» Mariana Leky (µτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Gutenberg)
Πριν από δύο χρόνια, περίπου, διάβασα Το όνειρο της Ζέλµα και στην κατακλείδα του αντίστοιχου κειµένου σηµείωνα: «Το όνειρο της Ζέλµα είναι ένα καλογραµµένο µυθιστόρηµα, που διαθέτει όλες τις αρετές ενός ευπώλητου ποιοτικού βιβλίου, κάτι το οποίο ήδη αποτυπώνεται στις διάφορες λίστες. ∆εν ενδείκνυται ωστόσο για αναγνώστες που παίρνουν υπέρµετρα σοβαρά τον ενήλικα εαυτό τους».
Με χαρά υποδέχτηκα την κυκλοφορία του νέου βιβλίου της Γερµανίδας Μαριάνα Λέκι, χαρά που τη διαδέχτηκε ο σκεπτικισµός από το γεγονός πως επρόκειτο για µια συλλογή διηγηµάτων. Έπιασα στη δουλειά να ξεφυλλίσω το βιβλίο και να διατρέξω κάποιες από τις ιστορίες, το απόγευµα έφυγα και το πήρα µαζί µου.
Ένας δείκτης που σε βάθος χρόνου ίσως να δείχνει πόσο µου άρεσε ένα βιβλίο να έχει να κάνει µε την επίµονη παρουσία του στην αδύναµη µνήµη µου, και το βιβλίο αυτό το θυµάµαι ακόµα, κυρίως για εκείνη τη γλυκιά αίσθηση που µου άφησε η ανάγνωση και το πέρας της. Και αν σ’ εκείνο το πρόσκαιρο συναίσθηµα καθοριστικό ρόλο διαδραµάτισε το ευπώλητο που σηµείωσα στην αποφώνηση, η αντοχή στον χρόνο κάτι βαθύτερο δείχνει.
Η πιο δύσκολη ερώτηση που µπορεί να µου κάνει ένας πελάτης στο βιβλιοπωλείο είναι πιθανότατα εκείνη για ένα γλυκό, αισιόδοξο βιβλίο, αλλά όχι κακογραµµένο, όχι στέλεχος της παραλογοτεχνίας. Πάρτε δύο λεπτά και σκεφτείτε, πόσα τέτοια βιβλία σας έρχονται στον νου; Υποθέτω λίγα, αν όχι ελάχιστα. Το όνειρο της Ζέλµα είναι εκείνο που πρώτα µου έρχεται κατά νου, πρόταση που συµπληρώνεται από την επιθυµία να είχα έναν θείο σαν τον οπτικό φίλο της Ζέλµα.
Το όνειρο της Ζέλµα θα ήταν το υπέρτατο µπεστ σέλερ σ’ έναν κόσµο που η ανάγνωση θα ήταν κανόνας και όχι εξαίρεση, ένας κοινός τόπος συνάντησης αναγνωστών που κατά τα λοιπά θα ακολουθούσαν διαφορετικά αναγνωστικά µονοπάτια. ∆εν είναι πως το βιβλίο δεν πήγε καλά από άποψη πωλήσεων και διάδρασης, αλλά θα µπορούσε να έχει πάει πολύ καλύτερα. Για να κλείσω την αναφορά µου σε αυτό θα προσθέσω: αν ψάχνετε ένα γλυκό βιβλίο, αν ακόµα θυµάστε το συναίσθηµα βγαίνοντας από την αίθουσα όπου προβαλλόταν το Αµελί, τότε αναζητείστε αυτό το βιβλίο.
Ο σκεπτικισµός µου για το Καθένας µε το βάσανό του εντάθηκε από το γεγονός πως τα κείµενα/διηγήµατα που αποτελούν τη συλλογή αυτή πρωτοδηµοσιεύτηκαν στη στήλη που κρατούσε η συγγραφέας στο περιοδικό Psychologie Heute (Ψυχολογία σήµερα). Έχω µια δυσανεξία σε αυτό το κοµµάτι της επιστήµης της ψυχολογίας, την εκλαϊκευµένη πτέρυγά του, µέρος καθώς είναι µιας γενικότερης συνταγογράφησης ευζωίας, οδηγίες διέλευσης ενός περίπλοκου κόσµου, ευαγγελιστές της υπέρτατης αλήθειας. Ένα λογοτεχνικό υποείδος έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια, εκεί που τα βιβλιοπωλεία είναι φαρµακεία και οι ιστορίες µπορούν να µας σώσουν, ποιος όµως θα µας σώσει από την κακή λογοτεχνία;
Αναπόσπαστο µέρος της κακής λογοτεχνίας είναι ο αναχωρητισµός της, αυτό συµβαίνει ακόµα και αν φαινοµενικά είναι στρατευµένη πολιτικά, αλλά αυτό είναι κάτι που τη θετική ενέργεια, που ισχυρίζονται πως έχουµε ανάγκη και πως έτσι όλα θα πάνε καλύτερα, δεν την αγγίζει. Καταλαβαίνετε πως διόλου προσδοκίες δεν είχα τελικά από το βιβλίο αυτό, η αρχική χαρά είχε ξεπεράσει τον απλό σκεπτικισµό, η απογοήτευση χτυπούσε δυνατά την πόρτα.
Και όµως.
Ήταν κάτι που είχε διαφανεί και από Το όνειρο της Ζέλµα, ο τρόπος της συγγραφέως να κοιτάζει τον κόσµο µέσα από τα µάτια της νεαρής αφηγήτριάς της είχε κάτι το καθαρό και συνάµα λοξό. Στα ιδιότυπα αυτά διηγήµατα µικρού µήκους η µατιά της κεντρικής αφηγήτριας, που κάθε λόγο έχουµε να την ταυτίσουµε µε τη συγγραφέα, διατηρεί τόσο την καθαρότητα όσο και εκείνη τη λοξότητα. Παρατηρώντας τον στενό της περίγυρο, αφηγείται ιστορίες µικρής κλίµακας, στιγµιότυπα από µια απλή, αληθοφανή καθηµερινότητα, µέσα στην οποία οι χαρακτήρες επιδιώκουν να επιζήσουν, χωρίς να διαθέτουν υπερδυνάµεις, πέρα από τη λογική και το συναίσθηµα. Ο µικρόκοσµός µας είναι κάτι που µπορούµε να το ελέγξουµε, ως ένα βαθµό τουλάχιστον.
Η Λέκι πετυχαίνει να ισορροπήσει ανάµεσα στο µελό και το γλυκό, στο απλό και το απλοϊκό, το σοβαρό και το σοβαροφανές, χωρίς να θυσιάσει τη λογοτεχνικότητα στον βωµό ενός κειµένου που θα φιλοξενηθεί στις σελίδες ενός περιοδικού ψυχολογίας. Μια ευδιάκριτη, κοινή αφηγηµατική φωνή συνέχει τα διηγήµατα αυτά, επί της οποίας στερεώνεται και υψώνεται η συνολική κατασκευή µε τις όποιες ιδιαιτερότητές της. ∆εν ξέρω αν τα διηγήµατα αυτά, ως λογοτεχνία ή ως µια στήλη, δύνανται να βοηθήσουν κάποιους από τους αναγνώστες να νιώσουν καλύτερα, να τους προσφέρουν εργαλεία πρόσληψης και αντιµετώπισης της καθηµερινότητας, εγώ δεν αναζητούσα αυτό, αν και ποτέ κανείς δεν µπορεί να είναι σίγουρος για τα όσα λαµβάνουν χώρα στο υποσυνείδητό του. Άλλωστε, εδώ για λογοτεχνία κάνουµε λόγο.
Προγραµµατικά και µε βάση την αρχική τους χρησιµότητα, τα διηγήµατα αυτά δεν θα ανατρέψουν την παράδοση, δεν θα εκτρέψουν το λογοτεχνικό ποτάµι, θα προσφέρουν, ωστόσο, µια ικανή ανάπαυση στις κοιλότητες που το ρεύµα αδύναµο εγκλωβίζεται. Η ησυχία είναι µια αδικηµένη λειτουργία της λογοτεχνίας, και η ησυχία εδώ προκύπτει από την αποφυγή, την υπονόµευση ακόµα ακόµα, της ψυχολογικής υποστήριξης, έξω από ένα απαραίτητο πλαίσιο θεραπείας. Μπορεί κανείς, επίσης, να αντιµετωπίσει τα διηγήµατα αυτά ως µια ιδιότυπη άσκηση συγγραφής, ένα εργαστήριο µελέτης του κόσµου τριγύρω και της µετατροπής του σε λογοτεχνία.
Το Καθένας µε το βάσανό του σε συνδυασµό µε Το όνειρο της Ζέλµα µας προσφέρουν µια ικανοποιητική θέα στον λογοτεχνικό τρόπο της Λέκι. Η φαινοµενική αφέλεια µε την οποία τον παρατηρεί και µέσω της οποίας αρχικώς στήνει και ακολούθως καθοδηγεί τους χαρακτήρες της. Η αφέλεια αυτή είναι ωστόσο φαινοµενική, υπάρχει ο κίνδυνος κάποιος αναγνώστης να µη µπορέσει να το διακρίνει αυτό, τότε για εκείνον η κατασκευή δεν θα λειτουργήσει, µια αίσθηση λιγώµατος θα εµφανιστεί στον ουρανίσκο εκείνο. Εδώ η αφέλεια είναι το αντίπαλο δέος της σοβαροφάνειας.
∆ιάβασα τα διηγήµατα αυτά ευχάριστα. ∆εν είµαι ωστόσο σίγουρος πως αργότερα θα θυµάµαι πολλά πέρα από την αίσθηση γλυκύτητας που µου άφησαν. ∆εν είναι κάτι λίγο αυτό, σίγουρα δεν είναι κάτι άχρηστο εντός του ζόφου που κινούµαστε. Η λογοτεχνία της Λέκι, ακόµα και σε αυτή την εκδοχή που εκκινώντας από το ιδιωτικό επιχειρεί να γενικεύσει, δηµιουργώντας, ή ελπίζοντας πως δηµιουργεί, τον απαραίτητο κοινό τόπο ανάµεσα σε εκείνη, τους ήρωές της και τον αναγνώστη, δεν είναι µια λογοτεχνία αναχωρητική, αλλά µάλλον πολιτική, χωρίς να το φωνάζει άναρθρα, επισηµαίνοντας µε τον τρόπο της πως η κύρια πηγή των ατοµικών προβληµάτων είναι κοινωνικοπολιτική. ∆εν επιχειρεί να δώσει συνταγές ευτυχίας και παλέµατος, δεν αµελεί πως αυτό που ξέρει και θέλει να κάνει είναι λογοτεχνία, αλλά η λογοτεχνία, όταν είναι καλή, ναι, µπορεί να αποδειχτεί µια συνταγή ευτυχίας και σίγουρα παλέµατος.
Θυµήθηκα την αίσθηση που Το όνειρο της Ζέλµα µου άφησε, αυτό σίγουρα συνέβη, και αυτό καθόλου λίγο δεν είναι.