Ε, ναι! Λοιπόν, δηλώνω κι εγώ πολίτης της “Καζοβάρ”. Της ουτοπικής ή φανταστικής Πολιτείας που διάλεξε ο Ποιητής, ο Βαγγέλης Κακατσάκης, να σταθεί και να υψώσει το ανάστημά του βροντοφωνάζοντας πως είναι «ο πρώτος και ο έσχατος άνθρωπος».
Επειδή υπήρξε,
«Ο πρώτος που χαστούκισε το χάος.
Ο πρώτος που λούστηκε γυμνός στο ηλιοφώς.
Ο πρώτος που μάδησε μαργαρίτες…»
Κι ακόμη επειδή υπήρξε:
«Ο έσχατος βιαστής της πραγματικότητας.
Ο έσχατος ηδονοβλεψίας της ιδέας.
Ο έσχατος ναρκομανής της αλήθειας».
Δηλαδή, εν τέλει,
«Ο έσχατος νεκρός».
Ως πολιτεία είναι άψογα σχεδιασμένη. Ο αρχιτέκτονάς της θα βρισκόταν σε ώρες μεγάλης ευφορίας όταν την οικοδόμησε. Του αξίζουν πολλά πολλά συγχαρητήρια. Είναι Ποιητής… Μας έχει δώσει πολλά δείγματα των ικανοτήτων του…
Μ’ αρέσει αυτή η Πολιτεία. Ας έχει τους “Χυδαίους”. Σάμπως δεν έχει κι αυτή που ζω; Αυτοί μένουν
«Γυμνοί κι ανυπεράσπιστοι
στο ανελέητο “κατηγορώ” της Ιστορίας».
Έχει τους “Αδύνατους”. Τέτοιοι κι αν υπάρχουν γύρω μας. Μα δεν είναι αισιόδοξη η δήλωση τους ότι
«Δεν αφήσαμε να μουχλιάσει
το αντίδωρο της ελπίδας,
γιατί προσμένουμε την ανάσταση»(;)
Έχει και τους “Φαέθοντες”… Σ’ αυτούς θα ’θελα να ανήκω. Αν ο Φαέθων έχει να κάνει με το Φως, πολύ μ’ αρέσει αυτή η ομάδα. Η φωτεινή ομάδα της Πολιτείας… Ποιος δεν θα θελε ν’ ανήκει σ’ αυτήν. Και το θέλω επειδή
«Δεν μπορώ
να λάβω μέρος στη δολοφονία της ελπίδας».
κι ακόμη επειδή πιστεύω ότι
«Δε θ’ αργήσει η Ανάσταση».
Εγώ ξέρω από δάκρυα κι εγκαρδιώνομαι ακούοντας τον ποιητή να μην ξεχνά ότι το “1941” οι “Φαέθοντες”, «αντί για ψωμί τις μέρες» εκείνες «δειπνήσαν την λεβεντιά» και στις “16 του Νοέμβρη 1973” ακούστηκεν η φωνή
«Λίγο ακόμα και θα πετάξουμε»…
Την είχα γνωρίσει την “Καζοβάρ” πριν από πολλά-πολλά χρόνια. Είχα ακροπατήσει στους δρόμους της. Είχα συγκλονιστεί επειδή οι “Χυδαίοι”
«σταύρωσαν ένα κυκλάμινο
επειδή πολύ αγάπησε την ομορφιά…»
Είχα λυπηθεί αφάνταστα επειδή οι “Αδύνατοι” έλεγαν
«θέλαμε να φωνάξουμε “παρών”
μα δεν τολμούσαμε»
Και είχα συνταχθεί με τη δήλωση που έκαμαν οι “Φαέθοντες”
«Οσο υπάρχουμε εμείς,
ποτέ δεν θα μπορέσουν
να δολοφονήσουν την ελπίδα».
Τώρα, ύστερα από τρεις δεκαετίες σχεδόν, ξαναπερπατώ στους δρόμους της και δηλώνω μαζί με τον αρχιτέκτονα – ποιητή, τον Βαγγέλη Κακατσάκη
«Θα ’ρθει καιρός
που τα τραγούδια θα γίνουν αναστάσιμα».