Έφηβο, λέγανε παλιά κάθε δεκαοκτάρη.
Νέο εθεωρούσανε τον εικοσιτεσσάρη
και γέρο και ταλαίπωρο τον τριανταοχτάρη*
Κι ήρθε ο Ζαμπέτας και έκανε νέο τον πενηντάρη!
τσαχπίνη, θαλερότατο! με λεβεντιά και χάρη.
Πολύ μετά, ο Ποιητής! με ανακατατάξεις
τα κάτω πάνω έφερε στις ηλικιοτάξεις:
Έφηβο ανακήρυξε τον εξηντατεσσάρη!**
Νέους τσ’ εβδομηντάρηδες μέχρι τον ογδοντάρη
και γέρο, τον κατάκοιτο ενεννηνταπεντάρη.
Τις πενηντάρες τσι ’καμε όλες ’κοσιπεντάρες,
τις εξηντάρες έχρισε σαν πρώτες γκομενάρες
κι αρχόντισσες! και γόησσες! τις ’βδομηνταδιάρες.
Ανάδειξε όλα τα ΚΑΠΗ σε οίκους ευγηρίας
μόνο για αιωνόβιους κυρίους και κυρίας
και τέλος, όταν του άναψε, φωτιές! μια ογδοντάρα
την ξεβαφτισοβάφτισε από Δροσιά, Σαχάρα!
* Ιππήλατος άμαξα παρέσυρε και εφόνευσε στην οδό Σταδίου τρακονταοκτούτην γέροντα (είδηση στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ των Αθηνών του 1938).
**Για ποιον χτυπά η καμπάνα;