Παραμονεύουν κρυμμένοι πίσω από συστάδες δέντρων και θάμνων παρακολουθώντας τις κινήσεις των συνοριοφυλάκων, αναζητώντας τη στιγμή που θα διαφύγουν της προσοχής τους και θα κάνουν ένα ακόμα βήμα προς το όνειρο για μία καλύτερη ζωή, που ευελπιστούν ότι θα γίνει πραγματικότητα σε μία από τις πλούσιες χώρες της Ευρώπης… Στριμώχνουν τα λιγοστά τους υπάρχοντα σε μικροσκοπικά σακίδια, φορούν το ένα ρούχο πάνω στ’ άλλο, κρατούν σφιχτά στο χέρι τα παιδιά τους και περιμένουν να ξεγελάσουν τους φρουρούς για να “δρασκελίσουν” τη συνοριογραμμή. Μεθόριος Ελλάδας – ΠΓΔΜ, στο ύψος της Ειδομένης του Κιλκίς: Εκατοντάδες μετανάστες και πρόσφυγες, ζουν “εγκλωβισμένοι” στο δάσος και τα εγκαταλειμμένα κτήρια του σιδηροδρομικού σταθμού και τα γύρω χωράφια. Η αυστηροποίηση των ελέγχων στα λιμάνια της Πάτρας και της Ηγουμενίτσας έχει στρέψει τα καραβάνια των προερχόμενων από χώρες που μαίνονται πολεμικές συρράξεις προσφύγων σε νέα μονοπάτια, τα οποία για να τα διασχίσουν πρέπει να πληρώσουν αδρά τους λαθροδιακινητές. Σ’ αυτή τη διαδρομή, ένα μικρό χωριό -μια ανάσα από τα σύνορα- η Ειδομένη αποτελεί καταφύγιο Σύρων, Αφγανών, Ιρακινών, που βιώνουν μία σκληρή καθημερινότητα κάτω από αντίξοες συνθήκες, που προβλέπεται να καταστούν δραματικές με την έλευση του χειμώνα.
Στήνουν πρόχειρους καταυλισμούς και περιμένουν… Τι; Κάποιοι, ελάχιστοι, οι οποίοι έχουν πλέον χρήματα, τους λαθροδιακινητές που θα τους μεταφέρουν μέχρι την Ουγγαρία. Οι υπόλοιποι βασίζονται μόνο στα… πόδια τους και πάνω απ’ όλα στην τύχη. Σε μια προσπάθεια να αμβλύνει κάπως τις δύσκολες συνθήκες των απελπισμένων προσφύγων, η Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης οργάνωσε πρόσφατα αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στα σύνορα, την οποία ακολούθησε το ΑΠΕ – ΜΠΕ. Εθελοντές της πήγαν πρώτα στο Αστυνομικό Τμήμα Ειδομένης, όπου άφησαν για τους κρατούμενους μετανάστες, ρούχα, κουβέρτες και είδη προσωπικής υγιεινής. Μόλις 14 κρατούμενους είχε την περασμένη εβδομάδα το Τμήμα, αριθμός όμως που αυξάνεται και αλλάζει κάθε μέρα, ανάλογα με τις αστυνομικές εξορμήσεις. Ένας ντόπιος ηλικιωμένος, που έχει σπίτι δίπλα στο Αστυνομικό Τμήμα, μας μιλά συγκινημένος για τα ταλαιπωρημένα παιδιά που βλέπει κατά καιρούς να καταφθάνουν με τους γονείς τους. «Βγήκα και τους μοίρασα παστάκια και μπισκότα, αλλά δεν υπολόγισα τον αριθμό τους και κάποια παιδιά έμειναν με το παράπονο. Επρεπε να είχα κόψει στη μέση τα μπισκότα πριν τους τα μοιράσω..», λέει, σχεδόν απολογούμενος για την πράξη του. «Έρχονται κάθε μέρα, εδώ στο Αστυνομικό Τμήμα, δυο – τρία λεωφορεία με μετανάστες. Ήσυχοι άνθρωποι είναι, κουρασμένοι, οι γυναίκες είναι σαν σκιάχτρα από την ταλαιπωρία», περιγράφει ο 83χρονος Γιώργος, κάτοικος ενός χωριού που, όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «ο νεότερος είναι 60 χρονών!». Στην άκρη της Ειδομένης, ο Σιδηροδρομικός της Σταθμός, που πρόσφατα επαναλειτούργησε, αποτελεί έναν ακόμη χώρο συγκέντρωσης μεταναστών. Τα δρομολόγια της γραμμής Θεσσαλονίκη – Σκόπια – Βελιγράδι, που είχαν διακοπεί το 2011, ξανάρχισαν από τον περασμένο Μάιο, αποτελώντας “μαγνήτη” για τους ανθρώπους που αναζητούν απεγνωσμένα τρόπους διαφυγής προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στα μάτια τους, κάθε αμαξοστοιχία μπορεί να γίνει γι’ αυτούς το “τρένο της Μεγάλης Φυγής”. Αν καταφέρουν να τρυπώσουν στον συρμό, θα φτάσουν μέχρι το Βελιγράδι. Μετά “βλέπουμε”… «Δεν διστάζουν να πηδήξουν σε βαγόνια που μεταφέρουν κυρίως άμμο ή χαλίκι για να κρυφτούν μέσα τους και αν καταφέρουν, να ξεγελάσουν τους ελέγχους των συνοριακών, οι οποίοι, όμως, τις περισσότερες φορές, τους ξετρυπώνουν», μας λέει ο σιδηροδρομικός υπάλληλος. Στις απέλπιδες προσπάθειες αψηφούν τους κινδύνους που ελλοχεύουν, με αποτέλεσμα την τραγική κατάληξη σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτή, πριν από λίγες μέρες, ενός μετανάστη, ο οποίος διαμελίστηκε, όταν υποχώρησε η πρόχειρη κατασκευή, κάτω από ένα βαγόνι εμπορικής αμαξοστοιχίας, στην οποία είχε κρυφτεί.
Τα παλιά κτήρια του Σταθμού έχουν διαμορφωθεί εδώ και περίπου δύο μήνες, μετά το κλείσιμο από την αστυνομία ενός χώρου προσωρινής φύλαξης για λαθρομετανάστες που υπήρχε στο Πολύκαστρο, σε τόπο φύλαξης μεταναστών. Χώροι που με το πέρασμα των χρόνων έχουν υποστεί εκτεταμένες φθορές και δεν είναι πλέον προσβάσιμοι για το επιβατικό κοινό, έχουν μετατραπεί σε πρόχειρα καταλύματα. Η αίθουσα αναμονής επιβατών και το παλιό κυλικείο του Σταθμού αποτελούν πλέον τόπο προσωρινής διαμονής, χωρίς ωστόσο να διαθέτουν την παραμικρή υποδομή, αφού δεν υπάρχουν τουαλέτες, θέρμανση, ούτε φωτισμός. Μάλιστα, ένα βράδυ, στα τέλη Οκτωβρίου, μετανάστες, που είχαν οδηγηθεί στον χώρο από την αστυνομία, προσπαθώντας να ζεσταθούν, έβαλαν φωτιά, η οποία προκάλεσε μικρές υλικές ζημιές και από τις αναθυμιάσεις λιποθύμησε ένας εξ αυτών και μεταφέρθηκε με αναπνευστικά προβλήματα στο νοσοκομείο του Κιλκίς. «Θέλουμε να φύγουμε»… είναι η μόνιμη επωδός στις συζητήσεις με πολλούς απ’ αυτούς. Άλλοι την εκστομίζουν στα αραβικά, άλλοι σε σπαστά αγγλικά και ελληνικά που έμαθαν σε δουλειές του ποδαριού στην Ελλάδα, μερικοί σε φαρσί. Καθώς διασχίζουμε τις ράγες, λίγα μέτρα από τα σύνορα, ξεπετάγονται -θαρρείς από το πουθενά- νεανικά κεφάλια με κουρασμένα μάτια. Πλησιάζουν, διστακτικά στην αρχή, αλλά μετά ξεθαρρεύουν, βλέποντας και τη βοήθεια που φέρνουν γι’ αυτούς οι εθελοντές της Αντιρατσιστικής. Παράμερα στέκει μια παρέα Σύρων, από την οποία ξεχωρίζει ένα νεαρό παιδί. Μόλις 17 χρόνων είναι και ξεκίνησε το μακρύ και αβέβαιο ταξίδι με προορισμό την Ιταλία για να σμίξει με τον αδερφό του. Φορούν όλοι το ένα ρούχο πάνω στο άλλο για να μην κουβαλούν πολλά πράγματα στα σακίδιά τους και δείχνουν αποκαμωμένοι. Ένας από την παρέα είναι δικηγόρος, οι άλλοι φοιτητές στη χώρα τους -επαίτες για μια καινούργια αρχή σε άλλες πατρίδες.
«Είμαστε 15 μέρες εδώ και θέλουμε να περάσουμε τα σύνορα για να φτάσουμε Ουγγαρία και μετά Γερμανία, Σουηδία, Δανία», μας λένε χαμηλόφωνα, κοιτώντας ολόγυρα φοβισμένοι. Δύο γυναίκες, τυλιγμένες σε κουβέρτες ώστε να φαίνονται μόνο τα μάτια, ξαπλώνουν δίπλα στις γραμμές, περιμένοντας τους συζύγους τους. Αρνούνται να μιλήσουν και δέχονται με σκυμμένα κεφάλια, είδη για την προσωπική τους υγιεινή. Καθώς το νέο για τη διανομή εφοδίων μεταδίδεται στα χωράφια, αρχίζουν να ξεμυτίζουν σιγά – σιγά παρέες ταλαιπωρημένων. Πλησιάζουν και ανοίγουν τις σακούλες με τα τρόφιμα, φάρμακα και είδη ρουχισμού που μετέφεραν μέλη της Αντιρατσιστικής. Ξεδιαλέγουν στα γρήγορα τα πράγματα, αφήνουν στην άκρη τα βαριά πουλόβερ, αναζητούν παντελόνια, σαπούνια, τσάντες και το πιο πολύτιμο – παπούτσια. «Κοίταξε τα πόδια μου», μας προτρέπει ο Χουσεΐν και βγάζει τα χιλιοτρυπημένα μποτάκια του. Οι πατούσες του φέρουν πληγές που αιμορραγούν και για να τις “επουλώσει” έχει τοποθετήσει αυτοσχέδιους επιδέσμους από χαρτοπετσέτες… Σε μικρή απόσταση, ο συνοδοιπόρος του έχει τυλίξει τα ξεχαρβαλωμένα αθλητικά του παπούτσια με χαρτοταινίες για να αντέξουν. Πόσο θ’ αντέξουν; Διέσχισε ήδη, περπατώντας μια διαδρομή έξι ωρών από το Πολύκαστρο, όπου τους άφησε το λεωφορείο από Θεσσαλονίκη μέχρι την Ειδομένη. Και το σκληρό ταξίδι δεν τελειώνει εδώ… Τρία χιλιάρικα ταρίφα μέχρι την Ουγγαρία Συστάδες δέντρων, δίπλα στον Αξιό, μετατρέπονται εν μία νυκτί σε αυτοσχέδια καταλύματα που εγκαταλείπονται όταν οι “ένοικοί” τους καταφέρνουν να περάσουν από τα αφύλακτα περάσματα της μεθορίου. Την παρουσία τους προδίδουν μόνο πεταμένα κονσερβοκούτια -επιλέγουν κυρίως κονσέρβες με φασόλια- αποτσίγαρα και κάποια ρούχα που ίσως τους “βάρυναν” στον δρόμο. Προς μία τέτοια “φωλιά” κατευθυνόταν αποκαμωμένος και ένας νεαρός Σύρος, ο Μοχάμεντ, ο οποίος παραπονιέται ότι τρεις φορές προσπάθησε να περάσει ανεπιτυχώς τα σύνορα. «Την τελευταία φορά με χτύπησαν κιόλας», λέει και ξεσπά σε λυγμούς. Βγάζει από την τσάντα του και δείχνει μια σοκολάτα, «τη μισή θα φάω το βράδυ και την υπόλοιπη το πρωί, εξομολογείται. Όσο για τους λαθροδιακινητές, εκμυστηρεύεται ότι ζητούν πάρα πολλά χρήματα. «Η ταρίφα είναι χίλια τριακόσια ευρώ από εδώ έως τη Σερβία και άλλα περίπου δυο χιλιάδες ευρώ μέχρι κάποια χώρα της Ευρώπης». Η μεταφορά γίνεται κυρίως με ταξί που παραλαμβάνουν τους μετανάστες από ορισμένα σημεία των συνόρων και τους μεταφέρουν, αρχικά, μέχρι τη Σερβία. Από ‘κει, με Ι.Χ. -ή πάλι με ταξί- κατευθύνονται στην Ουγγαρία, μέσω του οδικού δικτύου είτε αεροπορικώς, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Οικογένειες ολόκληρες, με μικρά παιδιά στην αγκαλιά, βαδίζουν χιλιόμετρα με τα μάτια στραμμένα στην κεντρική Ευρώπη. Στη μέση του πουθενά, σε έναν χωματόδρομο, δίπλα στον Αξιό, μια τριμελής οικογένεια Αφγανών περπατά, κοιτώντας αφοσιωμένα τον δρόμο. Ο νεαρός άνδρας φορά γκέτες που πάνω τους έχουν κολλήσει αγκάθια από το περίβλημα που έχουν τα κάστανα. Η γυναίκα στηρίζεται σε ένα ραβδί και προχωρά με δυσκολία. Μόνο το παιδάκι τους, ένα πεντάχρονο αγοράκι, βαδίζει ζωηρά, φορώντας καινούργια παπουτσάκια. Δέχεται αμήχανα μια σοκολάτα, την οποία παρατάει στη στιγμή μόλις η Μαρία από την Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία, του δίνει ένα παιχνίδι, ένα κόκκινο φορτηγάκι. Μόνο τότε χαμογελά η μάνα, το τραβάει απαλά και συνεχίζουν να βαδίζουν στον χωματόδρομο.