Ήταν ένα γλυκό κι απαλό σούρουπο. Την κούραση, από την σκληρή δουλειά όλη τη μέρα, την ένιωθε να του βαραίνει τους ώμους σαν ένα τσουβάλι γιομάτο αλάτι, ενώ τα πόδια του έκαιγαν από την ορθοστασία και μουδιασμένα όπως ήταν νόμιζε ότι από στιγμή σε στιγμή θα λύγιζαν και θα σωριαζότανε στο πάτωμα της μικρής καμαρούλας που έμενε.
Η μάγισσα νύχτα, καταλαμβάνοντας το θρόνο της, πριν από λίγη ώρα, λιόχαρης μέρας, άπλωνε σιγά – σιγά με την απαράμιλλη τέχνη της το απέραντο μαύρο μαγνάδι της, σκεπάζοντας ανάλαφρα ολόκληρη την πολιτεία, ενώ τ’ αστέρια έκαναν την εμφάνισή τους δειλά – δειλά, γιομίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη τ’ ατέρμονο δώμα τ’ ουρανού! Το δροσερό και σιγανό αεράκι έμοιαζε σαν να έσπρωχνε την αποπνικτική ζέστη της μέρας, δίνοντας ανάσα δροσιάς κι ευφορία στην ψυχή του, ενώ τα κοτσύφια, πετώντας από δέντρο σε δέντρο του μικρού πλαϊνού κήπου, ξετύλιγαν το μονότονο, όμως γλυκό, μουσικό κελαίδημα τους!
Εκείνος, ακουμπώντας στα προστατευτικά κιγκλιδώματα της μικρής βεράντας της καμαρούλας του, ρούφαγε αχόρταγα το δροσερό αεράκι, αγναντεύοντας έκθαμβος την ανάβαση του ολόγιομου φεγγαριού πέρα στο βάθος της ανατολής, που, δίχως εξαιρέσεις, έλουζε με τις φωτεινές ακτίνες του τους κάμπους και τα βουνά της φιλενάδας του Γης, ενώ στην πεντάμορφη κόρη του Ποσειδώνα, τη θάλασσα, έχυνε περίσσιο τ’ ασήμι του. Ήταν χαρά Θεού!
Τέλος, έπειτα από λίγη ώρα, εφόσον πρώτα ξεκουράστηκε αρκετά κι απαλλαγμένος από το βάρος της ημερήσιας κούρασης, αποφάσισε να βγει έξω, να ξεσκάσει λίγο, παίρνοντας το συνηθισμένο δρομάκι που θα τον έβγαζε στην πιο κοντινή, από την καμαρούλα του, πανέμορφη ακρογιαλιά. Σιγοτραγουδώντας δε κι αμέριμνος πια, πλάθοντας μύρια όνειρα για την ζωή και γενικότερα για το μέλλον του, δίχως να το καταλάβει, κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι περπατούσε στην απέραντη παραλία, βουλιάζοντας κάπως τα υποδήματά του στην παχιά άμμο και στα λογής – λογής διάσπαρτα χρωματιστά χαλίκια της. Η απόκοσμη γύρω σιγαλιά του μάγευε την ψυχή, ενώ το ρυθμικό φλίφλισμα του ανεπαίσθητου κύματος τον ανάγκαζε να σταματάει και την ανάσα του ακόμα, ώστε ν’ απολαύσει όσο πιο έντονα μπορούσε τις οπτικοακουστικές εκείνες όμορφες στιγμές, που σε κάθε βήμα του ξετυλίγονταν μπροστά του.
«Όμορφες ώρες ξεγνοιασιάς και ξεκούρασης…» ψιθύριζε μάλλον αυθόρμητα, ενώ η σκέψη του, ανεβασμένη πάνω στα άυλα φτερά της νοσταλγίας, ταξίδευε πέρα μακριά, πίσω από τον ορίζοντα τ’ ουρανού, στην αγαπημένη του πατρίδα και στα γνώριμα σοκάκια του λατρεμένου μικρού χωριού του. Κάπου – κάπου έκλεινε τα μάτια του και με τα μάτια της ψυχής έψαχνε να δει όλους τους αγαπημένους του ανθρώπους που άφησε πίσω του ένα άχαρο σκοτεινό πρωινό, παίρνοντας το δρόμο της ξενιτιάς.
Ήταν πρόσφυγας από μια πατρίδα που ο λαός της αλληλοσπαράζονταν από τον εμφύλιο πόλεμο και τα σπαθιά της διχόνοιας. Η απόγνωση αλλά και η θέληση να ζήσει, να χαρεί τη ζωή του, πριν από δυο χρόνια περίπου, για να μην γίνει θύμα και κείνος από τη φωτιά και τις σφαίρες των φονικών όπλων, όπως τόσες και τόσες χιλιάδες συμπατριώτες του, πήρε το μονοπάτι της ξενιτιάς δίχως να ξέρει που θα τον έβγαζε. Γλίτωσε κι από τα μανιασμένα κύματα της Μεσογείου που για χιλιάδες άλλους έγινε υγρός τάφος κι ήρθε εδώ και στρέχιασε, πρώτα σ’ ένα γιαπί μαζί με κάποιους άλλους συμπατριώτες του, ενώ η τύχη του χαμογέλασε σχεδόν αμέσως και με την βοήθεια κάποιων συμπατριωτών του βρήκε μια δουλειά κι άρχισε και κείνος να κάνει όνειρα για μια καλύτερη, καινούργια ζωή. Δεν τον πτόησε, μήτε η ανελέητη εκμετάλλευση του εργοδότη του, μήτε το πενιχρό μεροκάματο που εξοικονομούσε, μήτε η βλοσυρές ματιές ορισμένων συνανθρώπων του. Του έφτανε που ανάσαινε ελεύθερος, αέρα αμόλυντο από την πυρίτιδα και τους καπνούς των πυρκαγιών του πολέμου ανακατεμένο με την οσμή του μίσους της οργής και του θανάτου.
«Τώρα πια…» έτσι έλεγε, «θωρώ… σαν όραμα… πέρα μακριά, την Άνοιξη να έρχεται, λιόχαρη και μυριοστολισμένη, χορεύοντας στο ρυθμό της μουσικής του αγέρα, σέρνοντας το χορό κι από κοντά ο έρωτας, γελαστός, με την σαΐτα στον ώμο του κρεμασμένη με τα χρυσά βέλη της και να μου χαμογελούν και οι δύο».
Κουρασμένος δε όπως προαναφέραμε, ατενίζοντας πλέον το μέλλον του με αισιοδοξία, βρέθηκε ν’ απολαμβάνει τις χαρές της ζωής στην πεντάμορφη κείνη ακρογιαλιά.
«Όνειρο είναι η ζωή…» έλεγε, σιγοτραγουδώντας στην δική του γλώσσα, «και χαρά σε κείνον που είναι τυχερός να το χαρεί αυτό το όνειρο», επαναλαμβάνοντας τα πιο κάτω λόγια κάποιου ποιητή:
«Μη σπαταλάς όλο τον ελεύθερο χρόνο σου…» λέει ο ποιητής «σκεπτόμενος πως θ’ αποκτήσεις πλούτη. Μη θλίβεσαι για τα όσα δεινά πέρασες, γιατί δεν έχει νόημα. Διώξε τις όποιες μελανές στιγμές που σου σημάδεψαν τη ζωή και ζήσε την όποια στιγμή σαν να είναι η τελευταία σου».
Τέλος, απόστασε να τριγυρνάει στην πεντάμορφη κείνη ακρογιαλιά και ευτυχισμένος όσο ποτέ άλλοτε εντόπισε ένα μικρό παγκάκι κι αποφάσισε να σταματήσει εκεί να ξεκουραστεί… και μηχανικά αυτό έκανε. Κι ενώ η δροσερή αύρα του χάιδευε ανάλαφρα την πλούσια κόμη του, δεν χόρταινε ν’ αγναντεύει την απέραντη θάλασσα, ενώ τα φώτα από τις διάσπαρτες ψαρόβαρκες έμοιαζαν σαν αστέρια που δραπέτευσαν από την αγκαλιά του πατέρα τους ουρανού και κατέβηκαν στην αγκαλιά της θάλασσας να γευτούν την αλμύρα της και να δουν από κοντά τις απίστευτες ομορφιές κείνης της απάνεμης γωνιάς.
Από τις μύριες κείνες όμορφες σκέψεις του και την απόλαυση των απαράμιλλων σε ομορφιά εικόνων που αμέριμνος θωρούσε, ένας μικρός, μάλλον βήχας που ακούστηκε ξαφνικά λίγο πιο πέρα, τον έκανε να στρέψει την ματιά του κάπως ανήσυχος προς εκείνη την κατεύθυνση. Αμέσως σηκώνεται από το φιλόξενο παγκάκι του και βαδίζοντας προσεκτικά, σχεδόν αθόρυβα, εντόπισε σε ένα άλλο μικρό παγκάκι μια κοπέλα να κάθεται και ν’ αγναντεύει πέρα μακριά το γαληνεμένο κείνη τη στιγμή πέλαος. Την καλησπέρισε και πριν ακόμα του ανταποδώσει και κείνη η άγνωστη γυναίκα την καλησπέρα της, ανήσυχος κάπως τη ρώτησε:
«Μήπως χρειάζεστε βοήθεια κυρία; Μήπως μπορώ να σας βοηθήσω;»
Η κοπέλα αμέσως του ανταπόδωσε την καλησπέρα, λέγοντάς του, με όχι καλά ελληνικά:
«Ντεν τέλι βοήθεια. Καλά είμαι…» ενώ ένα αχνό χαμόγελο άνθισε στα χείλη της.
«Ω, με συγχωρείτε» είπε ο νέος και πριν προλάβει να πει τίποτε άλλο, η άγνωστη, πάλι σιγαλά και χαρούμενα, του εξήγησε ότι δεν είναι Ελληνίδα. Του είπε ότι είναι προσφυγοπούλα κι ότι η μοναξιά και η νοσταλγία για τους αγαπημένους της συγγενείς και τους φίλους της και η νοσταλγία για την γλυκιά της πατρίδα την ανάγκασαν κείνη τη πεντάμορφη βραδιά να βγει λίγο έξω, διαλέγοντας κείνη την ακρογιαλιά, να βρει λίγη γαλήνη και τα καταπραΰνει κάπως την θλίψη της.
«Είναι κάποιες στιγμές…» του είπε, «που απροσκάλεστες έρχονται και φέρνουν μπροστά σου όλες τις εικόνες της ζωής σου, που άλλες σε τρομάζουν κι άλλες σε κάνουν να κλαις και να τις αποζητάς με απίστευτη αγωνία και λαχτάρα. Μπορεί…» του είπε, «ο άνεμος της ξενιτιάς ή της προσφυγιάς να σε πήρε μέσα από τους καπνούς της οργής του πολέμου και της ανέχειας και να σε απόθεσε στην όποια δεύτερη και πολύ ίσως φιλόξενη πατρίδα, αλλά ορισμένες ώρες αποζητάς τον αέρα της δικής σου πατρίδας. Μπορεί να ζεις πολύ καλά στην δεύτερη πατρίδα σου, μπορεί ν’ αποκτήσεις πολλά υλικά αγαθά, μπορεί ακόμα και να βρεθείς κάπου έχοντας πλάι σου και τους γονείς σου και τους δικούς σου ανθρώπους. Το κενό όμως που ανοίχτηκε στα έγκατα της ψυχής σου την ώρα που αποχαιρέτησες το αγαπημένο σου χωριό, όλα τα παραπάνω δεν είναι ικανά να το κλείσουν ποτέ! Η νοσταλγία για την πατρίδα, όσο θα ζεις μακριά της, θα είναι μια πληγή που θα αιμορραγεί και μήτε ο χρόνος θα μπορέσει να την κλείσει ποτέ. Μπορεί να την σκεπάσει, αλλά το σημάδι της θα ξεχωρίζει όπως ξεχωρίζει η θρεμμένη τσεκουριά από το τσεκούρι του λοτόμου στον κορμό ενός δέντρου, κι όσο θα ζεις τα μάτια της ψυχής σου θα το θωρούν κι όσο κι αν δεν το θέλεις εσύ, θα θλίβεσαι και θα πονάς».
Τέλος, είπαν πάρα πολλά κείνη την αστροκέντητη βραδιά τα δύο από την ίδια πατρίδα προσφυγόπουλα. Έκλαψαν δε πολλές φορές, ενώ την ώρα που αποφάσισαν να φύγουν από την φιλόξενη κείνη ακρογιαλιά, ο Αυγερινός, ο καρδιακός φίλος όλων των πονεμένων – κι όχι μόνο – ανθρώπων της Γης πρόβαινε πέρα μακριά στην Ανατολή, περίλαμπρος, κυνηγώντας θα έλεγε ο ποιητής να σιμώσει την αγαπημένη του Πούλια, που πριν απ’ αυτόν είχε πάρει το ανηφορικό μονοπάτι της, κάνοντας νάζια – θα έλεγε κανείς – στον αγαπημένο της Αυγερινό!
Στη συνέχεια, εφόσον οι δύο νέοι αντάλλαξαν τους αριθμούς των τηλεφώνων τους, χαιρετήθηκαν με απερίγραπτη χαρά, ασπάστηκαν τρυφερά, δίνοντας συγχρόνως υπόσχεση ότι και το σούρουπο της ερχόμενης μέρας θα πήγαιναν στο ίδιο φιλόξενο παγκάκι τους να περάσουν μαζί λίγες ώρες ξεγνοιασιάς. Τέλος σκουπίζοντας δύο σταγόνες δάκρυα από τις βρύσες των μαύρων σαν την αφέγγαρη νύχτα ματιών τους, έφυγαν ευδιάθετοι και χαρούμενοι.
Ίσως ένας καινούργιος έρωτας κείνη την όμορφη βραδιά να γεννήθηκε!