Ηδη από την ανακοίνωση της επικείμενης συναυλίας των “Διάφανων Κρίνων” τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα, ένα διαρκές aller-retour χαράς – θλίψης.
Από τη μία,η δυνατότητα να δει κανείς ζωντανά μια αγαπημένη μπάντα· είτε επρόκειτο για εκατοστή φορά, είτε για πρώτη, μικρή σημασία είχε· άλλωστε στη χώρα μας δεν έχουμε την πολυτέλεια ύπαρξης πολλών συγκροτημάτων με την επιδραστικότητα των Κρίνων. Από την άλλη, η ασθένεια του Θάνου, που αποτέλεσε και την αφορμή για την επανένωση αυτή. Στη συνέχεια, αποσυντονισμένος από τη θερινή ραστώνη, διαβάζω πως τα εισιτήρια για τη συναυλία εξαντλήθηκαν. Χαρά για το γεγονός, η εμπορική επιτυχία ήταν άλλωστε το βασικό ζητούμενο. Παρά την άμεση αναγγελία για την οργάνωση και δεύτερης μέρας, εγωιστικά ορμώμενος σκέφτομαι: Μα την πρώτη μέρα θα έπρεπε κανονικά να είναι εκεί κανείς. Εν τούτοις αγοράζω εισιτήριο για τη δεύτερη μέρα την ίδια στιγμή.
Περπατώντας το απόγευμα της Παρασκευής προς την Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων στο Γκάζι και αφού είχα αντισταθεί και δεν είχα υποκύψει στην πρόκληση να παρακολουθήσω μέσω Διαδικτύου στιγμιότυπα από την προηγούμενη βραδιά, επιθυμώντας να βρεθώ εκεί όσο το δυνατόν πιο “καθαρός”, αναρωτιόμουν για τις ηλικίες των θεατών. Βλέπετε, τα “Διάφανα Κρίνα” διαλύθηκαν πριν από έξι χρόνια και το γεγονός αυτό το θεωρούσα καταλυτικό, ένα χρονικό όριο ανάμεσα σε εκείνους που τους αγάπησαν -μεταξύ πολλών άλλων- για τα 3ωρα λάιβ τους και στους υπόλοιπους. Επεσα έξω, γεγονός που φάνηκε ξεκάθαρα, όταν οι ρυθμοί ανέβηκαν και η πιτσιρικαρία έστησε έναν τρελό χορό στις πρώτες σειρές της αρένας.
Πριν από την είσοδο των Κρίνων στη σκηνή, προηγήθηκαν οι Last Drive και ο Γιάννης Αγγελάκας με τη νέα του μπάντα, οι οποίοι φρόντισαν να προθερμάνουν ένα κοινό, το οποίο, περισσότερο από συνήθως, λαχταρούσε το κυρίως πιάτο της βραδιάς. Ανάμεσα στα ευχάριστα η καταληκτική ατάκα του Αγγελάκα, που ανανέωσε το ραντεβού του με το κοινό για τον χειμώνα, δημιουργώντας έτσι προσδοκίες για την επανεμφάνισή του έπειτα από ένα αρκετά μεγάλο διάστημα αποχής από τα μουσικά πράγματα.
Και κάπως έτσι ήρθε η ώρα να εμφανιστούν επί σκηνής τα Κρίνα. Αρχικά οι μουσικοί, οι γνωστοί τέσσερις (Παντελής Ροδοστόγλου, Νίκος Μπαρδής, Κυριάκος Τσουκαλάς, Τάσος Μαχάς) και μαζί τους στα πλήκτρα ένας φίλος από τα παλιά, ο Παναγιώτης Μπερλής, ο οποίος αποχώρησε το 2000. Οι πρώτες νότες, ο γνώριμος ήχος και η φυσική παρουσία των μουσικών στη σκηνή δημιούργησαν μια υπέροχη αίσθηση οικειότητας. Στην εξίσωση, μαζί με τη χαρά, μπήκε και η συγκίνηση. Με το τέλος του ορχηστρικού κομματιού ήρθε η σειρά του Θάνου Ανεστόπουλου να βγει στη σκηνή, το ζεστό και ενθουσιώδες χειροκρότημα υποδοχής ήταν ένα ελάχιστο προκαταβολικό ευχαριστώ εκ μέρους του κόσμου. Καταπονημένος, αλλά όρθιος, πήρε τη θέση του μπροστά στο μικρόφωνο παρέα με το γνώριμο αναλόγιο. Τον θυμάμαι κάποτε, πάνε χρόνια, να λέει: Είναι καταπληκτικό αυτό που συμβαίνει στις συναυλίες μας, μοιάζει να είμαι ο μοναδικός που χρειάζεται σκονάκι για τους στίχους.
“Μες στα βάθη της γης,
ξέρω ένα βοτάνι,
που τη λήθη χαρίζει σε αυτούς που αγαπήσαν.
Αν το βρεις, αν το βρεις, χάρισέ το σε μένα…”.
Ξαφνικά το παρελθόν φάνταζε τόσο κοντινό, κανείς δεν φάνηκε να έχει ξεχάσει τους στίχους συνοδεύοντας τον Θάνο στα φωνητικά, ενώ όλοι έδειχναν να έχουν ξεχάσει τη δυσάρεστη αφορμή, παραδομένοι στη μουσική έκσταση, μία γιορτή ιδιαίτερη, όπως αυτές που μόνο τα Κρίνα ξέρουν να στήνουν, μια γιορτή ρεαλισμού και ποίησης, στοχασμού και μνήμης. Για τρία τραγούδια ανέβηκε στη σκηνή μαζί τους ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, φίλος από παλιά του συγκροτήματος, με συμμετοχές ως μουσικός σε διάφορα άλμπουμ τους. Είπε όσα αρκετοί, ίσως οι περισσότεροι, από εμάς θα ήθελαν να πουν, αναφερόμενος στα Κρίνα, ευχαριστώντας τους όχι μόνο για όσα μας πρόσφεραν, αλλά και για τη στάση τους εν γένει σε μια περίοδο που οι αξίες φθίνουν. Οι νεότεροι των θεατών έδιναν τον τόνο, με χορό μέχρι τελικής πτώσης, επενέβαιναν στον φωτισμό με τους πυρσούς που άναβαν. Ούτε μία παραγγελιά δεν ακούστηκε, ήταν η βραδιά των Κρίνων άλλωστε, εκείνοι είχαν το γενικό πρόσταγμα. Τι να πρωτοζητήσει άλλωστε κανείς; Και η συναυλία κυλούσε και ο Θάνος έμοιαζε να παίρνει φωτιά, να ανακτά άμεσα τις δυνάμεις του, όταν έδειχναν να τον εγκαταλείπουν. Γύρω στα μεσάνυχτα έφτασε η στιγμή για το αντίο, για το εις το επανιδείν θα έλεγα εγώ. Μία υπόκλιση και ένα παρατεταμένο χειροκρότημα, λίγα λόγια ευχαριστίας και αποχώρηση από τη σκηνή. Ο κόσμος επέμεινε, κανείς δεν κουνήθηκε, οι μουσικοί επανήλθαν για ένα ορχηστρικό κομμάτι, ο Θάνος όχι. Ισως έτσι να έπρεπε.
Και ενώ σίγουρα δεν είχε μεγάλη σημασία στη συναισθηματική πρόσληψη της συναυλίας, είναι απαραίτητο να αναφερθεί κανείς τόσο στον σπουδαίο ήχο όσο και στον κατάλληλο φωτισμό, που υποστήριξαν τεχνικά την εμπειρία αυτή, και να δώσει συγχαρητήρια σε όσους βοήθησαν σε αυτό.
Επειδή τα πάντα είναι θέμα σύγκρισης, φεύγοντας από το Γκάζι αναλογιζόμουν πόσο καιρό είχα να βιώσω κάτι ανάλογο, ένα βίωμα τόσο έντονο και καθαρτήριο. Πολύ, σίγουρα πολύ, ήταν η απάντηση. Βάλτε να πιούμε!