Έγερνε ο Ρήγας τ’ ουρανού ματοστάλακτος, κουρασμένος από το ημερήσιο ταξίδι του, ν’ αναπαυτεί στην αγκαλιά της ερωμένης του Δύσης, αφήνοντας πίσω του τη γη να την σκεπάσει σε λίγο σιγά – σιγά το κατάμαυρο βελούδινο πέπλο της μάγισσας νύχτας.
Αρκετή ώρα μια γυναίκα καθισμένη στην απόμερη κείνη γωνιά της γης, στη ρίζα ενός κέδρου, έμοιαζε σαν νεράιδα του βουνού που για άγνωστο λόγο είχε κατέβει κείνο το πανέμορφο σούρουπο στην ακρογιαλιά, μη θέλοντας να επιστρέφει πίσω στις αγαπημένες της ρεματιές. Φαινόταν πως τίποτα δεν την απασχολούσε κοιτάζοντας με ευλάβεια, θα μπορούσα να πω, τ’ αστέρια που πρόβαιναν το ένα κατόπιν του άλλου δημιουργώντας διάφορα σχήματα, στολίζοντας μ’ αυτά κάθε γωνιά τ’ ουρανού.
Δεν ξέρω αλλά μια αόρατη δύναμη κατεύθυνε την ματιά μου προς το μέρος της και άθελά μου παρακολουθούσα κάθε της κίνηση. Τ’ αμυδρό φως που σκόρπαγαν γύρω – γύρω οι διάφορες λυχνίες των άλλων εκδρομέων δεν βοηθούσαν και πολύ στο να την παρακολουθώ όπως εγώ θα ήθελα. Στη συνέχεια μετά από αρκετή ώρα, πήρα μια βαθιά αναπνοή λες και ζητούσα θάρρος απ’ αυτήν και αποφάσισα να πάω κοντά της και να της μιλήσω. Την πλησίασα και την καλησπέρισα κάπως δειλά, χαμογελώντας της όσο πιο φιλικά μπορούσα. Αμέσως μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, μα φθάνοντας πιο κοντά της ένοιωσα ένα παράξενο ρίγος να τυλίγει ολόκληρο το κορμί μου.
Μετάνιωσα που πήγα τόσο κοντά της αλλά ήταν πλέον αργά. Είδα στην όψη της απλωμένη όλη την πίκρα του κόσμου, θα έλεγα, και από τα αμυγδαλωτά μεγάλα, μαύρα μάτια της να τρέχουν ασταμάτητα δάκρυα. Μη μπορώντας να πω τίποτα άλλο κείνη τη στιγμή, της είπα κάπως αμήχανα «γιατί κλαίτε; σε τι μπορώ να σας βοηθήσω;»; Δεν πρόλαβα να πω απολύτως τίποτε άλλο, γιατί με σταμάτησε λέγοντάς μου, σχεδόν παρακαλώντας με «ελάτε κύριε, έχω ανάγκη να μιλήσω σε κάποιο. Ευχαριστώ το Θεό που σε ’φερε κοντά μου» και συνέχισε «μα καθίστε γιατί στέκεστε όρθιος;» και όλα αυτά χωρίς να σταματήσει έστω για μια στιγμή το κλάμα της. Υπάκουσα και κάθισα κοντά της και πριν να της πω τίποτε άλλο, με παρακάλεσε, εφόσον ήθελα να την ακούσω, να μην την διακόψω όση ώρα θα μου μίλαγε. Την καθησύχασα λέγοντάς της ότι μπορεί να μου μιλήσει όση ώρα αυτή ήθελε. Τότε πήρε μια βαθιά αναπνοή στρέφοντας συγχρόνως τα μάτια της προς τον ουρανό και άρχισε να απαγγέλλει την παρακάτω στροφή ενός ποιήματος, που καθώς στο τέλος μου είπε ότι το είχε γράφει για κείνον, με φωνή που έμοιαζε σαν κελάηδισμα πληγωμένου πουλιού.
«Με ’συρε πάλι ο πόνος μου καλέ μου στη γωνιά μας που πρωτοφιληθήκαμε κι είπες “θα σ’ αγαπώ” όσο θα στέκει ο ουρανός μα βρήκα τα όνειρά μας νεκρά στην άμμο αλίμονο τον τόπο αδειανό». Και συνέχισε: «ναι κύριε σε τούτη την απόμερη γωνίτσα της γης, σε τούτο τον κέδρο, το περασμένο καλοκαίρι είχα έρθει με τον πολυαγαπημένο μου, εδώ ακριβώς που καθόμαστε εμείς τώρα και κάναμε χίλια δυο όμορφα όνειρα για την αγάπη μας και για τη ζωή μας ολόκληρη». Στο σημείο αυτό σταμάτησε για λίγο και τότε κάποιοι άλλοι κρυφοί κρουνοί των ματιών της άνοιξαν μονομιάς και έμοιαζαν σαν καταρράκτες του ουρανού βρέχοντας την καυτή άμμο. Δεν είχαν πια σταματημό. Μέσα από τα αναφιλητά της έλεγε και ξανάλεγε «Γιατί Θεέ μου, γιατί;». Στην συνέχεια άπλωσε το χέρι της και μου ‘δωσε ένα γράμμα και πάντα κλαίγοντας μου είπε «διαβάστε το κύριε, το έγραψα σήμερα για κείνον και πέστε μου αν είναι καλό, όταν το διαβάσετε». Μη μπορώντας να της αρνηθώ πήρα στα χέρια μου το μουσκεμένο από τα πικρά της δάκρυα γράμμα και άρχισα να το διαβάζω σιγά – σιγά βοηθούμενος από το λιγοστό φως που σκόρπαγε μια μικρή λυχνία γύρω μας. Να τι έγραφε:
«Ω! ήρθα σήμερα καλέ μου σε τούτη την πολυαγαπημένη γωνίτσα μας, εδώ που το περασμένο καλοκαίρι είχαμε έρθει οι δυο μας και πιασμένοι χέρι – χέρι βαδίζοντας στην αμμουδιά ώρες ολόκληρες, κάναμε χίλια όνειρα για την αγάπη μας. Ήρθα με την κρυφή ελπίδα, κρυμμένη στα πληγωμένα στήθια μου ό,τι θα σε βρω καθισμένο στην σκιά του κέδρου μας να με περιμένεις αγάπη μου, αλλά δε σε βρήκα και έκλαψα πολύ πικρά. Ύστερα τα κύματα ρώτησα μήπως σε είδαν πουθενά, αλλά και κείνα δεν μου απάντησαν και τότε πάλι έκλαψα κάνοντάς τα αλμυρότερα με τα καυτά πικρά μου δάκρυα. Τον σκληρό βράχο ρώτησα μήπως σε είδε πουθενά, εκείνο τον βράχο που πάνω του με τ’ ανεξίτηλο μελάνι των ψυχών μας εμείς οι δυο πέρσι είχαμε γράψει την ομορφότερη λέξη στον κόσμο, την λέξη «σ’ αγαπώ», αλλά και εκείνος δεν μου απάντησε και πάλι έκλαψα. Με των γλάρων την προσευχή έσμιξα την προσευχή μου, στέλνοντας την στον Ύψιστο καλέ μου, παρακαλώντας τον να στείλει μια στιγμούλα και μόνο να σε δω, αφού δεν μ’ άφησε την άμοιρη να σε χαρώ. Αποκαμωμένη κάποια στιγμή έγειρα να αποκοιμηθώ στην σκιά του κέδρου μας και στα όνειρά μου είδα πως όλα τ’ άψυχα γύρω μου γίνηκαν λευκόφτεροι άγγελοι και πως χορό έστησαν λέγοντάς μου πως θα ‘ρθεις, μα εσύ έλειπες, δεν ήσουν μαζί τους λευκός άγγελος και συ να σε δω. Όταν ξύπνησα πάλι έκλαψα πικρά».
Στο σημείο αυτό σταμάτησα, δεν μπορούσα να συνεχίσω το διάβασμα, πνιγόμουνα, βούρκωσαν τα μάτια μου, δεν ήξερα τι να κάνω, δεν ήξερα τι να πω. Από την δύσκολη τούτη θέση μ’ έβγαλε τ’ απαλό χάδι της φωνής της λέγοντάς μου, χαμηλώνοντας συγχρόνως τα μάτια της, τα εξής:
«Δεν ήθελα να σας κάνω να πονέσετε κύριε, συγχωρήστε αν θέλετε, για το κακό που σας έκανα. Ειλικρινά δεν το ήθελα». Τα παραπάνω λόγια της αληθινά έμοιαζαν με προσευχή. Το φεγγάρι πρόβαινε πεντάμορφο στ’ αντικρινό βουνό σκορπώντας στο πέλαγος που απλώνονταν μπροστά του περίσσιο τ’ ασήμι του. Το φεγγάρι, η αστείρευτη τούτη πηγή έμπνευσης των ποιητών, ο φίλος των ερωτευμένων και των πονεμένων, ο πιστός σύντροφος της μοναξιάς και τόσων άλλων. Το κοίταξα με παράπονο, δεν ξέρω γιατί, ζητώντας του μια χάρη και το παρακάλεσα να το κρατήσω ό,τι του ζήτησα μυστικό. Μείναμε πολλές ώρες μαζί και σιγά – σιγά με τα διάφορα άλλα που λέγαμε μαλάκωσε λίγο ο πόνος της και αληθινά χάρηκα γι’ αυτό. Είπαμε πάρα πολλά για διάφορα πράγματα, αλλά ήρθε η ώρα που έπρεπε να χωρίσουμε.
Πρόσεξα πως ήθελε να κοιμηθεί. Την καληνύχτισα και έφυγα από κοντά της πολύ ταραγμένος και σκεπτικός. Όταν και ‘γω ξάπλωσα σε κάποια γωνιά της γης, δεν είμαι σίγουρος να σας πω αγαπητοί μου αναγνώστες αν κοιμήθηκα ή όχι κείνη την μαγευτική αλλά παράξενη νύχτα. Το ροδόλευκο πέπλο της αυγούλας, άρχισε να σκεπάζει σιγά – σιγά τη γη, διώχνοντας από πάνω της την νυχτιά.
Ο ξενύχτης Αυγερινός, πεισματάρης καθώς είναι, αρνιόταν επίμονα να κρυφτεί στην αγκαλιά του πατέρα του Ουρανού, αλλά για μια ακόμη φορά τον νίκησαν οι περίλαμπρες ακτίνες του ηλίου. Σηκώθηκα και έτρεξα προς το μέρος που την είχα αφημένη αλλά δεν την είδα πουθενά. Τότε έτρεξα προς την παραλία μήπως την βρω, αλλά δεν τη βρήκα ούτε εκεί. Άδικα περίμενα να τη δω σχεδόν όλη την ημέρα. Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας πήρα το δρόμο του γυρισμού με βαριά και κρύα καρδιά. Τι την έκανε να φύγει τόσο βιαστικά και χωρίς να μου πει τίποτε, ακόμη δεν μπόρεσα να βρω μια λογική εξήγηση. Η αλήθεια είναι πως ήθελα να την βρω να τη βοηθήσω, ήθελα να μάθω πιο πολλά γι’ αυτήν και για την άτυχη αγάπη της, όπως δίκαια την έλεγε, αλλά στάθηκε αδύνατο. Όταν έφθασα στο σπίτι μου πια, ήταν νύχτα. Βγήκα στην βεράντα του σπιτιού μου και καθώς ήμουνα μόνος, έστρεψα τα μάτια μου στον αστροκέντητο ουρανό και είπα στο φεγγάρι που είχε κιόλας ανέβει αρκετά ψηλά, να μην λησμονήσει τη χάρη που του ζήτησα την προηγούμενη παράξενη νύχτα, απλώνοντας το χέρι στο γραφείο μου, παίρνοντας την αγαπημένη μου πέννα.