Κατακαήκαν τα χωριά, Μέλαμπες και Σαχτούρια,
η Κρύα Βρύση κι η γι Ορνέ, σόπατα και παπούρια.
Κατακαήκαν τα δεντρά κι η ξακουστή Βουβάλα,
για να σβηστούνε στσι πλαγιές των ανταρτών τα ζάλα.
Κατακαήκαν τω πουλιώ φωλιές μέσα να μπούνε,
σε κλώνους δε καθίζου μπλιό να γλυκοκελαηδούνε.
Τσι Μέλαμπες και την Ορνέ, Σαχτούρια, Κρύα Βρύση,
‘κάψανε και δεν ‘πόμεινε πέτρα να μη μαυρίσει.
Ολόμαυρες γενήκανε πλαγιές τ’ Άϊ Βασίλη,
του Κέντρους που ‘ξανάκαψαν τση «Κατοχής οι Σκύλοι».
Στσ’ αγώνες για τη λευτεριά εσείς πρωτοστατείτε,
έρμαια σας αφήκανε για να διπλοκαείτε.
Τύψεις, ντροπή στσ’ υπεύθυνους το νου να βασανίζει
κι ο Έπαινος στσι χωριανούς περίσα των αξίζει.
Μέλαμπες κι α σε κάψανε ξαναγεννιέσαι πάλι,
έχεις Αγίους δίπλα σου κι η Χάρι τους μεγάλη.