Σαν τα καράβια που όργωσαν τα πέλαγα και τις φουρτουνιασμένες θάλασσες παλεύοντας με τα ανελέητα κύματα κι αραγμένα τώρα στ’ απάνεμα λιμάνια τους τσακισμένα από τον καταλύτη χρόνο, μοιάζουν οι απόμαχοι της ζωής.
Φορτωμένοι τις πικρόγλυκες αναμνήσεις κάπου σε κάποια ζεστή γωνιά, απολαμβάνουν την συντροφιά των δικών τους, διακρίνεις με αγαλίαση και γι’ αυτά που πρόσφεραν στην ζωή και για την προέκταση του εαυτού τους. Τα παιδόγγονα τους δηλαδή. Βλέπουν πως παλεύοντας στη ζωή ότι κι αν υπέφεραν και ότι κι αν πρόσφεραν δεν πήγαν χαμένα. Σκέφτομαι, αλήθεια, θα έχουμε κι εμείς τέτοια γεράματα;
Είναι η ευχή και η αγωνία μας. Κι είναι αξιέπαινοι εκείνοι που στα γηρατειά των γονέων τους προσφέρουν αγάπη και στοργή. Το ίδιο ισχύει και για ιδρύματα και άλλους φορείς που κάνουν αυτό το μεγάλο έργο. Και σκέπτομαι πάντοτε, μα ξεχωριστά στις χρονιάρες μέρες πόσο όλοι μας και ξεχωριστά τα γηρατειά έχουν ανάγκη από την παρουσία και την συντροφιά των αγαπημένων τους προσώπων και όλων μας γενικότερα. Μεγάλο το χρέος μας στους γονείς μας και μάλιστα στα γηρατειά τους.
Αλήθεια, πόσα και πόσα δεν μας έχουν προσφέρει; Λοιπόν τώρα θα τους πετάξουμε σαν στημένη λεμονόκουπα; Ο θεός να μας φυλάξει από ένα τέτοιο έγκλημα. Και όμως υπάρχουνε τέτοια θλιβερά γεγονότα και στην «πολιτισμένη» εποχή μας. Χαρά σ’ αυτούς που αγκαλιάζουν τα γηρατειά και τα κάνουν χαρούμενα.
Μια τέτοια χαρά ένοιωσα όταν αυτές τις ημέρες επισκέφτηκα το Γηροκομείο μας. Ένα ίδρυμα που τιμά τον τόπο μας και εκείνους που εργάζονται σ’ αυτό. Εκεί, κάθε τρόφιμος έχει και τη δική του ιστορία.
Φθάνοντας λοιπόν στο Γηροκομείο είδα μια γριούλα να κάθεται έξω και να απολαμβάνει το χειμωνιάτικο ήλιο και τις αναμνήσεις της.
Ήταν μια γαλήνια γυναίκα που δεν είχε τα σημάδια του πόνου της μόνο εκείνα που της έδινε το ζεστό περιβάλλον του παραπάνω ιδρύματος.
Είδα πως ήθελε κουβέντα, που ήθελε σε κάποιον να μιλήσει. Δεν της στέρησα αυτή τη χαρά. Μιλώντας μου, δάκρια ζεστά άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Αφού μου είπε πόσο ζεστά την περιβάλλουν στο ίδρυμα η σκέψη της πέταξε θλιβερά στην αιτία που βρέθηκε σ’ αυτό. Όσο καλά κι αν περνούσε σ’ αυτό καμία δύναμη δεν μπορούσε να την απομακρύνει απ’ αυτήν. Μου είπε ότι δεν ήταν μόνη της στον κόσμο. Ζούσαν τα παιδιά της. Στα παιδιά εκείνα πρόσφερε όλη την ζωή της και μάλιστα με πολλές στερήσεις. Στην αρχή ντράπηκε για όσα θα μου έλεγε. Όμως η βρύση του πόνου έτρεχε. Η γλώσσα λύθηκε. Τα δάκρια κυλούσαν πιο καυτά από τις αχτίνες του ήλιου. «Έχω παιδιά. Μόνο ο θεός ξέρει πως τα μεγάλωσα. Έκαναν οικογένειες. Ζουν άνετα. Και πάνω που χαιρόμουν γι’ αυτά με έδιωξαν με ανομολόγητη σκληροκαρδία. Και τώρα, χωρίς παιδιά, χωρίς εγγόνια. Κανένας απ’ αυτούς δεν να έλθει. Κανείς δεν νοιάζεται αν ζω ή αν βρίσκομαι σε κάποιο μνήμα. Δεν πειράζει κύριε» συνέχισε να μου λέει «πως θα πεθάνω. Μόνο ήθελα να τα δω πριν να έλθει η ώρα αυτή, που θα με λυτρώσει απ’ αυτές τις μαύρες σκέψεις, κι ακόμα να μου κλείσουν τα μάτια μου και πριν αφήσω την τελευταία μου πνοή να τους δώσω συγχώρεση».
Δεν την άφησα να συνεχίσει. Με τα λίγα που είπε, είπε τόσα πολλά.
Η ματιά μου στράφηκε προς την πορφυρένια Δύση. Κουρασμένος ο ήλιος έγερνε τρέχοντας να πάει αλλού να δώσει φως και ζωή.
Η καμπάνα της γειτονικής εκκλησίας κτυπούσε εσπερινό. Μέσα μου κτύπησε η καμπάνα του πόνου για την γριούλα που στο πρόσωπό της βλέπω τόσες και τόσες ορφανεμένες υπάρξεις.
Χρονιάρες μέρες, φορτωμένες αναμνήσεις, χρονιάρες μέρες που γεννήθηκε στην Φάτνη της Βηθλεέμ η Αγάπη, που αγκάλιασε τους έρημους και ορφανούς. Μια αγάπη που μας καλεί να αγκαλιάσουμε κι εμείς τους συνανθρώπους μας και να τους κάνουμε πάντοτε ευτυχισμένη τη ζωή, προπαντός τα γηρατειά τους.
*συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων