Μία μεγάλη διεθνής επιστημονική έρευνα -με ελληνική συμμετοχή- εντόπισε για πρώτη φορά πάνω από 40 περιοχές στο γονιδίωμα των γυναικών, οι οποίες ρυθμίζουν σε ποια ηλικία μια γυναίκα θα εισέλθει σε εμμηνόπαυση. Η ανακάλυψη μπορεί να οδηγήσει μελλοντικά στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων διατήρησης της γονιμότητας ή ακόμη ενός τεστ πρόβλεψης της εμμηνόπαυσης.
Η ίδια μελέτη επίσης βρήκε τις πρώτες γενετικές ενδείξεις για την ύπαρξη σχέσης ανάμεσα στην καθυστερημένη εμμηνόπαυση και στην αυξημένη πιθανότητα για εμφάνιση καρκίνου του μαστού, επιβεβαιώνοντας έτσι προηγούμενες κλινικές παρατηρήσεις.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα ‘Αννα Μάρεϊ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Έξετερ και τον δρα Τζον Πέρι του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γενετικής “Nature Genetics”, ανέλυσαν γενετικά δεδομένα για σχεδόν 70.000 γυναίκες.
«Γνωρίζαμε εδώ και κάποιο διάστημα ότι η ηλικία της εμμηνόπαυσης εν μέρει καθορίζεται από τα γονίδια. Η νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι υπάρχουν πιθανώς εκατοντάδες γονίδια που εμπλέκονται, το καθένα επηρεάζοντας την ηλικία έναρξης της εμμηνόπαυσης από λίγες εβδομάδες έως ένα έτος», δήλωσε ο Πέρι.
Τα δύο τρίτα από αυτές τις περιοχές του DNA αφορούν γονίδια που φροντίζουν να διατηρούν υγιές το DNA, επιδιορθώνοντας τυχόν βλάβες του. Έτσι, όσο πιο υγιές παραμένει το DNA μιας γυναίκας, καθώς αυτή μεγαλώνει και συσσωρεύονται οι γενετικές βλάβες της, τόσο καθυστερεί η εμμηνόπαυσή της. Αυτό αφορά ιδίως την αποκατάσταση τυχόν γενετικών βλαβών στα ωάρια, πράγμα που επεκτείνει χρονικά την αναπαραγωγική ηλικία της γυναίκας.
Είναι γνωστό ότι το DNA κάθε ανθρώπου υφίσταται ζημιές λόγω της προχωρημένης ηλικίας, καθώς και διαφόρων τοξικών ουσιών, όπως ο καπνός του τσιγάρου. Έτσι, οι γυναίκες που καπνίζουν ή πίνουν πολύ αλκοόλ, εισέρχονται σε εμμηνόπαυση ένα έως δύο χρόνια νωρίτερα κατά μέσο όρο σε σχέση με τις μη καπνίστριες. Τα ανθρώπινα κύτταρα διαθέτουν μηχανισμούς επιδιόρθωσης των γενετικών βλαβών, αλλά όταν συσσωρευθούν πολλές βλάβες στο DNA, τότε τα κύτταρα πεθαίνουν.
Η ικανότητα μιας γυναίκας να ‘πιάσει’ παιδί, αρχίζει να μειώνεται περίπου δέκα χρόνια πριν την εμμηνόπαυση. Η Μάρεϊ εξέφρασε την αισιοδοξία ότι η νέα έρευνα θα βοηθήσει στην ανάπτυξη νέων θεραπειών για την αποφυγή της πρόωρης εμμηνόπαυσης.
Εξάλλου, προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι μια πρόωρη εμμηνόπαυση μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού (λόγω μικρότερης έκθεσης της γυναίκας στην ορμόνη οιστρογόνο) και η νέα έρευνα το επιβεβαιώνει πλέον μέσω και γενετικών δεδομένων. Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι για κάθε έτος που αρχίζει αργότερα η εμμηνόπαυση, αυξάνεται ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του μαστού κατά 6%.
Η ηλικία της εμμηνόπαυσης επηρεάζεται εξίσου τόσο από γενετικούς, όσο και από περιβαλλοντικούς παράγοντες (τρόπος ζωής, έκθεση σε τοξικές ουσίες κ.α.). Συνήθως συμβαίνει ανάμεσα στην ηλικία των 40 και των 60 ετών, ενώ το 1% περίπου των γυναικών εμφανίζει εμμηνόπαυση πριν τα 40.
Από ελληνικής πλευράς, στην έρευνα συμμετείχαν ο Δρακούλης Γιαννουκάκος, διευθυντής ερευνών στο Εργαστήριο Μοριακής Διαγνωστικής του Ινστιτούτου Πυρηνικών και Ραδιολογικών Επιστημών του «Δημόκριτου», καθώς επίσης οι Αντώνης Αντωνίου και Κυριακή Μιχαηλίδου του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ.