“Απαράδεκτο” χαρακτηρίζει η Διεθνής Αμνηστία το άρθρο 336, που εμπεριέχει τον νομικό ορισμό του βιασμού, στο σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Διεθνούς Αμνηστίας αναφέρει «δόθηκε στη δημοσιότητα το σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο καλείται να κυρώσει αυτή την εβδομάδα το ελληνικό κοινοβούλιο με εξαιρετικά ταχείες διαδικασίες.
Στο σχέδιο αυτό, και συγκεκριμένα στο άρθρο 336, υιοθετείται ένας νομικός ορισμός του βιασμού που είναι απαράδεκτος, τόσο σύμφωνα με τις τυπικές δεσμεύσεις της χώρας και τις Συμβάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, όσο και σύμφωνα με τις πολιτικές υποχρεώσεις της κυβέρνησης. Ουσιαστικά, ο νέος ορισμός στο σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα, δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για το σοβαρό αυτό έγκλημα.
Συγκεκριμένα:
Το κύριο ζήτημα αποτελεί το γεγονός ότι ο βιασμός εξακολουθεί να ορίζεται με βάση τη βία και όχι με βάση την απουσία συναίνεσης. Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, που η χώρα μας επικύρωσε στις 2018 ως νόμο του κράτους, ορίζει την υποχρέωση ο βιασμός να ορίζεται με βάση την απουσία συναίνεσης. Η απαίτηση αυτή προκύπτει από την αναγνώριση ότι το βασικό δικαίωμα που πλήττεται σε περίπτωση βιασμού είναι η σεξουαλική αυτονομία και η σωματική ακεραιότητα ενός ατόμου, και επομένως, τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναγνωρίζουν την έννοια της ελεύθερα δοθείσης συναίνεσης (αξιολογούμενης στο πλαίσιο των περιστάσεων) ως το κεντρικό στοιχείο για τον ορισμό εγκλημάτων σεξουαλικής βίας, αντί της χρήσης βίας ή απειλής.
Αντίθετα, ο νομικός ορισμός του βιασμού με επίκεντρο τη βία ή την αντίσταση, όπως αυτός που περιλαμβάνεται στο νέο σχέδιο Ποινικού Κώδικα, σηματοδοτεί ότι μια σειρά εγκλημάτων βιασμού, στα οποία δεν φαίνεται η άσκηση ή η απειλή σωματικής βίας, ή η απόδειξη ή αδυναμία αντίστασης, ή δεν τεκμαίρεται εξαναγκασμός σε γενετήσια πράξη μετά από απειλή με παράνομη πράξη (όπως προβλέπεται στην παράγραφο 5), δεν θα διώκονται ως τέτοιοι. Επιπλέον, με τον παρόντα ορισμό, δεν λαμβάνεται υπόψη ότι το «πάγωμα» του θύματος, όταν έρχεται αντιμέτωπο με μια σεξουαλική επίθεση, έχει αναγνωριστεί ως η πιο συνηθισμένη ψυχολογική αντίδραση στην πλειοψηφία των βιασμών, όπως έχει αποδειχθεί από σειρά ερευνών. Η αντίδραση αυτή αφήνει το άτομο ανήμπορο να αντισταθεί στην επίθεση, συχνά σε βαθμό ακινησίας, και συνεπώς συνοδεύεται από απουσία εμφανών σημαδιών φυσικής βίας – κάτι που σημαίνει ότι επίσης δεν θα διώκεται ως βιασμός.
Επιπλέον, υιοθετείται ένας ακόμα πιο περιοριστικός από τον υπάρχον, ορισμός της απειλής. Από την «απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου», περνάμε μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις που αφορούν «απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας». Έτσι, η απειλή ορίζεται αποκλειστικά ως σωματική, και κλείνει οποιοδήποτε περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας.
Δεν υιοθετείται ο ορισμός ενός φάσματος επιβαρυντικών περιστάσεων, όπως επίσης προβλέπεται από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (ηλικία επιζώντος ατόμου, σχέση μεταξύ δράστη και επιζήσαντος ατόμου, χρήση ή απειλή βίας, παρουσία πολλών δραστών, βαριές σωματικές ή ψυχικές επιπτώσεις της επίθεσης στο θύμα κ.α.).
Τέλος, δεν υιοθετείται ένας σαφής ορισμός της πράξης του βιασμού, περιλαμβάνοντας ρητά κάθε μη συναινετική κολπική, πρωκτική ή στοματική διείσδυση σεξουαλικής φύσης στο σώμα ενός άλλου ατόμου με οποιοδήποτε μέρος του σώματος ή αντικείμενο, όπως επίσης προβλέπεται από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.
Δημιουργεί δυσμενή εντύπωση το γεγονός ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης προσπαθεί να διασκεδάσει τις αντιδράσεις και να παρουσιάσει μια πολύ διαφορετική από την πραγματική, εντύπωση, σημειώνοντας στο δελτίο τύπου του ότι το παρόν σχέδιο αποτελεί «βελτίωση» μετά από τη δημόσια διαβούλευση. Στην πραγματικότητα, το Υπουργείο δεν συμπεριέλαβε κανένα από τα σημεία που έχουν τεθεί στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης, τόσο από τη Διεθνή Αμνηστία, με επίσημο υπόμνημα που καταθέσαμε, όσο και από όλους τους υπόλοιπους φορείς και οργανώσεις, και το γυναικείο κίνημα.
Η πολιτική αυτή επιλογή του Υπουργείου φέρει ιδιαιτέρως σοβαρές συνέπειες: Εμπεδώνει την ατιμωρησία του βιασμού, εμποδίζει περαιτέρω την πρόσβαση των θυμάτων του βιασμού στη δικαιοσύνη και αδυνατεί να περιορίσει την κουλτούρα του βιασμού στην ελληνική κοινωνία. Σε μια περίοδο που η κοινωνία έχει υποφέρει από την επανειλημμένη δημοσιοποίηση περιστατικών βιασμών, είναι ανεπίτρεπτο το μήνυμα απουσίας οποιασδήποτε δικαίωσης, αλλά κινδύνου των μελλοντικών θυμάτων. Η επιμονή σε έναν ορισμό του βιασμού που επικεντρώνεται στην αντίσταση και τη βία παρά στην συναίνεση, θα έχει αντίκτυπο όχι μόνο στην καταγγελία βιασμών, που γενικά είναι πολύ χαμηλή, αλλά επίσης και στην κοινωνική αντίληψη περί σεξουαλικής βίας, όταν και τα δύο είναι κομβικές πλευρές της καταπολέμησης της ατιμωρησίας για αυτά τα εγκλήματα και της πρόληψής τους.
Όλο και περισσότερες χώρες στην Ευρώπη υιοθετούν νομοθεσίες στη βάση του απλού γεγονότος ότι το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός. Ωστόσο, η Ελλάδα αποφασίζει να ενεργήσει ενάντια σε αυτή τη γενική τάση, προτείνοντας έναν νόμο που δεν τοποθετεί στο επίκεντρο τη συναίνεση. Η πρόταση της κυβέρνησης είναι απαράδεκτη και συνιστά μια χαμένη ευκαιρία να αποδειχθεί η πραγματική δέσμευση της Ελλάδας να προστατεύσει τα δικαιώματα των γυναικών και των κοριτσιών. Η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να αγνοεί τις φωνές των γυναικών που απαιτούν σεξουαλική αυτονομία, με κάθε τρόπο, συμπεριλαμβανόμενης της τροποποίησης των παρωχημένων νομοθεσιών που τελικά τροφοδοτούν την ατιμωρησία του βιασμού.
Επαναλαμβάνουμε ότι ο μόνος ορισμός του βιασμού που μπορεί να γίνει αποδεκτός είναι αυτός που θα συνδέεται με την απουσία συναίνεσης. Καλούμε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, έστω και αυτή την ύστατη στιγμή, να αποσύρει το άρθρο 336 και να αντικαταστήσει τον ορισμό του βιασμού, έτσι ώστε αυτός να ορίζεται με βάση την απουσία συναίνεσης»