Παρασκευή, 31 Ιανουαρίου, 2025

Καρτερώντας τα Χριστούγεννα

«Αϊ Νίκουµ δεν πρόφθασα να σκάνου πουλές µαµαλίγκες»
Έτρεφε µέσα της την ελπίδα ότι θα προλάβαινε να δει το γιο της. Τον τέταρτο στην αράδα, τον Νίκο της, τον ξενιτεµένο στην µακρινή Αυστραλία, πριν σφαλίσουν για πάντα τα θολωµένα από το πολύ κλάµα µάτια της.

Το τελευταίο γράµµα που έλαβε από τον αγαπηµένο της γιο, έγραφε καθαρά ότι τα Χριστούγεννα θα ερχότανε στην πατρίδα να γιορτάσουν µαζί τη γέννηση του Σωτήρα και να περάσουν, έπειτα από δεκαπέντε περίπου χρόνια που έλειπε στην ξενιτιά, όλες τις χρονιάρες µέρες. Η λαχτάρα της ν’ αγκαλιάσει το λατρεµένο της παιδί δεν περιγράφεται µε λόγια. Από τη µέρα που είχε λάβει εκείνο το γράµµα, πριν τρεις πάνω – κάτω µήνες, οι µέρες δεν περνούσαν, έλεγε µε πικρό παράπονο, λες και ο θεός τις µεγάλωνε επίτηδες, να µεγαλώνει την καθ’ όλα δικαιολογηµένη αγωνία της. Τα όνειρα δε, που έκανε, πως θα τον υποδεχότανε το γιο της κ.α. δεν είχαν µετρηµό. Έλεγε και ξανάλεγε και τα µάτια της έλαµπαν από χαρά, ότι εκτός από τα φαγητά που θα του έφτιαχνε και τα γλυκίσµατα, θα του έφτιαχνε και πολλές µαµαλίγκες γιατί του άρεσαν πάρα πολύ. Αυτό βέβαια δεν το είχε ξεχάσει. Άλλωστε ξεχνάει ποτέ η µάνα τι αρέσει στο παιδί της; Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι η µαµαλίγκα είναι για όσους δεν γνωρίζουν ένα είδος πεντανόστιµης πίτας, που συνηθίζεται και φτιάχνεται στην ιδιαίτερη πατρίδα µου, τη Ρούµελη.
Βέβαια κάποια χρήµατα από ‘κεινα που της έστελνε τα διέθεσε κι έφτιαξε ένα κατακαίνουριο φόρεµα που θα το φορούσε πρώτη φορά όταν θα ερχότανε µε το καλό ο Νίκος της, τη νύχτα των Χριστουγέννων που έπειτα από τόσα χρόνια θα πήγαινε όλη η οικογένεια µαζί στην εκκλησία. Αµ τι, έτσι θα πήγαινε στην εκκλησία; Ατηµέλητη, µε παλιά ρούχα; Παπούτσια καινούρια της είχε πάρει ο µικρότερος γιος της ο Στέλιος στην γιορτή της, της Αγίας Αικατερίνης. Με αυτές τις όµορφες σκέψεις και µε ανείπωτη λαχτάρα αγαπητοί µου φίλοι περνούσαν οι µέρες της ηρωίδα µας.

Όµως πριν από διετίας περίπου, είχε παρουσιαστεί ένας παράξενος πόνος στο στοµάχι της, έτσι τον έλεγε. Ο Στέλιος, ο µικρός γιος της όταν την πήγε στον γιατρό να την εξετάσει, τα πράγµατα δεν τα είδε και τόσο καλά και πρότεινε να εισαχθεί στο Νοσοκοµείο η µητέρα. Όταν πήγε στο Νοσοκοµείο, µετά από αρκετές εξετάσεις, οι γιατροί διαπίστωσαν ότι η µητέρα είχε προσβληθεί από την επάρατο νόσο και το συντοµότερο έπρεπε να χειρουργηθεί. Η δύστυχη γυναίκα δεν µπορούσε να φανταστεί το µέγεθος του κινδύνου που παραµόνευε, όχι γιατί ήταν καθυστερηµένη διανοητικά, όµως να φανταστείτε ότι από το χωριό της δεν είχε φύγει άλλη φορά και πλησίαζε τα ογδόντα χρόνια ζωής. Όλα όσα πέρασε και όσα έβλεπε στο νοσοκοµείο ήταν πρωτόγνωρα πράγµατα για κείνη. Τώρα, µετά την επιτυχή επέµβαση και την αφαίρεση του όγκου, έτσι είχε ακούσει κι έτσι έλεγε, περνούσε καλύτερα. Ειδικά τις πρώτες µέρες που βγήκε από το νοσοκοµείο και που έµενε στην Αθήνα, περίπου ένα µήνα, στην κόρη της πού ήταν παντρεµένη εκεί. ∆εν πόναγε καθόλου και περνούσε καλά, και συµπλήρωνε, όταν επέστρεψε στο χωριό της, όταν την ρωτούσαν οι χωριανοί, “βρε καλά, κατάκαλα είµαι”.

Ο µακαρίτης ο άντρας της είχε φύγει από τη ζωή πριν δεκαπέντε χρόνια, τη χρονιά που είχε φτιάξει τα χαρτιά του ο Νίκος να ξενιτευτεί, στην µακρινή Αυστραλία, πίσω από τη θάλασσα όπως συνήθως έλεγε. Και να τώρα που πλησίαζε η πολυπόθητη µέρα να δει και να αγκαλιάσει έπειτα από τόσα χρόνια τον Νικόλα της, την ξανάπιασαν πάλι εκείνοι οι πόνοι στην κοιλιά της και φορές – φορές έµοιαζαν σαν µαχαιριές. Ο Στέλιος την ξαναπήγε βέβαια στον γιατρό, αλλά παρ’ όλη την καλοσύνη του γιατρού, έλεγε η ηρωίδα µας και τα φάρµακα που της έδωσαν, άλλου είδους από τα πρώτα, δεν εννοούσαν να υποχωρήσουν καθόλου. Κι όσο ο πόνος δεν έλεγε να υποχωρήσει, µε πολύ παράπονο έλεγε µε τη γνήσια ρουµελιώτικη προφορά της “Α να ιδείς Στέλιουµ, δε θα προλάβου να ιδού τον Νίκου µας” και τα µάτια της άρχιζαν να τρέχουν σαν τις στάλες της βροχής, πικρά δάκρια.
Σώπα βρε µάνα, τι κουβέντες είναι αυτές που λες τώρα, αντιλογόταν ο Στέλιος και δύσκολα κράταγε τα δάκρυά του και κείνος που ήταν έτοιµα να τρέξουν από τις βρύσες των µατιών του σκιάζοντας µη προδώσουν την πικρή αλήθεια που ο γιατρός του είχε πει για την µητέρα του.
Την τελευταία φορά που την είδε ο γιατρός είπε στον Στέλιο “∆εν µπορούµε να κάνουµε απολύτως τίποτα άλλο, λίγος χρόνος έχει αποµείνει για τη µάνα σου”, τότε ο Στέλιος έγραψε ένα γράµµα στον Νίκο να κάνει ότι µπορεί να έρθει στο χωριό να δει τη µάνα και να τον δει και κείνη µη φύγει από τη ζωή µε το πικρό παράπονο αυτό. Τώρα ο Νίκος θα ερχότανε, πρώτα ο θεός, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, µαζί µε τα δυο του παιδιά, τον Παναγιώτη και την Κατερίνα. Η γυναίκα του, κόρη µετανάστη και αυτή δεν µπορούσε να ταξιδέψει γιατί ήταν έγκυος. Της το είχε απαγορέψει ο γιατρός. ∆εν το είχαν πει στη µητέρα ότι θα έφερνε και τα εγγόνια µαζί του για να µην της µεγαλώσουν περισσότερο την αγωνία της και αν προλάβαινε να τα δει να χαιρότανε περισσότερο που θα τα έβλεπε. Επιτέλους η πολυπόθητη µέρα πρόβαλε, που ο Νίκος θα έφτανε στο σταθµό του τραίνου και θα πήγαινε ο Στέλιος να τον υποδεχτεί µε το άλογο, να φορτώσουν και τα πράγµατα που έφερνε µαζί του. Φεύγοντας όµως ο Στέλιος είπε στη µητέρα του “µητέρα µην πάρεις το δρόµο και ‘ρθεις από κοντά γιατί ο καιρός κόβετε, µη σε πιάσει καµιά βροχή στο δρόµο κι αποµείνεις µεσόστρατα”, “όχι παλικάριµ, τράβα εσύ, να µη νοιάζεσαι για µένα”, και συνέχισε “δεν τα χου χαµένα”, που σηµαίνει δεν είµαι τρελή.

Όταν όµως κατάλαβε ότι έφτανε η ώρα που θ’ αγκάλιαζε το παιδί της ύστερα από δεκαπέντε χρόνια, δεν τη σήκωνε ο τόπος. Πήρε λοιπόν το ραβδί της και σιγά – σιγά και µε χαρά που δεν περιγράφεται κρυµµένη µέσα στα στήθια της και µε βρεγµένα µάτια από τα δάκρυα τώρα πια δάκρυα χαράς πήρε το δρόµο που οδηγούσε έξω από το χωριό, από εκεί που θα ξαγνάντευε ο Νίκος της. Όταν επιτέλους έφτασε αγκοµαχώντας, αλλά έφταξε έξω από το χωριό σε µια ραχούλα, σκούπισε τα δακρυσµένα µάτια της, έβαλε την παλάµη της πάνω στο µέτωπο και κοίταξε πέρα το δρόµο. Ένας γλυκός αναστεναγµός έφυγε από τα χείλη της κι αµέσως µια φωνή γλυκιά όσο γλυκιά είναι η φωνή της µάνας όταν καλεί το παιδί της κι είπε όσο δυνατά µπορούσε “Εσύ είσαι Νίκουµ, έρχεσει, εσύ εισή παλικάριµ”. ∆εν ήταν πολύ µακριά κι ο Νίκος άκουσε τη φωνή της µητέρας κι αντιλοήθηκε σχεδόν κλαίωντας “εγώ είµη µάναµ έρχουµη, κάτσι εκεί που είσει, έρχουµη µανούλαµ έρχουµη” τότε τα εγγόνια ξεχύθηκαν στο δρόµο τρέχοντας, έχοντας την αγκαλιά τους ανοιχτή και φώναζαν και κείνα µε χαρά, ήρθαµε καλή µας γιαγιά, ήρθαµε. Όταν πια αντάµωσαν, το τι ακολούθησε στη συνέχεια δεν περιγράφεται. Αγκαλιές, φιλιά, ευχές, ευχαριστήρια στο µεγαλοδύναµο και την γλυκιά Παναγιά την προυσιώτισσα, πολιούχο του χωριού, κι ένα σωρό άλλα πράγµατα που γίνονται σε παρόµοιες περιπτώσεις έδιναν και έπαιρναν. Τέλος σιγά- σιγά πλησίαζε και η µέρα της µεγάλη γιορτής.

Η ηρωίδα µας δεν χόρταινε ν’ ακούει το παιδί της και τα εγγόνια της. Ήρθαν και η κόρη της από την Αθήνα και ο άλλος γιος να κάνουν όλοι µαζί Χριστούγεννα, µια και ήρθε και ο Νίκος από την ξενιτιά. Όµως την παραµονή των Χριστουγέννων µετά τον εσπερινό, η µάνα βάρυνε πολύ. Κάπου – κάπου έλεγε “Αϊ Νίκουµ δεν πρόλαβα να σκάνου πουλές µαµαλίγκες” κι απόγερνε το κεφάλι της στο µαξιλάρι και πάλι σώπαινε. Ώσπου κάποια στιγµή σώπασε µια για πάντα. Ξεψύχησε. Πετώντας η ψυχούλα της προς τ’ άγνωστο στα χείλη της ζωγραφίστηκε ένα γλυκό χαµόγελο και δεν έσβησε ώσπου την σκέπασε το χώµα στο µνήµα της. Η δόλια δεν µπόρεσε να φορέσει το καινούριο της φουστάνι. Της το φόρεσαν όµως για το µεγάλο της ταξίδι, µαζί µε τα καινούρια της παπούτσια, να κατέβει τα σκαλοπάτια του Άδη, ανάλαφρη και καθαρή, µην παρουσιαστεί µπροστά στον µεγαλοδύναµο απεριποίητη και ντροπιάσει τα λατρεµένα της παιδιά.
Τούτη την επιθυµία την είχε πει στη µικρή της κόρη, την Γεωργία. Πριν έρθει ο Νίκος στο χωριό, ένα γλυκό λιόγερµα, όταν είχαν πάει στο κοιµητήρι ν’ ανάψουν το καντήλι του µακαρίτη του άντρα της και να περιποιηθούν λίγο τον τάφο. Χρονιάρες µέρες έρχονταν, έπρεπε να τον βοτανίσουν γιατί είχε βγάλει και λίγα χορτάρια γύρω – γύρω. Τότε λοιπόν της είχε πει “άµα πιθάνου Γιωργίτσαµ να µβάλεις τα κινούργια ρούχα κι τα παπούτσια κουνταµ” και για να προλάβει τυχόν αντίδραση της κόρης της την αποστόµωσε πριν πει απολύτως τίποτα η δεύτερη. “ Μη κραίνες ντιπ σταµάτα” και η κόρη έκανε ακριβώς αυτό που της πρόσταξε η µητέρα της.

*Ο ∆ηµήτρης Κ. Τυραϊδής είναι συγγραφέας – ποιητής, µέλος της Παγκοσµίου Ενώσεως
Ελλήνων Λογοτεχνών, µέλος των Πνευµατικών ∆ηµιουργών νοµού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα