Τριάντα τρία χρόνια οι ποιητικές σταγόνες της συλλογής “ΚΑΖΟΒΑΡ” (πρώτη έκδοση 1987) πλημμυρίζουν τις καρδιές των αναγνωστών με πολλά και ποικίλα συναισθήματα. Η διαχρονική ποιητική φωνή του Βαγγέλη Κακατσάκη, χειμαρρώδης και λυρική συνάμα, δονεί με ένταση όλες τις ανθρώπινες αισθήσεις, καθώς θέλει να αφυπνίσει την κουρασμένη και αδιάφορη κοινωνία. Αμφισβητεί το αστικό κατεστημένο της διαφθοράς και την εξουσία των άνισων ευκαιριών, ενώ ταυτόχρονα αναζητεί τον Aνθρωπο και τον Θεό, την παρουσία και την απουσία τους στη γη. Είναι φανερό ότι ο ποιητής ανήκει στην ποιητική γενιά του 1970, τη “Γενιά της Αμφισβήτησης”, η οποία εκφράζει συλλογικούς προβληματισμούς έχοντας δικτατορικά και μεταπολιτευτικά βιώματα.
Η ποιητική συλλογή, σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, παρουσιάζει τον αγώνα του ποιητή να φτιάξει έναν καλύτερο κόσμο, φανερώνοντας τις αδυναμίες του. Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, όμως, αποκαλύπτει την προσπάθεια του να τον καταλάβει. Λέξη – λέξη, στίχο – στίχο πλέκει το αόρατο πνευματικό νήμα της ανθρώπινης ύπαρξης και της Ζωής «[…]που δε φοβάται το θάνατο!», οριοθετεί την «λεηλατημένη Ειρήνη» και τις «[…]βόμβες νετρονίου made in USA[…]» από τους δυνατούς, ιχνηλατεί το νόημα της θυσίας του Θεανθρώπου και την παρουσία Του («ΛΑΒΕΤΕ ΦΑΓΕΤΕ») στη γη, στιγματίζει την πολιτική παρακμή («τους τοποθετούσαν στα ίδια πρόσωπα κι έφτιαχναν τους ήρωες με το χαμόγελο στα χείλη») και πονά με τις υποκριτικές ανθρώπινες σχέσεις («Η αγορά γέμισε μάσκες[…]»).
Είναι φανερό ότι η ποιητική συλλογή προσκαλεί τον αναγνώστη σε ένα αμμουδερό χοροστάσι στην ακρογιαλιά του Σταυρού στο Ακρωτήρι. Εδώ μια λεπτή μορφή με λευκά γένια, άσπρα μαλλιά και μαύρα μάτια με γυαλιά διπλώνει τα μανίκια του άσπρου πουκαμίσου, τεντώνοντας τα χέρια πλάι στο σώμα του. Ορθώνει το σταυρόσχημο κορμί του, παίρνει μια βαθιά ανάσα και χτυπά το πρώτο μπαλόνι με τα δάκτυλά του. Αλήθεια, αυτός είναι ο Βαγγέλης Κακατσάκης, ο Ζορμπάς της ποίησης και το “ΚΑΖΟΒΑΡ” είναι ένα συρτάκι, το οποίο ξεκινά με μια αργή μελωδία και εξελίσσεται σε ρυθμική καταιγίδα.
Τα πρώτα αργά βήματα, τα οποία ζωγραφίζουν τα όνειρά του ποιητή στην άμμο, είναι σταθερά, ξεκάθαρα, βαριά και γήινα, καθώς όλο το πέλμα πατεί στη γη. Αυτό είναι το κεφάλαιο “ΙΔΟΥ ΕΓΩ” – “ΚΑΖΟΒΑΡ”, η αρχή του μουσικοχορευτικού ταξιδιού.
Ο ποιητής δίνει το στίγμα του, δηλώνει την παρουσία του και ξεδιπλώνει την ταυτότητά του. Το γλυκόλαλο μπουζούκι, το οποίο αρχίζει να συνοδεύει το μουσικό χαλί, υπενθυμίζει την «εμφάνιση των χυδαίων» που ξεπουλούν τις αρχές και τα ιδανικά τους. Τα βήματα πάνε μπρός-πίσω, το σώμα γέρνει προς τα πίσω και τα πόδια κλωτσούν με δύναμη τον αέρα, παλεύοντας με τους χυδαίους.
Η φωνή της «Απολογίας των αδυνάτων» ακούγεται μέσα από το γύρισμα της μελωδίας, η οποία αρχίζει να ζωηρεύει, προετοιμάζοντας τη δυναμική συνέχεια. Τα βήματα του ποιητή-χορευτή ζωηρεύουν, γίνονται σταυρωτά σαν να προσπαθούν να κρύψουν την αδυναμία του, ενώ το σώμα κινείται ζερβά-δεξιά, φανερώνοντας την αμφισβήτησή του. Εδώ το ποιητικό υποκείμενο μιλά για τη ζωή του ανθρώπου, τη σταύρωση (τους αγώνες της ζωής, πολιτικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς) και την ανάστασή του (υπάρχει, άραγε, ανάσταση στη γη;).
Η μουσική δυναμώνει, το μπουζούκι αρχίζει περίτεχνα γυρίσματα κι ο ποιητικός-χορευτικός λόγος αρχίζει να γίνεται γρήγορος και στακάτος. Τα ζάλα είναι πλέον μεθυστικά, καθώς το κεφάλι στρέφεται προς τον ουρανό και ένα ζωηρό «Ωπα!» βγαίνει από τα χείλη του. Ναι, είναι «Το ημερολόγιο του Φαέθοντα», η αισιοδοξία που ανοίγει «το πηγάδι της κραυγής», καθώς η σιωπή δεν έχει θέση στους συλλογικούς αγώνες για ελευθερία, δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. Και ξαφνικά η μουσική καταιγίδα! Τα πόδια δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον ταχύτατο ρυθμό, αλλά η ψυχή δεν πτοείται, καθώς ο χορός έχει απογειωθεί, είναι αέρινος…
Ο Βαγγέλης Κακατσάκης είχε «πολλά να πει, μα δεν τα πήγε η γλώσσα του». Γι’ αυτό χρησιμοποίησε την ποίηση, τη χορευτική ποίηση, του διαχρονικού Ελληνα Ζορμπά που δεν διστάζει να πει τη γνώμη του, μένοντας πιστός στις αξίες και στα ιδανικά του.