» Αφιερώματα στα 200 χρόνια από την έναρξη του αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας
Το όνομα του Κατσαντώνη επισκίασε όλα τα μεγάλα ονόματα των εθνομαρτύρων και προμάχων του Ελληνισμού της προεπαναστατικής περιόδου. Την μωραΐτική παλικαριά εξέφραζε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, τον μεγαλόπρεπο αρματωλισμό της Ρούμελης ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και την άγρια αγραφιώτικη κλεφτουριά ενσάρκωσε ο θρυλικός Κατσαντώνης.
Διαφωνίες υπάρχουν για τον ακριβή χρόνο της γέννησης και του θανάτου του. Φαίνεται ότι γεννήθηκε το έτος 1775 (κατ΄άλλους το 1770) στο χωριό Μάραθος (Μύρεση) των Ευρυτανικών Αγράφων, με καταγωγή από το Βασταβέτσι (Πετροβούνι) Ιωαννίνων. Οι γονείς του, Γιάννης Μακρυγιάννης και Αρετή, ήταν «σκηνίτες» σαρακατσάνοι τσελιγκάδες. Νουνός του ο ξακουστός κλέφτης Βασίλης Δίπλας. Αδέλφια είχε τον Κώστα (Λεπενιώτη), τον Γιώργο (Χασιώτη), τον Χρίστο και την Καρτερώ ή Κατερίνα ή Τσίκα, σύζυγο Πατζιούρα. Στα 1877 δέχτηκε την ευλογία του Πατροκοσμά του Αιτωλού, όταν αυτός πέρασε από την στάνη του πατέρα του στα Άγραφα.
Ο ασθενικός, μικρόσωμος και καχεκτικός Αντώνης, με τη μαλακή φωνή, αλλά φίλερις οξύθυμος και σκληρός, άτρομος, αδάμαστος και πεισματώδης, ήθελε από την εφηβική του ηλικία να γίνει Κλέφτης, αλλά η μάνα του τον απέτρεπε: « Κάτσε, Αντώνη, μην πας». Έτσι, πήρε το πρόσθετο όνομα « Κατσαντώνης», με το οποίο έμελε να δοξασθεί. Διαφωνίες υφίστανται και για το όνομα αυτό. ( Ο Φωριέλ, Ι. σελ. 162, υποστηρίζει ότι τον έλεγαν επίσης Κιτσαντώνη, στην « Εβδομάδα» 1891 βρίσκουμε, ότι το όνομα αυτό είναι αποκοπή του Καρακατσάν – Αντώνης = Κατσαντώνης, ο Λουκόπουλος «Στα βουνά» σελ. 177, λέει ότι τον παραγκώμιαζαν «Γατσούδη», η Ειρήνη Σπανδωνίδη στα
« Τραγούδια της Αγόριανης Παρνασσού», σελ. 227, διερευνά την περίπτωση του ονόματος « Κακαντώνης» κ.τ.τ.).
Το 1793 συλλαμβάνεται από Τούρκο «Μπουλούμπαση», δήθεν για κλοπή, και βασανίζεται άγρια. Σκοτώνει τον «Μπουλούμπαση» και βγαίνει «στο κλαρί». Ο αιμοβόρος Αλής συλλαμβάνει τους γονείς του και τους φυλακίζει στα Γιάννενα, για να εκβιάσει υποταγή του Κατσαντώνη, μετά δε την άρνησή του, τους εξοντώνει. Έτσι ξεκινάει ο αγώνας εκδίκησης του Κατσαντώνη κατά των Τούρκων και προσωπικά κατά του Αλή, που θα κρατήσει 15 περίπου χρόνια.
Το 1800 ενώνει την ομάδα του με αυτή του νουνού του Βασίλη Δίπλα. Το 1804 αναγνωρίζεται από όλους (και τον Δίπλα) ως αδιαμφισβήτητος αρχηγός και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του.
Οι παλικαριές του Κατσαντώνη αναρίθμητες.
Είναι δε θαυμαστές γιατί τις πέτυχε με ολιγάριθμη ομάδα μαχητών (60-80, Λουκόπουλος: «Στ΄ Άγγραφα», 83 (Ιατρίδης, σελ. 51), 250 Vemeniz).
Αναφέρω κάποιες απ΄ αυτές: 1805, στενό Τριφύλλας Ευρυτανίας, κατανικά 300 Αρβανίτες και σκοτώνει με τα χέρια του τον ντερβένεγα Ελιάζ – Μπέη, 1806, στου «Πουλιού τη Βρύση, κοντά στο Κεράσοβο Ευρυτανίας, νικά τον Χασάν Μπελούση, την ίδια χρονιά στην τοποθεσία « Μαλατέϊκο λημέρι, διασκορπίζει 400 Αρβανίτες του Αλούς Μπεράτη, τον Οκτώβριο του 1806 αντιμετωπίζει επιτυχώς στη θέση «Ληστής του Βάλτου», τον Μπεκίρ Τζουγοδούρο. Κατατροπώνει τον Κουστομουστάφα. Αντιτώπισε επιτυχώς τον Άγο Μουχουρτάρη με 1000 Αρβανίτες στην θέση «Γρεβαινού Διάσελο» Ευρυτανίας τον Ιούλιο του 1807. Η πιο ένδοξη, όμως, παλικαριά του ήταν ο φόνος του Βελή- Γκέκα (ή Γκέγκα ή Γκιέκα), γενικού ντερβέναγα του Αλή.
Ο τύραννος της Ηπείρου αγανάκτησε με τις επιτυχίες του Κατσαντώνη και έστειλε στα βουνά των Αγράφων τον Βελή- Γκέκα, γενναίο πολέμαρχο, με δύναμη 800 Αρβανιτών, να τον εξοντώσει. Διαδίδεται ότι ο δερβέναγας είπε στον Αλή: «Αύριο ή το κεφάλι του Βεληγκέκα θα στολίσει το λημέρι του Κατσαντώνη ή το κεφάλι του Κατσαντώνη θα στολίσει την πόρτα του παλατιού σου». Ο Κατσαντώνης, όμως, είχε άλλη γνώμη και του εμήνυσε αντρείκια:
« .. Πού πας, Βελή ντερβέναγα, ριτσάλη του βεζίρη;
Δεν είν΄ εδώ τα Γιάννινα, δεν είν΄ εδώ ραγιάδες,
για να τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,
εδώ ’ναι λόγγοι και βουνά και κλέφτικα ντουφέκια…».
Μάλιστα ο ίδιος τον ειδοποίησε για την συνάντηση τους στην «Κρύα Βρύση». Στην ομάδα του Κατσαντώνη ήταν και ο Καραϊσκάκης, ο οποίος αναγνώρισε τον Βελή- Γκέκα. Ο ίδιος ο Κατσαντώνης πυροβόλησε και σκότωσε τον δερβέναγα (κατ΄ άλλους ο Καραγιαννάκης ή ο Καραϊσκάκης). Στη μάχη τραυματίστηκε ο Ράγκος, (γραμματικός του Βελή- Γκέκα, μετέπειτα οπλαρχηγός των Ελλήνων). Η χρονολογία της μάχης δεν είναι βεβαία (κάποιοι δίνουν το έτος 1805, ο Fαuriel το 1806, ο Passow και ο Αραβαντινός το 1804 και άλλοι το 1807), ούτε η θέση (Κρύα Βρύση, Αλαμάνους, Προσηλιάκο).
Η κορύφωση της δόξας του Κατσαντώνη και η αναγνώρισή του έγινε τον Ιούλιο του 1807. Πηγαίνει με 300 παλικάρια στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) και εκλέγεται, σε σύσκεψη που γίνεται με πρωτοβουλία του Καποδίστρια, του Ρώσου στρατηγού Παπαδόπουλου κλπ, Γενικός Αρχηγός.
Αρνείται να εισέλθει στην υπηρεσία των Ρώσων και επιστρέφει στα Άγραφα « που τον έχουν ακόμα ανάγκη». Τον Ιανουάριο του 1808 στο χωριό «Σπινάσα» Ευρυτανίας επιφέρει πανωλεθρία ξανά στον Χασάν Μπελούση και τ΄ασκέρι του. Αρρωσταίνει από ευλογιά και γυρίζει για θεραπεία στη Λευκάδα. Στη συνέχεια νοσηλεύεται μέσα σε μια σπηλιά στο χωριό Μοναστηράκι των Αγράφων με τη βοήθεια του αδελφού του Γιώργου (Χασιώτη) και λίγων παλικαριών. Η θέση προδίδεται και ο Κατσαντώνης συλλαμβάνεται, όπως και ο αδελφός του Γιώργος (Χασιώτης). Ασυμφωνία υπάρχει και στο θέμα της προδοσίας. (Ένας «Ιερεύς», Βαλαωρίτης , σελ. 69 ,«ένας παπάς», Αραβ. Χρον. , σελ. 282, ο ηγούμενος του Αϊ- Γιάννη, Δοσίθεος, παράδοση αγραφιώτικη, η γριά που τον περιποιόταν ή οι καλόγεροι, Fauriel, ο βοσκός Γκούρλιας, Ζήσιος και Λουκόπουλος, « Στ΄ Άγραφα» , σελ. 165, η γριά που μάζευε βότανα, Vemeniz. Ούτε για τον χρόνο της συλλήψεως του Κατσαντώνη συμφωνούν οι μελετητές. (Ο Vemeniz ομιλεί για το φθινόπωρο του έτους 1809, ο Fauriel και ο Νικ. Πολίτης παραδέχονται το 1807, ο Αραβαντινός και ο Παπαρηγόπουλος το 1811, ο Passow 1800-1810 αλλά και 1811, η Ακαδημία Αθηνών 1809, ο Σοφ. Δημητρακόπουλος δέχεται τον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο του 1808 κ.ο.κ.).
Τα δυο αδέρφια μεταφέρθηκαν σιδεροδέσμια στα Γιάννενα και, αφού απέρριψαν την πρόταση του Αλή Πασά, να τον υπηρετήσουν, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο κάτω από τον ιστορικό πλάτανο του νησιού.
Τους τσάκισαν τα κόκκαλα με σφυρί και τους βασάνισαν απάνθρωπα μέχρι να πεθάνουν. Του Χασιώτη έκοψαν και το κεφάλι. Πολλά, αλλά αναπόδεικτα, λέγονται και διαδίδονται για τις στιγμές αυτές της Ιστορίας:
Ότι ο Κατσαντώνης δείλιασε και του είπε ο Χασιώτης πως «κάνει σαν γυναίκα και τους ντροπιάζει (Αραβαντινός: Αλή, σελ. 370, Χρον. σελ. 283 , Vemeniz, Fauriel I, σελ. 171, Βαλαωρίτης, σ. 468 κλπ, ), ότι ο Αλή θέλησε να τον συγχωρήσει, αλλά δεν τον άφησαν οι συγγενείς του Βελή Γκέκα, ότι ο Κατσαντώνης στο παραλήρημά του έλεγε «έρμα γρόσια, έρμα γρόσια» περιφρονητικά για τον Αλή που ζητούσε επίμονα τον κρυμμένο θησαυρό του ή κατ΄ άλλη εκδοχή για εκείνους που τον πρόδωσαν για γρόσια, ότι, όταν έμαθε ο Αλή πως είχε ευλογηθεί από τον Κοσμά τον Αιτωλό, είπε: « Γιατί να μην μου το πει, θα ζούσε ακόμη».
Ο Λεπενιώτης σώθηκε. Αργότερα πέρασε στην υπηρεσία του Αλή Πασά, πήρε το αρμοτολίκι των Αγράφων, αλλά το 1815 ο τύραννος διέταξε τον Νίκο Θέο και τον δολοφόνησε στα Φουρνά των Αγράφων, τη στιγμή που έβγαινε από την Εκκλησία.
210 χρόνια πέρασαν απ’ τον μαρτυρικό θάνατο του Κατσαντώνη, η πατρίδα ευγνωμονούσα κλείνει το γόνυ στην ηρωϊκή μορφή του, οι νεοέλληνες μαθαίνουν ή αναμιμνήσκονται τα κατορθώματά του και εγώ του αφιερώνω λίγους στίχους:
Τ` έχεις καημένε πλάτανε και στέκεις πικραμένος
και δεν κουνάς τα φύλλα σου κι ούτε δροσούλα φέρνεις
και δεν κοιτάζεις στα βουνά κι είσαι βαλαντωμένος
και δε σε μέλει γι` αστραπές, γι` αντάρα και για χιόνι,
δε νοιάζεσαι περαστικούς, μη ξένους, μη διαβάτες,
στους κλώνους σου δε δέχεσαι ούτε πουλί κι αηδόνι
και την αυγούλα σιγοκλαίς, το δειλινό θρηνιέσαι,
τα μαύρα τα μεσάνυχτα να θρηνοκαταριέσαι.
Μη σκέφθηκες πως γέρασες κι αυλάκωσε ο κορμός σου ;
Μην ήρθαν τα αγερικά, των σκοταδιών ο δράκος ;
Μην ήρθαν και φωλιάσανε στη γέρικη σπηλιά σου ;
Ακούστε εσείς καλά παιδιά και σεις καλές κοπέλες :
-Έχω δυο χρόνους τρεις καιρούς να δω την κλεφτουριά μας,
τους κλέφτες, τους αρματωλούς και τους καλούς λεβέντες,
να `ρθουν καβάλα στ` άλογα τα χρυσοστολισμένα
και να κρεμάσουν τ` άρματα στ` ανάρια τα κλωνάρια,
τα καριοφίλια τα` μορφα και τα χρυσά σπαθιά τους,
να πιούν νερό να δροσιστούν στη βρύση στα ριζά μου,
στον ίσκιο μ` να ακουμπήσουνε λίγο να ξαποστάσουν.
-Και το μαντάτο έφθασε και το κακό χαμπέρι :
Αλή – Πασάς τους χάλασε με χίλιους Αρβανίτες,
κοντά στον Ασπροπόταμο κοντά στ` Αγραφοχώρια
τον Κατσαντώνη πιάσανε με μπαμπεσιά μεγάλη,
τον κλέφτη, τον αρματωλό, τον πρώτο καπετάνιο.
Ξαρμάτωτον τον πέρασαν στα Γιάννενα τον πάνε,
δεμένον χειροπόδαρα στο κάστρο τον διαβαίνουν
του σπάσανε τα κόκκαλα, του γδάραν το κορμί του,
σαν το κριάρι τη γιορτή και τη Λαμπρή τ` αρνάκι.
Τον κλαίνε χώρες και χωριά, τον κλαίν` καπεταναίοι,
τον κλαίνε τα κλεφτόπουλα, τον κλαίει ο ταϊφάς του,
τον κλαιν` τα δόλια τ` Άγραφα που πέσαν στην ορφάνια,
τον κλαίω κι εγώ ο πλάτανος που μ` έβαζε σημάδι