» Daisy Johnson (μτφρ. Μαρία Βαρδοπούλου, εκδόσεις Καστανιώτη)
Δυσκολεύομαι, ακόμα και τώρα, ν’ αποφασίσω από πού να ξεκινήσω. Η μνήμη σου δεν είναι πια ευθύγραμμη, παρά μια σειρά από μπλεγμένους κύκλους, που άλλοτε συγκλίνουν κι άλλοτε απομακρύνονται. Είναι φορές που φτάνω σχεδόν στη βία. Αν ήσουν η ίδια όπως πριν από δεκάξι χρόνια, νομίζω πως θα μπορούσα να το κάνω: να βγάλω από μέσα σου την καθαρή αλήθεια με το ζόρι. Τώρα αυτό είναι αδύνατον. Είσαι πολύ μεγάλη πια για να βγάλω από μέσα σου οτιδήποτε. Οι αναμνήσεις αστράφτουν στο σκοτάδι σαν σπασμένα γυαλιά από ποτήρια του κρασιού, κι έπειτα χάνονται.
Η μνήμη δεν είναι ποτέ ευθύγραμμη, η μνήμη εκείνου που πασχίζει να ανασυνθέσει τα κομμάτια της ιστορίας είναι πάντοτε μια σειρά από μπλεγμένους κύκλους. Εκείνη θέλει να θυμηθεί, δημιουργεί έτσι ένα ιδιότυπο ζεύγος με εκείνη που ανακρίνει, καθώς η μια θέλει να μάθει, η άλλη να ξεχάσει, η σωτηρία της μιας μοιάζει ν’ αποτελεί την καταδίκη της άλλης, το φως στα μάτια της μιας δεν φωτίζει τα σκοτάδια της άλλης. Και όσο τα χρόνια περνούν, τόσο τα κομμάτια του παζλ γίνονται ολοένα και πιο μικρά, ολοένα και πιο δυσδιάκριτα, ολοένα και δυσκολότερα βρίσκεται το κομμάτι που λείπει από το κάθε κενό. Κι εκείνη που θέλει να μάθει την ιστορία της ρωτά εκείνη της οποίας μέρος της ιστορίας της είναι, επιμένει, περιμένει την κατάλληλη στιγμή που το μυαλό θα βρεθεί σε κάποιο ξέφωτο, μήπως και προσθέσει ακόμα ένα νήμα στο υφαντό αυτό, στην ιστορία πριν από τη μνήμη. Το παρόν βρίσκεται στο δωμάτιο, οι δυο τους. Εκείνο που λείπει είναι ο δρόμος για να φτάσει κανείς στο δωμάτιο αυτό, οι αποφάσεις για αλλαγή κατεύθυνσης, το έλλειμμα αγάπης, τα παιχνίδια της μοίρας.
Οι όχθες των ποταμών εκτείνονται πολλά παραπάνω χιλιόμετρα από τα καλοφωτισμένα και γραφικά κομμάτια, που φέρνει στον νου η τουριστική φωτογραφία. Η υγρασία, τα στάσιμα νερά, τα έντομα, τα σκουπίδια που παρασέρνει μαζί του ο ποταμός συνθέτουν μια πιο χαρακτηριστική εικόνα. Στις όχθες αυτές βρίσκουν καταφύγιο εκείνοι που αναζητούν μια ρευστή σταθερότητα, μια προσμονή φυγής, μια αίσθηση ανοιχτού ορίζοντα, εκείνοι που φοβούνται τον ωκεανό. Στα μέρη εκείνα τριγυρνά η Γκρέτελ από μικρή, πρώτα με τη μητέρα της, ύστερα γυρεύοντας την. Η Γκρέτελ που αγάπησε τις λέξεις όταν με τη μητέρα της μιλούσαν μια δική τους γλώσσα, και ύστερα, στο σχολείο, δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει ποιες λέξεις καταλάβαιναν όλοι και ποιες μόνο η μαμά της, και η μαμά της έλειπε, και οι λέξεις αυτές άρχισαν να χάνονται σιγά σιγά. Η Γκρέτελ τώρα που μεγάλωσε δουλεύει ως λεξικογράφος, προσθέτει καινούριες λέξεις, διατηρώντας όμως τις παλιές, καμιά να μη χαθεί εντελώς, κι ας ξεχαστεί.
Η Τζόνσον τοποθετεί τον αφηγηματικό πήχη αρκετά ψηλά και καταφέρνει τελικά με σχετική άνεση να τον υπερκεράσει. Σπάει σε δεκάδες κομμάτια την πλοκή αποτυπώνοντας έτσι αφηγηματικά τους κύκλους της μνήμης, οι αναλήψεις προηγούνται και έπονται η μια της άλλης, ενώ ακόμα και το παρόν δεν είναι σταθερό, όπως σταθερό εντελώς δεν είναι ποτέ και ένα σπίτι-πλοιάριο. Η γεννημένη το 1990 συγγραφέας, στο πρώτο της βιβλίο, δεν χάνει στιγμή τον έλεγχο της ιστορίας, και αυτό οφείλει κανείς να το εντοπίσει και να το επαινέσει. Το σπάσιμο της πλοκής και οι συνεχείς αναλήψεις προσδίδουν και μια αίσθηση μυστηρίου, που μαζί με την παιδική οπτική των πραγμάτων, προσδίδει μια μεταφυσική διάσταση σε ένα απόλυτα και σκληρά ρεαλιστικό περιβάλλον· δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση αν ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς της Τζόνσον ήταν ο Ντέιβιντ Μίτσελ, καθώς αυτός ο ανοίκειος κόσμος που στήνει τον θυμίζει έντονα. Η αφήγηση έχει κάποια σημεία συναισθηματικά έντονα, χωρίς κάτι τέτοιο να εκβιάζεται, και δεν εκβιάζεται γιατί ο αφηγηματικός χαρακτήρας της Γκρέτελ έχει συντεθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε η ανάγκη της να ανασυνθέσει την ιστορία να είναι πραγματική και έντονη, χωρίς την ανάγκη να επικαλεστεί τη συναισθηματική ελεημοσύνη ενός τρίτου.
Ο ρεαλισμός της ιστορίας αυτής, πίσω και πέρα από τη μεταφυσική διάσταση και ατμόσφαιρα της αφήγησης, επιτρέπει στη διασκευή του μύθου του Οιδίποδα να μην παραξενεύει τον αναγνώστη, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετεί οργανικά την ιστορία. Η παρουσία του μύθου εδώ είναι διακειμενική, δεν επεξηγείται σε κάποια σημείωση, και αυτό δεν συμβαίνει γιατί η Τζόνσον προσβλέπει σε κάποιο κέρδος από την απόκρυψη αυτή, αλλά γιατί ο τρόπος με τον οποίο κάνει χρήση του μύθου είναι ευκρινής και σύγχρονος της ιστορίας που αφηγείται, η ιστορία, δηλαδή, στέκει και χωρίς τη γνώση του μύθου. Δεν θα μπορούσε όμως να υπάρχει Γκρέτελ χωρίς Χάνσελ. Και ας μην ήταν από την αρχή έτσι, και ας μην το ήξεραν εκείνη τη στιγμή, και ας μην το έσκασαν παρέα, και ας αρνούνται να δεχτούν πως η μητέρα τους ήταν μια κακιά μάγισσα. Η Γκρέτελ με τη μητέρα της έμεναν σ’ ένα πλοιάριο και είχαν επινοήσει τη δική τους γλώσσα, όταν η μητέρα της χάθηκε εκείνη έμεινε μόνη. Σε μια άλλη ιστορία ήταν η Σίλβερ που όταν έχασε τη μητέρα της βρήκε καταφύγιο στον φάρο που έμενε ο Πίου, που της έλεγε ιστορίες. Και όμως τη Γουίντερσον δεν τη θυμήθηκα εξαιτίας αυτής της τομής των κύκλων, αλλά γιατί δεν είναι πάντοτε προφανές το φύλο ενός ανθρώπου, κάποιες φορές ακόμα και ιατρικά δεν είναι ξεκάθαρο ποιο από τα δύο επικρατεί, γιατί και η ισοπαλία είναι ένα αποδεκτό αποτέλεσμα, γιατί όταν διαβάζει κανείς μια Βρετανή συγγραφέα δεν μπορεί παρά να μη μνημονεύσει τη Βιρτζίνια Γουλφ.
Το πρωτόλειο της Τζόνσον είναι ένα ωραίο βιβλίο, ένα βιβλίο καλογραμμένο με λογοτεχνικές αρετές που όμως ταυτόχρονα στοχεύει σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, και αυτό δεν είναι λίγο. Φέτος, αναμένεται να κυκλοφορήσει και το δεύτερο μυθιστόρημά της, που ίσως αποτελέσει ασφαλέστερο κριτήριο για τη συγγραφική εξέλιξή της, καθώς το όριο μεταξύ μανιέρας και προσωπικού ύφους είναι πάντοτε λεπτό, ενώ το εμπόδιο του πρώτου βιβλίου συχνά ανυπέρβλητο.