» William Faulkner (µτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Gutenberg)
Τα έφερε έτσι η αναγνωστική συγκυρία που διάβασα το Καθώς ψυχορραγώ αµέσως µετά το Τέκνο του Θεού του Κόρµακ ΜακΚάρθυ. Το πρόσφατο µονοπάτι καθορίζει, αναπόφευκτα, τα επόµενα βήµατα, περιγράφει µε επαρκή ακρίβεια τις χωροχρονικές συντεταγµένες, διαµορφώνει συνθήκες και τάσεις, υποθάλπει προσδοκίες. Σίγουρα είχε ενδιαφέρον η εκ του σύνεγγυς παρατήρηση του τρόπου µε τον οποίο ο Φόκνερ επηρέασε –πώς όχι– έναν συγγραφέα που επέλεξε την κατάδυση στην ανθρώπινη άβυσσο, µε διάθεση για παρατήρηση και όχι άµεση εµπλοκή.
Ήταν ωστόσο ένα δίδυµο βιβλίων που επέβαλλαν τη ζοφερή πραγµατικότητα, ήταν τέτοια η αποπνικτική ατµόσφαιρα στο Τέκνο του Θεού, χωρίς µήτε µια χαραµάδα φωτός ή ελπίδας, που έδωσε όντως ένα χαρακτήρα εκδροµής στην ταφική ποµπή των φοκνερικών προσώπων προς το Τζέφερσον, εκεί που η νεκρή µητέρα επιθυµούσε να ταφεί.
Για βιβλία, όπως το Καθώς ψυχορραγώ, που εδώ και χρόνια έχουν τοποθετηθεί σε θέση περίοπτη στον υπό διαρκή διαµόρφωση χώρο λατρείας της λογοτεχνίας, αλλά και συγγραφείς, όπως ο Φόκνερ, ενοίκους στο πάνθεον των πλέον σπουδαίων, έχουν ειπωθεί και γραφεί πολλά. Τι αποµένει άραγε να λεχθεί; Όσο τα έργα και οι δηµιουργοί αποµακρύνονται από το σήµερα, τόσο πληθαίνουν οι σχετικές µελέτες, στις οποίες µε ευκολία έχει κανείς πρόσβαση και στις οποίες, ενθουσιασµένος αλλά και γεµάτος δέος, προσφεύγει ο αναγνώστης για να γυρέψει απαντήσεις σε όσα, µε τη δική του σκευή αλλά κυρίως µε το δικό του ένστικτο, υποψιάζεται.
Μια πιο συγκεκριµένη και αιτιολογηµένη απάντηση στο γιατί βιβλία όπως αυτό θεωρούνται αριστουργήµατα και γιατί συγγραφείς όπως ο Φόκνερ κατέχουν θέση χοντρού κόµπου στο υφαντό της λογοτεχνικής παράδοσης.
Καταφεύγοντας στα παραφερνάλια του Καθώς ψυχορραγώ ελοχεύει ο κίνδυνος ο αναγνώστης να υιοθετήσει, εκούσια ή ακούσια, τις φωνές αυτές, να τις παπαγαλίσει ακόµα και αν αδυνατεί να τις επεξεργαστεί, φωνές για τις οποίες το φιλολογικό υπόβαθρο δεν αρκεί, αλλά χρειάζεται ταλέντο και έµπνευση σχεδόν –αν είναι ποτέ δυνατόν– ισάξια του κρινόµενου έργου. Η καταξίωση και η αντοχή στον χρόνο, βιβλίων και συγγραφέων, λειτουργεί καθησυχαστικά στον σηµερινό αναγνώστη, ερασιτέχνη ή επαγγελµατία, η ετυµηγορία έχει τελεσίδικο χαρακτήρα, δεν χρειάζεται να ρισκάρει. Έχει τεράστιο ενδιαφέρον, όπως εγώ το βλέπω, η αναζήτηση σύγχρονων της κυκλοφορίας κριτικών και παρουσιάσεων. Εκεί ίσως διακρίνει την αµηχανία και την ανηµπόρια της κατανόησης του υπό κρίση µεγέθους, αλλά και την διορατική οξυδέρκεια µιας συνήθως ισχνής µειοψηφίας. ∆εν αποτελεί άλλωστε καµιά πρωτότυπη θέση πως αρκετά από εκείνα τα έργα που πια θεωρούνται αριστουργήµατα καθοριστικής σηµασίας δεν βρήκαν σε πρώτο χρόνο την αποδοχή και τον θαυµασµό.
Με τέτοια αρχετυπικά βιβλία συµβαίνει επίσης το εξής: είναι τόσα αυτά που διαβάζει κανείς κατά καιρούς που είναι πιθανό να παραπλανήσουν την, ούτως ή άλλως, αδύναµη µνήµη, να οδηγήσουν στην αµφιβολία σχετικά µε την ανάγνωση ή όχι του ίδιου του βιβλίου κατά το παρελθόν. Ας µην το ανάγω σε γενίκευση, σε µένα αυτό συµβαίνει. Αν όντως διάβασα το βιβλίο αυτό, τότε αυτό συνέβη ένα πέµπτο του αιώνα πίσω. Ίσως όµως και να µην χρήζει περαιτέρω επεξεργασίας και αµφιβολίας η ανάγνωση ή µη του Καθώς ψυχορραγώ. Ακόµα και αν το διάβασα, δεν ήµουν έτοιµος. Βέβαια, δεν απέχει πολύ ένα αναπόδεικτο αξίωµα που ισχυρίζεται πως, για την πλειοψηφία των αναγνωστών, ποτέ δεν θα υπάρξει αυτό το επίπεδο ετοιµότητας. Γι’ αυτό η αναγνωστική επιστροφή κρίνεται σηµαντική και αναγκαία, καθώς επαναπροσδιορίζει τους όρους µιας απόλαυσης συνυφασµένης µε την επάρκεια. Σ’ έναν πεπερασµένο κόσµο, µια αστείρευτη πηγή είναι µια ανακούφιση.
Έγραψα κιόλας πολλά χωρίς να αναφερθώ στο βιβλίο παρά µόνο περιφερειακά. Και τι να πεις που δεν έχει ήδη ειπωθεί, επαρκέστερα και ακριβέστερα, να µιλήσεις, για παράδειγµα, για την αφηγηµατική τεχνική της πολυφωνίας, τον τρόπο µε τον οποίο ο Φόκνερ καθιστά αριστούργηµα ένα απλό υλικό που θα ήταν, σε άλλα χέρια, ένα ακόµα λαϊκό µυθιστόρηµα, τέκνο του ρεαλισµού ή/και του νατουραλισµού, στην καλύτερη περίπτωση, παραλογοτεχνία στη χειρότερη.
Και ακόµα παραπέρα, το αφηγηµατικό αυτό εύρηµα, έστω και αν αρχικά απαιτεί την τριβή και την προσοχή του αναγνώστη, δεν λειτουργεί ως ανάχωµα, αλλά ως ευρύχωρο όχηµα, που απορροφά του όποιους κραδασµούς και τοποθετεί τον αναγνώστη εν µέσω του σκηνικού δράσης, σαν κάποιος που έφτασε καθυστερηµένα σε µια συνάντηση και σιγά σιγά καλύπτει τα κενά, διακρίνει τα πρόσωπα, µπαίνει στην ιστορία αυτή ακούγοντας την κάθε ξεχωριστή οπτική γωνία, υποκειµενική εκ φύσεως και θέσης, και νιώθει ταυτόχρονα το προνόµιο αλλά και τη δυσκολία της παρουσίας του εκεί, σε εκείνον το περασµένο χωροχρόνο που όµως, διάολε, τόσα κοινά έχει µε το βίωµα τού αναγνώστη, όπως για παράδειγµα η δυσχερής θέση της γυναίκας, η θεώρησή της ως αναπαραγωγικό δοχείο, τη στιγµή που η συντηρητικότητα στο θέµα των αµβλώσεων επανακάµπτει πανηγυρικά.
Εκείνο ίσως που περισσότερο απ’ όλα µου έκανε εντύπωση, ανάµεσα σε πλήθος άλλων όπως µπορεί κανείς εύκολα να υποθέσει, είναι η συναισθηµατική ανοµβρία (ακόµα και) στις µύχιες σκέψεις των προσώπων. Ακόµα δεν έχω απάντηση στο γιατί ο πατέρας, κυρίως αυτός και δευτερευόντως τα υπόλοιπα µέλη της οικογένειας, αποφάσισαν, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, να φέρουν εις πέρας της επιθυµία της νεκρής να ταφεί στον τόπο της, υπόσχεση που µάλιστα δόθηκε χρόνια πριν βρεθεί στο νεκροκρέβατο εποπτεύοντας την κατασκευή της κάσας που προοριζόταν να υποδεχτεί το άψυχο κορµί της. Όσο και αν σκέφτοµαι την κοινή γνώµη, την ανάγκη να φαίνεται πως κάνουµε το σωστό και πρέπον, όσο και αν ανακαλώ τις βαθύτερες επιθυµίες καθενός από τα µέλη της νεκροποµπής ή ακόµα και δίνοντας µια διάσταση µεταφυσική, έναν θεϊκής σύστασης φόβο, αδυνατώ να εντοπίσω το συναίσθηµα, τη θλίψη και την οδύνη της απώλειας, το συναίσθηµα εκείνο που θα όπλιζε µε επιµονή και υποµονή τους εναποµείναντες εν ζωή.
Το κωµικό στοιχείο του µυθιστορήµατος, που αυτοδύναµα δεν είναι καθόλου κωµικό, αλλά στον συσχετισµό των δυνάµεων δοκιµάζει τις αντοχές του αναγνώστη, αλλά και των προσώπων της ιστορίας, αυτό το χιούµορ είναι όταν παρ’ όλ’ αυτά γελάς, γεµάτο από άµεσο δάγκωµα των χειλιών και ενοχή, την ώρα που τα όρνεα πυκνώνουν κάνοντας γύρους πάνω από την άµαξα.
Για παράδειγµα, δεν ξέρω πόσο αστείο µπορεί σε κάποιον να φανεί το γεγονός πως ο πατέρας µαζεύει από χρόνια λεφτά ώστε να βάλει µασέλα και έτσι να µπορέσει να απολαύσει την τροφή εκείνη την κατάλληλη για άντρες. Ο Φόκνερ δεν σκοπεύει επ’ ουδενί να κρίνει ή να δικαιολογήσει, ακόµα µία διάσταση που επιβεβαιώνει την οξυδέρκεια στην επιλογή της αφηγηµατικής τεχνικής, αδιαφορώντας να πάρει προφανή θέση καθιστώντας εαυτόν κύριο των πάντων.
Είναι ο αναγνώστης εκείνος που έχει την ανάγκη να ταυτιστεί ή να εξοβελίσει κάποια από τα πρόσωπα, να αναζητήσει το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος, το ηθικό και το ανήθικο και όχι πρόθεση του συγγραφέα. Και αυτό, µεταξύ άλλων, επιτρέπει στο σκηνικό να κυριαρχήσει, η φύση και τα ανθρώπινα παράγωγα (κοινωνικά, πολιτικά, οικονοµικά) επισηµαίνουν την ασηµαντότητα του ατόµου, έτσι όπως ορίζουν τη ζωή και την πραγµατικότητά του, προσθέτοντας απαραίτητα και το θρησκευτικό κοµµάτι, µια ταυτόχρονη πηγή φόβου και ελπίδας.
Για το τέλος άφησα τα σχετικά µε την ανάγκη για µια καινούρια έκδοση, σε νέα, δια χειρός Παναγιώτη Κεχαγιά, µετάφραση, τη στιγµή που ήδη, εδώ και χρόνια, κυκλοφορεί η εκδοχή κατά Μένη Κουµανταρέα. Στο κοµµάτι της µετάφρασης δεν θα εισέλθω λόγω άγνοιας, ακούω διάφορες απόψεις, υπέρ και κατά, µε κάποιες, όπως η ανάγκη για γλωσσική επαναπροσέγγιση, να µε βρίσκουν διαισθητικά και µόνο σύµφωνο. Ας µην ξεχνάµε πως η µετάφραση είναι µια ολόκληρη επιστήµη, πριν βιαστούµε να κρίνουµε για µια λέξη µια ολόκληρη σκληρή προσπάθεια, χωρίς να διαθέτουµε καν τα απαραίτητα τεχνικά εφόδια. Εκείνο που κρίνω ως το πλέον σηµαντικό είναι η επαναφορά, µέσω των εκδόσεων Gutenberg, ενός συγγραφέα όπως ο Φόκνερ στην επικαιρότητα, ως µια απάντηση στην ανάγκη για ανανέωση του αναγνωστικού κοινού, αλλά και ως µια ανοιχτή πρόσκληση εκ νέου επίσκεψης.
Όσο διάβαζα το βιβλίο αυτό, τόσο το µυαλό µου επανερχόταν όλο και συχνότερα σε ένα άλλο αριστούργηµα, το Πέδρο Πάραµο, γραµµένο είκοσι χρόνια αργότερα, όχι ως εµφανή διακειµενικότητα, αλλά περισσότερο ως ένα ακόµα σηµαντικό οστό της λογοτεχνικής ραχοκοκαλιάς που διασχίζει από βορρά προς νότο την αµερικανική ήπειρο.