογα με την επίδρασή τους στην εντερική χλωρίδα, τη συμμετοχή τους στη ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου μέσω του γλυκαιμικού δείκτη αλλά και την βιοχημική τους δράση καθεαυτή.
Σε επίπεδο μικρομορίων και μετάλλων, η πρόσληψη σιδήρου μπορεί να οδηγήσει σε εν δυνάμει καρκινογενετικές βλάβες σε κυτταρικό επίπεδο, όπως οξειδωτικό στρες, βλάβες στο DNA και υπεροξείδωση των λιπιδίων. Η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών μπορεί άμεσα να αυξήσει τον κίνδυνο μέσω του μεταβολισμού της αιθανόλης που περιέχουν, το κοινό αλκοόλ, σε ακεταλδεΰδη και τοξικά παράγωγα του οξυγόνου αλλά και έμμεσα, λόγω ηπατικής δυσλειτουργίας που οδηγεί σε υπεροιστρογοναιμία και θεωρητικά θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο ακόμα και υποτροπής, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις γι’ αυτό. Αντίθετα, ευεργετική επίδραση φαίνεται να έχει η βιταμίνη D αναστέλλοντας τη διαδικασία ανάπτυξης και μετάστασης του καρκίνου και το φολικό οξύ, καθώς η χαμηλότερη πρόσληψη αυτού μπορεί να συνδεθεί με υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου του μαστού.
Οι ίδιες αρχές ισχύουν και για τις γυναίκες που ήδη έχουν διαγνωστεί με τη νόσο. Οι περισσότερες μελέτες υποστηρίζουν ότι προκαλούνται ευνοϊκές μεταβολές στον οργανισμό όταν περιορίζεται η κατανάλωση τροφίμων υψηλής περιεκτικότητας σε κορεσμένα λιπαρά και ζάχαρη και αυξάνεται η πρόσληψη λαχανικών και φρούτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν συγκεντρώσει τα προϊόντα σόγιας εξαιτίας των ισοφλαβονοειδών που περιέχουν, τα οποία μιμούνται τη δράση των οιστρογόνων. Για το λόγο αυτό έχουν χρησιμοποιηθεί για υποκατάσταση στην αντιμετώπιση των εμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού. Παράλληλα, ωστόσο, έχουν εκφραστεί αμφιβολίες για τη μακροπρόθεσμη δράση τους σε επίπεδο υποτροπής και πρόγνωσης της νόσου αν και μερικές πρόσφατες μεγάλες μελέτες δεν έχουν διαπιστώσει ότι η πρόσληψη της σόγιας επηρεάζει την επανεμφάνιση του καρκίνου του μαστού ή τα ποσοστά επιβίωσης.
«Οι γυναίκες που ήδη έχουν διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού συχνά ρωτούν εάν η διατροφή ή η λήψη συμπληρωμάτων θα μπορούσε να διαφοροποιήσει την εξέλιξη της νόσου. Η πρώτη συμβουλή μας είναι να προσπαθούν να παραμείνουν τόσο κατά τη διάρκεια των θεραπειών τους όσο και μετά την ολοκλήρωση αυτών όσο γίνεται πιο υγιείς. Ο έλεγχος του σωματικού βάρους, η συστηματική άσκηση και η σωστή διατροφή βοηθούν στην καλύτερη μεταβολική και λειτουργική κατάσταση του οργανισμού και ενδεχομένως στη μείωση του κινδύνου υποτροπής», τονίζει η Δρ. Λιάκου. «Επίσης θέλουν να γνωρίζουν εάν υπάρχουν διατροφικά συμπληρώματα που μπορούν να πάρουν για να αποφύγουν την επανεμφάνιση της νόσου. Μέχρι στιγμής, κανένα συμπλήρωμα δεν έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλει σαφώς στον περιορισμό του κινδύνου πρόκλησης ή υποτροπής», σημειώνει.
Τέλος, κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας, ορισμένες ομάδες τροφίμων συχνά απορρίπτονται ή προτιμώνται, με στόχο την προφύλαξη και τη μείωση των παρενεργειών της θεραπείας. Προκαλούνται κατ’ αυτό τον τρόπο αλλαγές στο διατροφικό πρόγραμμα των ασθενών, που ενδεχομένως να έχουν επιπτώσεις στην πρόγνωση της νόσου. Αναφέρεται για παράδειγμα, ότι το 50-96% των ασθενών αυξάνει το βάρος του κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Συνηθέστερα και κατόπιν καθοδήγησης των ασθενών, αυτή η διαταραχή αποδράμει. Αυτό όμως που πραγματικά επηρεάζει αρνητικά την πρόγνωση, την ποιότητα ζωής και την επιβίωσή τους είναι το αρχικό υπερβολικό βάρος ή η διατήρηση της αύξησής του και μετά τη θεραπευτική παρέμβαση.
«Οι μελέτες που γίνονται για τον συσχετισμό της διατροφής με τον καρκίνο του μαστού είναι αδιάκοπες. Συνεχώς βλέπουν το φως της δημοσιότητας νέα στοιχεία που ορισμένες φορές έρχονται σε αντίθεση με τα παλαιότερα. Επειδή λοιπόν αυτό το ζήτημα είναι περίπλοκο, είναι σημαντική η ενημέρωση των γυναικών από το γυναικολόγο ή το χειρουργό τους για τη διατροφή που θα πρέπει να ακολουθούν. Πρέπει σε κάθε περίπτωση να φροντίζουν τα είδη των τροφών που βάζουν στο τραπέζι τους, την ποιότητά τους όσον αφορά τον τρόπο παρασκευής και επεξεργασίας τους αλλά και την ποσότητα που καταναλώνουν. Το μέτρο και η ισορροπία είναι οι καλύτεροι γνώμονες για τις διατροφικές επιλογές τους και βασικοί αρωγοί της υγείας τους», καταλήγει η Δρ. Παρασκευή Λιάκου.