Προχουντικά τα Εξάρχεια, αποτελούσαν καλή Αθηναϊκή γειτονιά. Όχι αριστοκρατική όπως το Κολωνάκι, η Κυψέλη, τα Βόρεια προάστια, αλλά με ανθρώπους στην πλειοψηφία τους ευγενικούς και καλοσυνάτους, κοπέλες ήμερες, καλαναθρεμμένες, πολιτισμένες. Το πώς κατάντησαν αυλή των θαυμάτων, από όπου φοβάσαι να περάσεις, πρέπει να απασχολήσει τους ερευνητές.
Εκεί διέμενα τα περισσότερα πανεπιστημιακά μου χρόνια, όπως και πολλοί σπουδαστές Ανωτάτων Σχολών. Στην περιοχή λειτουργούσαν προσιτά εστιατόρια.
Τα έργα της πλατείας, εδώ και χρόνια, παρατημένα, ατελείωτα. Ποιος τολμούσε να μιλήσει; Τις μαύρες μέρες του εκείνης της εποχής, όλα τά ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Αστυνομικοί μπαμπούλες, έτοιμοι να τσακίσουν κάθε φωνή διαμαρτυρίας, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, φάκελοι, ξερονήσια. Βλέπε, άκου, σώπα.
Γύρω – γύρω σανίδες, ανάμεσά τους το περίπτερο, οι αναρτημένες εφημερίδες. Πόσες φορές, λόγω ταμειακής δυσκολίας, δεν διαβάζαμε όρθιοι την πρώτη τους σελίδα; Τελικά η Χούντα κατασκεύασε μικρό κυκλικό ανθόκηπο.
Γραφικοί μικροπωλητές διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους, συχνά με τρόπο σοκαριστικό. Ο αλκοολικός λούστρος, είχε καταντήσει νούμερο, αξιοθέατο.
Ο δρόμος που μέναμε, εγώ και ο μακαρίτης ο αδελφός μου, περνούσε από την άκρη της πλατείας. Ελάχιστες οι πολυκατοικίες, αργότερα έπνιξαν την γειτονιά, την πόλη. Το σπίτι μονώροφο κεραμοσκεπές. Στο ισόγειο τρεις αδελφές γεροντοκόρες, κάθε τόσο λογομαχούσαν με τους γείτονες. Ο πρώτος όροφος διέθετε έξι δωμάτια και τους στοιχειώδεις βοηθητικούς χώρους. Το άτεκνο ζευγάρι από τη Μάνη, κατοικούσε στα δυο, υπενοικίαζε τα υπόλοιπα. Ο Θεός να μην αφήσει, να ξαναζήσουμε παρόμοιες καταστάσεις.
Ο Μιχάλης, σπουδαστής Ανωτάτης Εμπορικής από την Ανατολική Στερεά και ένας συμπατριώτης του, μίσθωναν το καμεράκι απέναντι από το δικό μας. Μέσου αναστήματος, γεμάτος αλλά όχι παχύς, συμπαθητικό παρουσιαστικό.
Τότε οι φοιτητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κυκλοφορούσαν με σακάκι, πουκάμισο και γραβάντα. Αυτός δεν είχε. Μέσα από το σακάκι, έφερε φανέλα. Όταν χρειαζόταν, τα δανειζόταν από τον συγκάτοικό του ή κάποιο φίλο. Απέδιδα το γεγονός στην φτώχεια. Χαμηλό το βιοτικό επίπεδο μεγάλων μαζών.
Έτος 1962. Σαββατόβραδο αρχές Νοέμβρη. Η χλιαρή φθινοπωρινή νύχτα, διαδέχτηκε την ηλιόλουστη μέρα. Η Αθήνα χιλιοτραγουδισμένη, με υγρασία σχεδόν μηδενική, ήτανε τότε επίγειος παράδεισος. Αργότερα την έγκρουψε το νέφος. Ο αδελφός μου βρισκόταν στα Χανιά. Μελετούσα για τις πτυχιακές εξετάσεις της Νομικής. Γύρω στις οκτώ το βράδυ, κουράστηκα. Διέκοψα. Θα ξανάρχιζα την επομένη.
Βγήκα να περπατήσω. Στην πλατεία συνάντησα τον Μιχάλη. Γίναμε παρέα. Του πρόσφερα τσιγάρο.
Η Θεμιστοκλέους γεμάτη κίνηση. Κείνη την εποχή τα μαγαζιά άνοιγαν και Σάββατο απόγευμα. Κόσμος πολύς, οικογένειες, ζευγαράκια, νιόπαντροι, πικάντικες δεσποινίδες, αυστηροί βιοπαλαιστές.
Κοντά στην Ακαδημίας, το κατάφωτο πρακτορείο προγνωστικών ποδοσφαίρου. Πρότεινε να παίξουμε. Είπα πως εγώ δεν παίζω, εάν θέλει εκείνος ας παίξει.
Έκανε αρκετή ώρα να συμπληρώσει, ένα πάκο δελτία. Πλήρωσε εξήντα δραχμές. Με αυτές, θα μπορούσε να προμηθευτεί τα ρούχα που εστερείτο.
Σε ερώτησή μου, απάντησε πως κάθε Σάββατο ξοδεύει περίπου το ίδιο ποσό. Συνολικά έχει κερδίσει πενήντα δραχμές και χάσει σχεδόν χίλιες πεντακόσες, τρεις φορές το νοίκι του δωματίου του.
Δεν παίρνει κανένα ο έξω απ’ εδώ, εάν δεν υπογράψει και ο ίδιος.