Και τότε αρχίζω να τραγουδάω και το στόμα μου μεγαλώνει. Ο μπαμπάς γελάει βλέποντάς με τόσο χαρούμενο. Αλλά η μαμά δεν γελάει.
Τους το ζητούσα κι εγώ δεν ξέρω πόσα καλοκαίρια. Πάντα μου έδιναν την ίδια απάντηση. Αργότερα. Σιχαίνομαι όταν μου το λένε αυτό. Φαντάζομαι μια πολύ μεγάλη ουρά με παιδιά κι εγώ είμαι τελευταίος. Τώρα το συζήτησαν. Oχι δυνατά. Με πολλές χειρονομίες. Κλείστηκαν στην κουζίνα. Δε μ’ αρέσει καθόλου όταν το κάνουν αυτό. Η κουζίνα είναι για όλους! Eβαλα τ’ αφτί μου στην πόρτα. Δεν άκουγα καλά. Μετά από λίγο βγήκαν. Η μαμά ήταν πολύ σοβαρή. Πήγε στο παράθυρο. Φύσηξε τη μύτη της. Μετά ήρθε και με φίλησε στη φράντζα. Ο μπαμπάς μού ζήτησε να καθίσω μαζί του. Eτσι, σαν να ’ταν να συζητήσουμε. Μου έπιασε τα χέρια και είπε: Είσαι άντρας τώρα πια, Λίτο, πάμε. Κι εγώ άρχισα να χοροπηδάω στον καναπέ.
Ο χρόνος μετράει αντίστροφα. Σε λίγο ο πατέρας θα είναι νεκρός. Η ανάμνηση πρέπει να δημιουργηθεί άμεσα, μια ύστατη, δυνατή ανάμνηση, μια συναισθηματική παρακαταθήκη, ένα ιδιότυπο περιουσιακό στοιχείο. Eνα ταξίδι με τη νταλίκα του θείου, γνωστή ως Πέδρο, ένα ταξίδι μακρινό, οι δυο τους, ο πατέρας με τον μεγάλο -πια- γιο για συνοδηγό. Η μητέρα ανησυχεί. Η υγεία του Μάριο είναι εύθραυστη, το ταξίδι απαιτητικό. Τελικώς συνηγορεί, είναι σημαντικό να έχει κάτι να θυμάται απ’ τον πατέρα του το παιδί. Εκείνο ενθουσιάζεται, δεν ξέρει.
Η κατάρα να γνωρίζει κανείς το μέλλον, το άμεσο μέλλον, ιδιότητα θεϊκή, βάρος δυσβάσταχτο για τις εύθραστες ανθρώπινες πλάτες. Πώς προετοιμάζεται άραγε κανείς; Η φθορά του αγαπημένου σώματος, η κόπωση που δημιουργεί ενοχές, η προστασία των αδύναμων. Η μοναξιά εκείνου που φεύγει, το άγνωστο. Η μοναξιά εκείνου που μένει, το άγνωστο. Τρεις μονόλογοι συνθέτουν την αφήγηση. Ο Λίτο γράφει μια έκθεση με θέμα: Πώς πέρασα στο ταξίδι με τον πατέρα μου. Ο Μάριο μαγνητοφωνεί εκείνα που θα ήθελε να εκμυστηρευτεί κάποια στιγμή στον γιο του. Η Eλενα καταφεύγει στο ημερολόγιο της. Τρεις διακριτές αφηγηματικές φωνές που εναλλάσσονται.
Ο Νέουμαν επιτυχάνει κάτι φαινομενικά απλό, που όμως χάσκει λάκος ανοιχτός για πλήθος συγγραφέων: να μιλήσει με φωνή πειστικά παιδική. Στις φωνές του ζεύγους, παρακάμπτοντας την προφανή διάκριση σε άντρα-γυναίκα, εντοπίζει την πραγματική διαφορά: τη στάση απέναντι στο μέλλον. Eτσι, η τεχνική υπηρετεί την κεντρική ιδέα, αποτελώντας το τέλειο σώμα για να του εμφυσήσει πνοή η γλώσσα. Γιατί, όσο και αν εθελοτυφλούμε, μόνος του περνά κανείς τον πόνο, με τις ανομολόγητες σκέψεις, τους φόβους και τα πάθη του. Επίτευγμα ακόμα πιο δύσκολο, η απουσία συναισθηματικού εξαναγκασμού.
Η απώλεια και ο θάνατος διαθέτουν τέτοια δυναμική, λογοτεχνικά μιλώντας, που μπορούν να παραπλανήσουν τον συγγραφέα σε μονοπάτια γλυκανάλατα, ψευδοποιητικά, εκεί που ακόμα και ο θάνατος δημιουργεί, μου δημιουργεί, αναγνωστική αποστροφή, τι με νοιάζει εμένα, σκέφτομαι. Με το ζόρι συναίσθημα δεν γεννιέται, ο Νέουμαν το ξέρει και αποφεύγει τον σκόπελο με άνεση, η αφήγηση πρέπει να μπλέκεται με τις σκέψεις του αναγνώστη, και όχι μόνο με αυτές, μα και με τους φόβους και τα πάθη του, να μπορεί να υπερπηδήσει το ατομικό.
Ο συγγραφέας – αναγνώστης που αγαπά τη λογοτεχνία, που διψά για ιστορίες, που εμπνέεται και στοιχειώνεται απ’ αυτές. Ο Νέουμαν είναι τέτοια περίπτωση συγγραφέα, ποικιλογραφότατος, φόρμα μικρή και μεγάλη, ποίηση και δοκίμιο, ακολουθεί τη λογοτεχνική παραγωγή, δεν ζει απομονωμένος, πιστεύοντας πως ο κόσμος μόνο τα δικά του πεπραγμένα αναμένει. Η αφήγηση της Eλενα, φιλολόγου στο επάγγελμα -ναι, μια φιλόλογος που διαβάζει λογοτεχνία- διάσπαρτη από λογοτεχνικές αναφορές, η ανάγνωση ως συναισθηματικό καταφύγιο, η ιδιαίτερη αυτή αίσθηση, που μόνο η τέχνη μπορεί να χαρίσει: δεν είμαι μόνος. Τα αναγνώσματα του Νέουμαν δημιουργούν έναν επιπλέον δεσμό, τα γνωστά και αγαπημένα χτίζουν ένα κοινό παρελθόν, τα άγνωστα προστίθενται στη μεγάλη λίστα με τα προσεχώς. Eνας συγγραφέας που δικαιολογεί τον ντόρο γύρω από το ονομά του, δικαιώνει -έστω και σε αυτό το δείγμα- τον χαρακτηρισμό ενός από τα νέα μεγάλα ταλέντα της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας.