Στη δύση της προηγούμενης χιλιετίας, ο τότε πρόεδρος των Η.Π.Α, Μπιλ Κλίντον, περιέγραψε την διαμφισβητούμενη περιοχή του Κασμίρ, στα σύνορα Ινδίας-Πακιστάν ως το πιο επικίνδυνο μέρος του πλανήτη. Σήμερα αν και οι συγκρούσεις στην περιοχή έχουν περιοριστεί σε ισχύ, ωστόσο ο πυρηνικός ανταγωνισμός των δύο χωρών, κάνουν τον ισχυρισμό αυτό πιο επίκαιρο από τότε. Το Κασμίρ, μια περιοχή 12 εκατομμυρίων κατοίκων στα βορειοδυτικά της Ινδίας στα σύνορα με το Πακιστάν και την Κίνα βρίσκεται υπό διαρκή διαμάχη για πάνω από 70 χρόνια, η οποία από την δεκαετία του 1990 έως σήμερα, κόστισε τον θάνατο περισσότερων από 50.000 ανθρώπων.
Η σύγκρουση ξέσπασε ήδη από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας την Ινδίας και του Πακιστάν από την βρετανική αυτοκρατορία το 1947. Με την αποχώρησή τους οι Βρετανοί ανακοίνωσαν ότι τα αυτόνομα πριγκιπάτα μπορούσαν ελεύθερα να αποφασίσουν αν θα προσαρτηθούν στην Ινδία ή το Πακιστάν. Ωστόσο το πριγκιπάτο του Κασμίρ είχε την ιδιαιτερότητα πως αν και η πλειοψηφία του πληθυσμού του ήταν Μουσουλμάνοι, άρα έκλινε περισσότερο προς το Πακιστάν, ωστόσο ο τοποτηρητής (Μαχαράτζα) του πριγκιπάτου ήταν Ινδός όπως και μια μειοψηφία του πληθυσμού στην περιοχή Τζαμού με ισχυρούς δεσμούς με το Νέο Δελχί. Όταν έφτασε η στιγμή της απελευθέρωσης, ο μαχαράτζα του Κασμίρ, Χαρί Σίνχ, προσπάθησε να διατηρήσει την ανεξαρτησία μαζί με τα προνόμιά του και υπέγραψε συμφωνία ουδετερότητας με το Πακιστάν έως ότου αποφασίσει την χώρα προσάρτησης. Η συμφωνία αυτή ξεσήκωσε τον μουσουλμανικό πληθυσμό της περιοχής που περίμενε την ένωση με το γειτονικό Πακιστάν, προχωρώντας σε μαζικές διαδηλώσεις οι οποίες με την βοήθεια του Πακιστάν πήραν ένοπλο χαρακτήρα. Τότε ο Σίνχ, ζήτησε βοήθεια από την Ινδία για να αντιμετωπίσει την εξέγερση. Η Ινδία συμφώνησε για την αρωγή υπό τον όρο το Κασμίρ να προσαρτηθεί στην ίδια μετά την καταστολή των μουσουλμάνων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο υπογράφθηκε, στις 26 Οκτωβρίου 1947, το «Πρωτόκολλο Προσάρτησης» μεταξύ Κασμίρ και Ινδίας οπόταν και άνοιξε ο «ασκός του Αιόλου».
Οι δύο χώρες συγκρούστηκαν το 1947 στο πλαίσιο το διαχωρισμού τους που υπολογίζεται ότι στοίχισε τις ζωές περίπου 1 εκατομμυρίου ανθρώπων, λόγω των θρησκευτικών διαφορών μεταξύ Μουσουλμάνων και Ινδουιστών. Ο τότε πρώτος πρωθυπουργός της Ινδίας Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, ηγέτης του κινήματος της ανεξαρτησίας και πολιτικό «παιδί» του Μαχάτμα Γκάντι, έθεσε το θέμα στα Ηνωμένα Έθνη τα οποία ζήτησαν την άμεση απόσυρση των στρατευμάτων και των δύο δυνάμεων από το Κασμίρ, καθώς και την διεξαγωγή δημοψηφίσματος μετά την εξάλειψη των συγκρούσεων ώστε να αποφασίσει ο λαός της περιοχής για το μέλλον του. Παρόλα αυτά καμία από τις αντίπαλες χώρες δεν υπαναχώρησε και το δημοψήφισμα δεν έλαβε ποτέ χώρα. Έκτοτε η περιοχή έζησε άλλους 4 πολέμους τα έτη 1965, 1971, 1989 και 1999. Μετά την σύγκρουση του 1971 υπογράφθηκε το Σύμφωνο της Σίμλα η οποία εκτός από το γεγονός ότι αναγνώριζε την ανεξαρτησία του Μπαγκλαντές (πρώην ανατολικό Πακιστάν), έθετε και τα σύνορα, η την «Γραμμή Ελέγχου», μήκους 700χλμ., που θα χώριζε de facto το Κασμίρ σε τρία μέρη. Το 45% του Κασμίρ θα ελέγχονταν πλέον από την Ινδία και ειδικότερα η κοιλάδα του Κασμίρ, με μουσουλμάνους κατοίκους, καθώς και η περιοχή Τζαμού με πλειοψηφία ινδουιστών. Το Πακιστάν θα έθετε υπό το έλεγχό του το βορειοδυτικό Κασμίρ, μια περιοχή περίπου 35% της συνολικής έκτασής του, ενώ το υπόλοιπο 20%, το βορειοανατολικό κομμάτι του Κασμίρ, στους πρόποδες των Ιμαλάιων με πληθυσμό κυρίως Βουδιστές, δόθηκε στην Κίνα. Οι συγκρούσεις στην γραμμή ελέγχου όμως δεν σταμάτησαν και πήραν σταδιακά χαρακτήρα σύρραξης χαμηλής έντασης με μεγάλη διάρκεια. Το 1989 με την ήττα τον Σοβιετικών στον πόλεμο του Αφγανιστάν (1980-1989), το Πακιστάν διοχέτευσε στο Κασμίρ πολλούς εναπομείναντες Μουτζαχεντίν (εξτρεμιστές Ισλαμιστές), αναζωπυρώνοντας την σύγκρουση με την Ινδία, η οποία απάντησε με σκληρά αντίποινα που οδήγησαν σε χιλιάδες θανάτους.
Σήμερα το Κασμίρ συνεχίζει να ζει με τα τραύματα των πολέμων του προηγούμενου αιώνα. Αν και οι ένοπλες συγκρούσεις έχουν περιοριστεί σημαντικά, το αίσθημα αγανάκτησης και απογοήτευσης στους κατοίκους είναι εμφανής. Σύμφωνα με την Ινδία, στην κοιλάδα δρουν ακόμη 250 αντάρτες που μάχονται για την απελευθέρωση του Κασμίρ και την προσάρτησή του με το Πακιστάν. Ωστόσο στο ινδικό Κασμίρ, υπάρχουν 250.000 Ινδοί στρατιώτες οι οποίοι ερχόμενοι από το εσωτερικό της πολυπληθούς χώρας αντιμετωπίζουν τους μουσουλμάνους κατοίκους με καχυποψία παραβιάζοντας πολλές φορές τα ανθρώπινα δικαιώματα σύμφωνα αναφορές των Ηνωμένων Εθνών. Οι Ινδοί στρατιώτες κακομεταχειρίζονται τους κατοίκους, αποκόπτουν συχνά χωρία, κάνουν επιδρομές ανά τακτά διαστήματα ενώ το Απρίλιο του 2017, μπλόκαραν την σύνδεση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου αναρτούνται βίντεο με τις ασυδοσίες τους. Επίσης αν και ο στρατός, μαζί με την αστυνομία κατηγορούνται ότι έχουν τυφλώσει εκατοντάδες διαδηλωτές με πλαστικές σφαίρες, στην άλλη μεριά, στο Πακιστάν, καταγράφονται μεγάλοι αριθμοί «εξαφανίσεων» πολιτών που τάσσονται κατά της πολιτικής τη χώρας.
Η σύγκρουση πλέον έχει πάρει επίσης πολιτική διάσταση. Ιδιαίτερα στο ινδικό κομμάτι του Κασμίρ, το οποίο από το 1957 κατέχει ειδική αυτονομία σύμφωνα με το ινδικό Σύνταγμα και μπορεί να εκλέγει την δική του τοπική κυβέρνηση. Το καλοκαίρι του 2018 διαλύθηκε η τοπική κυβέρνηση που σχηματίστηκε το 2015 αποτελούμενη από συνασπισμό του ινδικού εθνικιστικού κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP) και του Λαϊκού Δημοκρατικού κόμματος (PDP) που τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας(azaadi) του Κασμίρ, λόγω της αναζωπύρωσης των συγκρούσεων.
Το Κασμίρ αποτελεί σημαντικό σημείο τόσο για την Ινδία ως πέρασμα στη Δύση, όσο κυρίως για το Πακιστάν, αφού στην περιοχή υπάρχει ένα σημαντικό δίκτυο σιδηροδρόμων αλλά και από εκεί ρέουν τρία μεγάλα ποτάμια από τα οποία χώρα εξασφαλίζει τις ανάγκες της σε νερό. Η Ινδία προσπαθεί σε αντίθεση με το Πακιστάν να διατηρήσει το status quo και να αφομοιώσει πλήρως το Κασμίρ στον εθνικό κορμό. Ωστόσο χώρα έχει χάσει το παιχνίδι στης εθελούσιας προσάρτησης και κρατάει την περιοχή υπό συνεχή στρατιωτικό έλεγχο. Αν και έχουν γίνει προσπάθειες διαπραγματεύσεων μεταξύ των κυβερνώντων των δύο χωρών, όλες απέτυχαν και το θέμα «Κασμίρ» χρησιμοποιείται εργαλιακά κυρίως σε προεκλογικές περιόδους για την έξαρση των εθνικιστικών συναισθημάτων. Καθώς όμως η Ινδία αναπτύσσεται ραγδαία πληθυσμιακά και οικονομικά, το Πακιστάν προσπαθεί με δυσκολία να εξισορροπήσει τη διαφορά ισχύος. Η Αμερική προσεγγίζει περισσότερο την Ινδία, ένεκα των θαυμάσιων προοπτικών της χώρας ως αντίβαρο στην ανάπτυξη της Κίνας, αναγκάζοντας το Πακιστάν να ενισχύσει την συνεργασία του με την τελευταία ιδιαίτερα στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας (Ινδία και Πακιστάν έχουν πυρηνικά στο οπλοστάσιό τους). Αυτός ο ανταγωνισμός ισχύος μεταξύ των δύο εχθρών μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα ανοικτή σύγκρουση με απρόβλεπτες συνέπειες. Γι αυτό η κατάσταση στο Κασμίρ απαιτεί άμεσης επέμβασης από τη διεθνή κοινότητα για να μην γίνει η σπίθα που θα βάλει «φωτιά» στην ασιατική ήπειρο.