Μία απ’ τις καλές συνήθειές μου είναι να περπατάω συνήθως απογεύματα αφού πέσει ο ήλιος.
Kυριακή, Αυγουστιάτικη βραδιά μ’ ένα δροσερό βοριαδάκι πήρα το γνωστό αγαπημένο μου δρόμο παραλιακά. Ηλιοβασίλεμα παφλασμός χρώματα. Τα απολάμβανα σε ένα παγκάκι, μία ανάσα από το κύμα. Ήμουνα τόσο αφημένη, τόσο δοσμένη και τόσο γαλήνια. Καμία σκέψη δεν επέτρεψα να απασχολήσει το νου μου. Ήμουν σε κατάσταση νιρβάνα.
– Κοπελιά συγγνώμη μπορώ να σας πω; Μία βαθιά φωνή, η αλήθεια είναι πως μου άρεσε, διέκοψε τη γαλήνη μου αλλά κολακεύτηκα που με είπε κοπελιά και του χάρισα τεράστιο χαμόγελο.
– Ευχαρίστως, σας ακούω. Καθίστε αν θέλετε.
– Κοπελιά, είσαι εσύ που γράφεις μικρές ιστορίες στην τοπική εφημερίδα κάθε Κυριακή;
– Ναι εγώ, σας αρέσουν;
– Ομολογώ πως με συναρπάζουν. Και θα ‘θελα αν θέλετε και μπορείτε να γράψετε μία μικρή ιστορία τη δική μου αφού σας πω όλη την αλήθεια. Αυτό μπορείτε να το εκλάβετε ως θάρρος η θράσος. Δεν ξέρω. Σας είμαι εντελώς άγνωστος μα θέλω να λυτρωθώ.
– Μ’ αρέσουν και με συγκινούν οι αληθινές ιστορίες. Και ποιο τίτλο θα βάλω;
– Καρό φεγγάρι βλέπει ριγέ ανθρώπους. Γέλασα μου φάνηκε αστείο.
– Περιμένω την εξομολόγησή σας. Είμαι διαθέσιμη. Αλλά πώς σας λένε; Από ηλικία τον έκανα γύρω στα 70 και καλοφτιαγμένος.
Άρχισε να μονολογεί και εγώ σημείωνα. “Θα με φωνάζεις Χάρη, κάνε μου αυτή τη χάρη”. Και συνεχίζει. Με κοίταζε σα να απολογούνταν και έκρυβε το πρόσωπό του, άλλες στιγμές σα να ντρέπονταν γι’ αυτά που έζησε.
– Που λες κοπελιά μου γεννήθηκα στην Αθήνα. Γέννημα θρέμμα Αθηναίος από μεγαλοαστική οικογένεια. Δεν είχα κακούς γονείς αλλά ήμουν το μοναχοπαίδι τους. Η δυστυχία μου. Το κενό που υπήρχε στην ψυχή μου με το να μην έχω ένα αδερφάκι δεν το κάλυψε ποτέ κανένα χρήμα καμία χλιδή, καμία πολυτέλεια. Με το να είμαι ένα όμορφο παλικάρι (έτσι έλεγαν), με το να είμαι άριστος μαθητής, με το να κάνω σπουδές σε Αμερικάνικα κολέγια, είχα πιστέψει και εγώ πως είμαι το κέντρο του κόσμου. Όλα και όλοι γύρω μου μου φαίνονταν υποδεέστερα, ψεύτικα, ευτελή, κατώτερα.
Για να κάνω περήφανους τους γονείς μου έκανα συλλογή από πτυχία. Βαριέμαι να τα απαριθμώ. Άλλωστε τώρα για μένα δεν έχουν καμία ιδιαίτερη αξία. Απλά έβρισκα πόρτες ανοιχτές για την επαγγελματική μου σταδιοδρομία. Πετυχημένος και επιστήμων και επιχειρηματίας για να αβγατίσω τον πλούτο του μπαμπά. Αποτέλεσμα; Να μην κοιτάξω ποτέ μέσα μου και κυρίως δίπλα μου και γύρω μου. Όλα μου φαίνονταν χαζά, ρηχά και ψεύτικα. Κορόιδευα τα πάντα, ένιωθα ότι δεν χωρούσα πουθενά σε κοινωνικές εκδηλώσεις όπως γάμους, βαφτίσια, κηδείες, μνημόσυνα. Όλα αυτά που έφερναν τους ανθρώπους κοντά.
– Πάρε μία ανάσα, δες τις ανταύγειες. Κοίτα χρώματα, το κυματάκι, του πρότεινα, γιατί έβλεπα μία θλίψη και δακρυσμένα μάτια. Πάρε τσιγάρο, πάω να φέρω ένα καραφάκι ρακί με δύο ποτήρια απ’ το καφέ από δίπλα.
– Αχ κοπελιά μου να ‘σαι καλά, φέρε τη ρακή και θα περάσω στο κεφάλαιο γυναίκες.
Ήπιε καναδυό ποτηράκια κι άρχισε να χαμογελάει. Θες η ρακί που σου φέρνει μία ευθυμία, θες που βρήκε άνθρωπο να μιλήσει να βγάλει τα εσώψυχά του, πάντως το χάρηκα και περίμενα να δω ποιο ήταν το καρό φεγγάρι που βλέπει τους ανθρώπους ριγέ. Πήρε μία βαθιά ανάσα και μία αναπνοή ανακούφισης και συνέχισε με καλύτερη διάθεση.
– Που λες Μαριλού, με ψευδώνυμο υπογράφεις; Εγώ έτσι θα σε λέω. Βλέπεις; Με βλέπεις; Μόνος. Και καλά να πάθω. Ελπίζω όμως, τώρα που άλλαξα που βλέπω τους ανθρώπους και κυρίως τις γυναίκες, κάποια θα με συμπαθήσει. (Με κοίταξε με ένα πονηρό βλέμμα γεμάτο υπονοούμενα και συνέχισε πιο χαλαρά). Α! Ναι! Οι γυναίκες. Και να μπορούσα όλες να τις ζητούσα συγνώμη. Καμία δεν βρήκα αντάξιά μου. Ενώ ήταν αξιόλογες γυναίκες εγώ έβρισκα πάντα αρνητικά και δεν τις άντεχα περισσότερο από ένα μήνα. Στην ουσία μάλλον τον εαυτό μου δεν άντεχα.
Τη μια την έβρισκα ανοικοκύρευτη, την άλλη υστερική νοικοκυρά. Τη μια την έβρισκα αφημένη, ατημέλητη, χοντροκομμένη και… νταλικέρη χωρίς θηλυκότητα, την άλλη την έβρισκα υπερβολική, κι ότι ντυνόταν και βαφόταν σαν αρτίστα. Άσε, τι να σου λέω τώρα! θλίβομαι, ντρέπομαι για μένα. Εγώ, ο τετράγωνος άντρας, το καρό φεγγάρι, που τα ‘θελε όλα τετραγωνισμένα λες και οι σχέσεις είναι μαθηματικά, έβλεπα τους άλλους ίσιους και άχαρους σαν τις άχαρες και μονότονες ρίγες.
Πάλι είδα μία νοσταλγία και θλίψη και τον διέκοψα.
– Έλα πιες, θα φέρω και άλλη ρακή κι αν θες πάμε και για χορό, αντέχουμε ακόμα. Άλλωστε ο χορός είναι έρωτας. Ο έρωτας είναι χορός. Ο χορός είναι έξαρση… ζήτω! (Τα ‘λεγα και
κουνιόμουν σα να ‘θελα να χορέψω εκείνη τη στιγμή.) Και… πώς λυτρώθηκες;
– Με το χορό και τον έρωτα.
– Ψέματα!
– Άκου το προτελευταίο κεφάλαιο της ζωής μου· ερωτεύτηκα τρελά, αναπάντεχα, κεραυνοβόλα. Ακαριαία, πώς το λένε; Αυτό το απλό κορίτσι, η Ριγούλα, απ’ αυτές που έβλεπα γύρω μου με ταρακούνησε, με ξύπνησε. Δεν προσποιήθηκε ποτέ ήταν ο εαυτός της, με έμαθε να χορεύω, να ζω τον έρωτα. Με μύησε στην απλότητα. Στις παραξενιές μου δε με χάιδευε τα αυτιά, γιατί ήμουν ο κύριος τάδε. Μου τράβηξε το αυτάκι, με πόνεσε κι έτσι ξύπνησα. Αφυπνίστηκα. Τώρα βλέπω με άλλα μάτια τη ζωή, τους ανθρώπους κι εμένα.
Δεν είμαι ποια ο τετράγωνος, δεν ψάχνω την τελειότητα. Δεν είναι οι άλλοι κατώτεροι, δεν είναι βαρετοί, δεν είναι κουραστικοί, δεν είναι ριγέ. Είναι πολύμορφοι, πολύχρωμοι, ιδιαίτεροι μοναδικοί.
– Όλα αυτά είναι υπέροχα που μου είπες αλλά γιατί ακόμα είσαι θλιμμένος;
– Γιατί… αχ, πώς να το πω; Πονάει… Γιατί η αγάπη μου, η δασκάλα μου, η φίλη μου, ο έρωτάς μου… έφυγε έτσι ξαφνικά. Ο θάνατος… άδικος. Έφυγε. Τη θυμάμαι, την ευγνωμονώ. Μα η ζωή είναι απρόβλεπτη και γεμάτη εκπλήξεις. Στο επόμενο κεφάλαιο της ζωής μου δεν ξέρω…
Την επόμενη Κυριακή η μικρή ιστορία δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα, ωστόσο, ευρείας κυκλοφορίας. Και ο Χάρης και η Μαριλού ένιωσαν ότι είναι έτοιμοι να γράψουν το επόμενο κεφάλαιο της ζωή τους μαζί. Χωρίς σχήματα χωρίς ρίγες και τετράγωνα.
Έτσι, χαλαρά, με γνώμονα μόνο την αγάπη (τον γεροντοέρωτα, όπως τον χαρακτήρισαν κι οι δυο) και με αποδοχή κι αναγνώριση της διαφορετικότητας του καθένα. Έτσι που να αλληλοσυμπληρώνονται…