Είναι τούτες οι Πασχαλιάτικες μέρες, μέρες νοηματικής αμηχανίας.
Ποιος σταυρώνεται τελικά, κι αν θα ‘ρθει η προσδοκώμενη Ανάσταση;
Καμιά φορά όλα μοιάζουν με έναν συμπνιγμό.
Ο ένας αγκαλιάζει τον άλλο και πάνε στον πάτο της θάλασσας.
Αλλες φορές, λες, πάει κι αυτό, βγήκαμε στην στεριά.
Θα ‘ναι μεταβαλλόμενο, κατά πως φαίνεται το θυμοειδές της εθνικής ψυχής.
Κι ύστερα, αρνιά, σούβλες τραγούδια, Λαμπρή…
Και λίγο πιο κάτω η ερχόμενη Δευτέρα, η Τρίτη, η Τετάρτη 38, 39, 40 μέρες δίχως τους Ελληνες στρατιωτικούς.
Μια ακροτελευταία πράξη ενός μυστικού δράματος.
Ή η επόμενη πράξη, η… μεθεπόμενη μέχρι τον Αύγουστο της εξόδου, που είναι τόσο απόμακρα κοντά, μιας και οι Γερμανοί ακόμη τεχνηέντως σιωπούν.
Πάσχα Ελλήνων, κάτι σαν πανήγυρις πανηγυρέως, που λένε και οι γραφές.
Εμείς και… οι Σαδδουκαίοι, και οι υπόλοιποι που περισσεύουν εν τάξει και αταξία ερριμμένοι.
Πάσχα κι αυτό και το προηγούμενο και το επόμενο.
Φωτοχυσία μεταξύ ημών και των άλλων.