Ο παπάς Γιάννης έφυγε για το χωρίς γυρισμό ταξίδι τω θνητώ οθέ τσ’ άγνωστους τόπους τσ’ αιωνιότητας χτυπημένος από τη μάστιγα τω καιρώ μας. Η γι ενορία μας ορφάνεψε.
Κατευόδιο παπά Γιάννη, το κατέμε πως δεν ήτανε του χαραχτήρα σου να γυρίζεις τη πλάτη σου στα δύσκολα. Γι’ αυτό και υπομένομε καρτερικά την απωλειά σου. Οι γι αθρώπινες αδυναμίες μας όμως δημιουργούνε εύλογα ερωτήματα και πλήθος από απορίες, μα ούτε τα ερωτήματα θ’ απαντηθούνε, μουδέ κι οι γι απορίες μας θα λυθούνε, γιατί οι βουλές του Κυρίου μας είναι ανεξερεύνητες.
Η καθαρή αλήθεια είναι, πως ύστερα από μισό αιώνα πετυχημένης διακονίας σου στον ενοριακό μας ναό, η γι ενορία μας έμεινε χωρίς το θρησκευτικό τση μπροστάρη. Τουτηνέ την ώρα τση θλίψης και τση περισυλλογής αναστορούμαι τα περασμένα. Απόφοιτος τσ’ εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης δημιουργείς την δικιά σου οικογενειακή εστία και γίνεσαι παπάς. Παίρνεις τη σκυτάλη του εφημερίου από τον πανάξιο και πολύ σεβαστό ιερομόναχο του Γουβερνέτο Διονύσιο Βεκάκη, και ξεκινάς τον δικό σου θρησκευτικό αγώνα. Νέος ενθουσιώδης και ορεξάτος τρέχεις για να μη χαλάσεις χατήρια και ακούσεις παράπονα. Μπορεί η πρώτη σου επιλογή να ‘τανε η γι εκκλησία, κι οι θρησκευτικές ακολουθίες τση. Μα η γι αλήθεια του Θεού δεν έμενες αδιάφορος με τσ’ αγροτοεργασίες απού ‘σουνα ζυμωμένος μ’ αυτές από τα μικιάτα σου. Κι ακλουθούσες τα δασκαλέματα του έμπειρου αγρότη μπάρμπα σου κατά γράμμα.
Οπως επίσης έκλεφτες χρόνο από την ώρα τση δικιά σου ανάπαψης για να κανακεύεις και ν’ απασκολείσαι με τη περιποίηση τω προβατινώ σου. Απού την αγάπη απού των είχες, σου την είχε φυτεμένη στη καρδιά ο παππούς σου ο Ποντικογιάννης, απού ήτανε στα νιάτα ντου βοσκός. Ούλα τουτανά σε κάνανε να ‘σαι αεικίνητος και πάντα απασχολημένος. Εφημέριος μιας ενορίας απού συνέχεια χτίζονται καινούργια σπίθια και προσθέτονται νέοι ενορίτες με πολλά εκκλησάκια και πάρα πολλά εικονοστάσια. Δεν έμενες όμως κι αδιάφορος σαν τα μοναστήρια σου ζητούσανε να λειτουργήσεις κάποιο από το ξωκκλήσια ντωνε απού εόρταζε, γιατί τσ’ Ιερομοναχούς τωνε τσοι ‘χε καπαντίσει το γήρας και τσ’ αλικοντίζανε οι γι ανημπόριες τωνε να πορπατήξουνε στσ’ ανηφοριές των εκκλησακιών. Κι όμως αυτός ο αεικίνητος κι ακάματος Λειτουργός του υψίστου έπεσε άξαφνα αδύναμος κι ανήμπορος ν’ ανταποκριθεί στσι πολλαπλές του υποχρεώσεις κι αγάλια αγάλια εχανούντανε σα ντο κερί όντε λιώνει. Στα παρηγορητικά λόγια των επισκεπτώ ντου απάντα σ’ ούλους με τη ίδια φράση, πώς να αναντρανίσω μωρέ αφού κάθε μέρα και μπλια κάτω πάω! Κι έτσα τανε κιόλας και σε λίγες μέρες το κακό απλώθηκε κι ήρθε το μοιραίο. Κι έτσα μας έφυγε ο Παπαγιάννης. Καλό σου ταξίδι πάτερ Ιωάννη. Δε θα σε κλάψω γοερά μουδέ θα σου γράψω επαίνους και υπερβολές ούτε θα σου ψάλλω διθυράμβους όι μόνο γιατί δε θέλω να σταθώ απέναντί σου, γιατί το κατέω πως τούτονε το γραφτό μου δε θα το διαβάσεις.
Μα σέβομαι την ταπεινοφροσύνη σου και τα πιστεύω σου. Θα γράψω όμως σαν αποχαιρετισμό εδά στα ξεχωρίσματά μας με λόγια καθάρα και σταράτες κουβέντες για τσοι δραστηριότητές σου απού είναι γνωστές σε όλους απού σε συναναστρέφουντανε. Θεωρώ όμως σωστό να τσοι γράψω κι επαέ για ν’ ακουστούνε και επιτέλους να γινούνε συνείδηση σε κάποιους καλοπερασάκηδες παπάδες πως το καλύτερο κήρυγμα είναι το παράδειγμα, η γι αυτοθυσία κι ο ενθουσιασμός τση προσφοράς. Κι ο Παπαγιάννης τα πρόσφερε αυτά απλόχερα. Δε μπορούσε να περάσει από το μυαλό ντου ότι κάποιο ξωκκλήσι θα ‘μενε αλειτούργητο, εξ’ αιτίας τω καιρικώ συνθηκώ. Πολλές φορές τσοι συμπορπατήξαμε μαζί τσοι κακοτοπιές τω ξωκκλησιώ. Γι’ αυτό και χαρακτήριζα τον εαυτό μου σαν ιεροψάλτη των ερημοκλησιώ.
Με μεγάλη συγκίνηση αναστορούμαι τσοι λουτρουγές απού κάναμε για κάμποσα χρόνια κάθε Αύγουστο στο εκκλησάκι τσ’ Υπαπαντής στο σπήλιο τσ’ αρκουδιας στο Γουβερνέτο σαν ενορία Χωραφακίων κι εκειά εμνημονεύαμε μαζί με τσοι ζωντανούς και τσοι προαπελθόντας εφημέριους ψαλτάδες και το ανώνυμο εκκλησίασμα τσ’ ενορίας μας και περνούσαμε όπως οι θρησκευτικοί κανόνες ορίζουνε κι η παράδοση δασκαλεύει «Επέλθων γάρ ο θάνατος, ταύτα πάντα εξηφάνισται» όπως γράφουνε τα βιβλία τσ’ Εκκλησίας μας. Ο Παπαγιάννης ο βολικός, ο συνενοήσιμος, ο ακάματος και πρόθυμος μας άφηκε χρόνους και πήγε να υπηρετεί τη θριαμβεύουσα εκκλησία στσ’ άγνωστους τόπους τσ αιωνιότητας. Δε θα ξαναχτυπήσει τη καμπάνα τσ’ εκκλησίας μας, μουδέ θα ψάλλει το Φως Ιλαρό στσοι πανηγυριώτικους σπερνούς ούτε το Θεοτόκε Παρθένε στην ευλόγηση των άρτω με τη δυνατή και κρυστάλλινη φωνή ντου σαν τα κρύα νερά τω δροσοπηγώ του Στύλου Αποκορώνου απού ’χε γεννηθεί και θα ‘ρχονται μέρες γιορτινές και μεγαλοβδομάδες κατά που λέει το ριζίτικο τραγούδι κι ο Παπαγιάννης μουδέ θα φαίνεται μουδέ θα γροικάται από ποθές. Γιατί το φοβερώτατον, το του θανάτου μυστήριον… του ’κλεισε για πάντα το στόμα. Μουδε θα ξανακάμει τα κυριακάτικα προσκλητήρια από την Αγία πρόθεση στους προαπελθόντας Πατέρες αδελφούς και χωριανούς γιατί εδά θα τσοι συναναστρέφεται και θα τον αγκαλιάζουνε ούλοι με σεβασμό όπως εσυνηθίζανε. Είναι η γι αλήθεια μακαριστέ Παπαγιάννη πως πολλοί από σας μεροξημερώνεστε στη σκέψη μου και σας σε κουβεδιάζω μα δε κατέω άνε με γροικάτε. Εδά στα ξεχωρίσματά μας σεβαστέ Πατέρ Ιωάννη θα σε παρακαλέσω να γνοιαστείς γι’ άλλη μια φορά για την Ενορία απού υπηρέτησες για μισό αιώνα με ζήλο συνέπεια κι ανιδιοτέλεια να κάμετε ούλοι μαζί ικεσία στον Υψιστο να φωτίσει το δεσπότη μας να μπέψει εφημέριο στην ενορία μας αντάξιό σου ακάματο και αεικίνητο για να μπορεί να προλαβαίνει τσοι πολλές απαιτήσεις τσ’ Ενορίας μας. Σεβαστέ Πατηρ Ιωάννη Μακαρία η οδός απού επορεύτηκες. Το φευγιό σου μας εγέμισε θλίψη. Θα σε αναζητούμε, δε θα με ξανακεράσεις κάτω από το δροσιό τση μουρνιάς.
Είναι αλήθεια πως η βρωμαρρώσια απού έμπλεξες σε ταλαιπώρησε. Δε κατέω πόσο σου απαλύνανε τσοι πόνους και τσ’ ανημποριές σου με τσοι προσπάθειες τωνε και το μεγάλο ενδιαφέρο τα παιδιά, τα εγγόνια τα αδέρφια σου και τση παπαδιάς. Γι’ αυτό και εύχομαι από καρδιάς ο Θεός να σε αναπάψει εδώ εν σκηναίς δικαίων σε τουτουσάς τσοι τόπους απού δεν υπάρχει πόνος, λύπη και στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος.
Το γεροντάκι
Σημειώσεις
Κατέω = Ξέρω
Μπροστάρης – Πρωτοπόρος
Μικιός = Μικρός
Μπάρμπας σου = Θείος σου
Καπαντίζω = Υπερτερώ
Αλικοντίζω = Εμποδίζω
Αναντρανίζω = Ανασηκώνομαι
Αναστορούμαι = Θυμούμαι
Βολικός = Ευκολοπροσάρμοστος
Γροικώ = Ακούω
Δροσιός = Πολύ σκιερός
Μπέμπω = Στέλνω
Επαέ = Εδώ
Γνοιάζομαι = Ενδιαφέρομαι
Μας συγκίνησε πολύ ο απλός κι απέριττος λόγος -σε γνήσια πανέμορφη Κρητική διάλεκτο- από το σεβαστό κι αγαπητό “γεροντάκι”, για τον γνωστό μας μακαριστό παπά-Γιάννη της ενορίας “Χωραφάκια” Ακρωτηρίου Χανίων. Όποιο και νά’ ναι το “γεροντάκι”, τού είμαστε ευγνώμονες για τον μνημειακό λόγο του που μαρτυρεί απλό κι αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο. Με τα πιο θερμά μας συγχαρητήρια και τις καλύτερες ευχές μας για υγεία και χαρούμενες Χριστουγεννιάτικες γιορτές. Με εξαιρετική εκτίμηση και φιλική αγάπη, Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.