Τα χρόνια ένα – ένα φεύγουνε σαν το νεράκι τσι πηγής κι αφήνουνε μόνο αναμνήσεις από ξεχωριστές στιγμές τσι ζωής. Που στην υστεριά γίνονται θρύλοι και παραμύθια.
Κάθε ζωή κι ένα παραμύθι εσκέφτουντανε η Ανωζηνιά σιμπένοντας με το μασά στο πυρομάχη τη φωθιά να μη τση σβήσει. Ενα σπίτι κοπέλια έκαμα, εσκεφτούντανε και δα είμαι μοναχή και παντέρμη.
Εφυγε κι ο Γιωργιός και μ’ άφηκε μοναχό κουτσούρισε τουτονέ το σπίτι. Αμε μετρίσω όμως τσι καλές μέρες που περάσαμε μαζί πια πολλές ήτανε παρα τσι κακές. Οι δυσκολίες τση ζωής μας ανάφερναν το νου πολλές φορές και των εδιονών μας άθελά μας κι επαρόριζε αλλού κι αλλού.
Θέε μου, Παναγία μου και Χριστέ μου βλέπε μου τα παιδιά μου στσι τέσσερις ορίζοντες που έχουνε δώσει.
Εγώ επάμε ριζωμένη κι ας μανταλώσουνε τη πόρτα μου μόλις αποφασίσετε πως ήρθε η γι ώρα μου. Ευχαριστημένη θα φύγω κι εγώ με τη σειρά μου πλούσια ήτανε τα ελέη σου στην ανακάτερη φαμελιά μου, που στολίζετε και με τα παρακλάδια τσι ακόμης πια πολλή.
Είντα να πρωτοθυμηθώ τούτηνε την Αγια βραδιά Θέε μου. Εγώ κι οι αναμνήσεις μου, ο σκύλος μου ο Αράπης, στην αυλή, η κατσικούλα μου, η Γαλανή και η Κανέλα, η γατούλα μου που δεν μ’ αποχωρίζετε μέρα νύχτα όπου κι αν πιενόρχουμαι μουρμουρίζοντας όλο χαδιάρικα. Ετουτηνά είναι η αποδέλιπη και η τελευταία φαμελιά μου.
Που με περιμένει μ’ αγωνία να προβάλω το πρωί για να μου χαρίσει χωρίς τσιγκουνιά την αγάπη τση. Μα και να πάρει σ’ ούλη την αποδέλιπη αγάπη απού μου ‘χει απομείνει κι εμένα απού μια ζωή, γεμάτη εκπλήξεις και σημαδιακά γεγονότα.
Θέε μου κάμε μου τη χάρη οντέ θα ν’ αποφασίσεις να με πάρεις, δώσε μου σημάδι. Τσι δουλειές μου τσί χω ξετελεμένες, τα κοπέλια μου τάχουμε αποσιαγμένα και με το παραπάνω, με το συχωρεμένο το Γιωργιό μου. Γράμματα με σπουδάματα τονέ μάθαμε, όσα θέλαμε δε τα παραπονέσαμε ποθές.
Τουτεσές τσι τρείς ψυχές που μ’ απομείνανε εδά στα στερνά μου θέλω να τσ’ αφήσω σε καλά χέρια, για να μη μου τα κακομεταχειρίζουντε. Σα τσ’ αθρώπους, μου μιλούνε με τα μάθια ντωνε και με τα μάθια τσι ψυχής ντωνε.
Η αγάπη που μου χαρίζουνε εδά στα στερνά μου είναι στο νου. Μα κι εγώ τ’ αγαπώ και τα πασιχαριάζω και θαρρώ πως δε δυστυχούνε στα χέρια μου. Γιατί κάθε στιγμή, μου το μολογούνε ευχαριστημένα.
Δε μετρώ μπλιώ τσι χρόνους που περνούνε. Μόνο τσι μέρες που ξημερώνουνε περιμένω να με βρούνε γερή, να πάρω και να δώσω αγάπη όπου χριγιάζετε και να χαρώ τσ’ ομορφιές τσι μέρας.
Μ’ αρέσει κι η νύχτα, η Κανέλα μόλις με δει, πως ετοιμάζουμε για να πάω να θέσω, αρχίζει να τραγουδεί με τσι σκοπούς, που κατέει πως μ’ αρέσουνε και με γλυκονανουρίζει ώσπου να με πάρει ο ύπνος.
Η νύχτα περνά στο πί και φί. Γιατί στα όνειρά μου έρχουντε, οι εδικοί κι οι φίλοι μας οι γειτόνοι κι οι γνωστοί μας και δε μ’ αφήνουνε λεφτό μοναχή μου. Ξαναγίνουμε κοπελοπούλα μιτσή, νύφη, παιδομάννα και κάθουμαι και στην υστεριά με το Γιωργιό μου να τα λέμε στο τραπέζι την ώρα που τρώμε ήσυχα κι αναπαημένα σα το παλιό καλό καιρό και σα να μη μας έχει ο χρόνος σημαδέψει καθόλου τη ζωή μας.
Κάθε ζωή κι ένα παραμύθι μόνολογούσε η Ανωζηνιά την ώρα που έγερνε να κοιμηθεί. Νοσταλγούσε την αντάμωση ουλονόντονε, που την αφήσανε ολομόναχη στο κόσμο την αποψινή βραδιά πια πολλή. Τα παιδόγγονα να έχουνε την ευκή μου δεν τονε παραπονούμαι έχουνε την εγινα μου και κάθε καλή μέρα έρχουντε σιγκούρμουλα να με δούνε.
Αν έλειπε ετουτηνά όμως η νοσταλγία απ’ ούχω και δε νταγιαντίζω για τσι φευγάτους δε θα μ’ ένοιαζε πούμινα μοναχή μου στο κόσμο με τρείς ψυχές, που με κοιτάζουνε στα μάτια μέσα σα τσ’ αθρώπους.
Ηθελα με την ψυχή μου ούλους που εγκάψανε να τσι θωρώ και την ημέρα να μπαινοβγαίνουνε στσ’ αυλόπορτες και στα ανωγοκάτογά μας. Να τρώμε και να πίνουμε μαζί τσι σκολάδες και στσι χαροκοπιέ μας.
Να γειτονεύουμε και στσ’ αποσπερίδες του χειμώνα να λέμε ιστορίες και ν’ αθηβολεύουμε τα περασμένα που να μη νιώθω τοσονα πολλή το κρίος του χειμώνα…