Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Και ο γέρος εκοίταζεν, εκοίταζε τη σημαία…

“Ενας γέρος Κρητικός εστεκόταν εμπρός στην έπαλξιν του Φιρκά και εκοίταζεν, εκοίταζεν, εκοίταζε την σημαία. Είχε βγάλει το μαντήλι της κεφαλής του, ο ήλιος τον έψηνε και αυτός, ακουμπησμένος στο προπέτασμα του μώλου, εκοίταζε την σημαία. Ητο η δευτέρα ημέρα της επάρσεώς της, η τρίτη ημέρα μετά την λήξιν της διεθνούς Κατοχής. Τον αντελήφθησαν δυο τρεις περαστικοί. Εξαναπέρασαν αργότερα και αυτός εκοίταζεν, εκοίταζε την σημαία. «Τι τηνε θωρείς, καπετάνιε, τη σημαία; Δεν την εχόρτασες να τηνε θωρής; Δεν την είδες εχτές!» τον ερώτησεν ένας. «Την είδα παιδί μου την είδα χτές για τον απατό μου! Σήμερα… σήμερα τηνε θωρώ για άλλονε, για ένα σύντεκνό μου, που λαβώθηκε στα ’97 και πέθανε από την πληγή. Πριν να ξεψυχήσει, όμως, απλώνοντας τη χέρα του κατά τα Χανιά, επρόφτασε και μου είπε: “Αν εσύ ζήσεις, σύντεκνε, κι αξιωθής να δεις την σημαία μας να στηθή ετσά, στην ντάπια, να πας να τηνε δεις, να την εκαλοδής και να ’ρθης στο μνήμα μου να μου φωνάξης δυνατά. “Την είδα σύντεκνε! Κι εγώ, έννοια σου, και θα σ’ ακούσω…””. Εσώπασεν ο γέρο – Κρητικός, κοιτώντας πάντα την σημαία και αυτοί που τ’ άκουσαν εδάκρυσαν. Και τα δάκρυα έσβησαν τη περιέργειαν να μάθουν το όνομα του γέρου και το όνομα του συντέκνου του. «Ποιος ήταν ο γέρο – καπετάνιος;» ερώτησα έναν που μου έλεγε το γεγονός, μετά πάροδον δύο εβδομάδων. «Δεν το κατέχω. Δεν εσυλλογίστηκα να τον ρωτήσω. Εφύγαμε…» Εφύγαν – και ο γέρος εκοίταζε, εκοίταζε. Νικόλαος Ποριώτης: “Ο νεκρός και η σημαία”.

«Η πόλις ηγρύπνησε στολιζομένη. Εορτάζει δε και ο ουρανός, αποκατασταθείσης από της νυκτός της γαλήνης και ανατείλαντος εαρινού ηλίου. Οι δρόμοι παρουσιάζουν όψιν λειμώνων ευωδιαζόντων από τας μυρσίνας. Παντού είναι αναρτημένα Βυζαντιναί σημαίαι μεταξύ των κυανολεύκων. Συνωστίζονται παντού χωρικοί υψηλόκορμοι ζώσαι εικόνες του Θεοτοκοπούλου. Τα Κρητικόπουλα εις σμήνη κυκλοφορούν με τις φουφουλίτσες των. Από του Νικηφόρου Φωκά του εκδιώξαντος εκ Κρήτης τους Αραβας πρώτην φοράν Ελλην βασιλεύς αποβιβάζεται εις την νήσον. Η αποβάθρα ξεχαρβαλωθείσα υπό της τριημέρου θύελλης, ευπρεπίσθη το κατά δύναμιν. Μυρτοστολισμένη επίσης είναι και η έπαλξις του Φιρκά. Την πρωίαν η Κρητική Χωροφυλακή διήλθε τας οδούς σαλπίζουσα το εωθινόν. Την 6ην πρωϊνήν κατέπλευσεν η “Μυκάλη” γεμάτη Κρήτας εγκατεστημένους εν Αθήναις και Πειραιεί. Την 7ην εσημειώθη ο “Αβέρωφ” (“Η μεγάλη εορτή της Ενώσεως”, εφ. “Εστία”).

«Για την μεγάλην και ξεχωριστήν πανήγυριν μιας φυλής ανδρείων, που δεν εταπεινώθηκε ποτέ στους ισχυρούς αλλ’ ούτε εις τον τύραννον εμπρός χαμήλωσε το μέτωπον, μεγάλα έπρεπε τιμής και ανδρείας τρόπαια να υψωθούν και με παιάνας και αγώνας γυμνικούς, σαν τους παληούς καλούς καιρούς, να τιμηθή η ημέρα της Ενώσεως. Και η Κρήτη απ’ άκρη σ’ άκρη, πολιτείες και χωριά, τρεις να προσφέρει ημέρες και τρείς νύκτες συνεχείς στους γέρους καπετάνιους, και στα ανδρεία της παιδιά κάθε μοσχάρι σιτευτό και κάθε εκλεκτό κρασί, γεύματα και συμπόσια Ομηρικά, κάτι σαν είδος κοινωνίας θεϊκής, κάτι που να τιμά και ν’ ανασταίνει μαζί με την σημερινή χαρά το μεγαλείον και την δόξαν του πρώτου και του πειο αρχαϊκού πολιτισμού. Και στους γέρους καπετάνιους και στα λεβεντόπαιδα, κρασί νέκταρ να κερνούνε κόρες διαλεχτές με κορμιά κυπαρισσένια κι αρχοντιά πολλή, Καριάτιδες της Κρήτης ολοζώντανες. Και χορούς εις τις πλατείες και εις τους αγρούς να χορεύουν τρεις ημέρες και τρεις νύκτες με της λύρας το τραγούδι το εξεχωριστό για την νίκην και την δόξαν της μητέρας της μεγάλης και τρανής. Κ. Παρρέν (“Εφημερίς των Κυριών”).

«Ο Εθνικός ύμνος -ο ελληνικός εθνικός ύμνος- στο φρούριο του Φιρκά. Η Ενωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Παλέψαμε τόσο γι’ αυτή, ναι. Αλλα έμοιαζε τόσες φορές με μακρινό όνειρο που το κυνηγούσαμε μόνο και μόνο επειδή δΕν αντέχαμε να λιγοψυχήσουμε, κι ας ξέραμε πως δε πιάνεται. Αναρωτιόμουνα συχνά αν θα έφτανα να το ζήσω, και το ζω πριν φτάσω ούτε τα σαράντα μου. Από τους πατριώτες μας, μου φαίνεται πως δεν βλέπω κανέναν που να μην κλαίει. Οι κραυγές του κόσμου μέσα κι έξω από το φρούριο, “Ζήτω η Κρήτη! Ζήτω η Ελλάδα. Βενιζέλος”, μοιάζουν να βγαίνουν από λαρύγγια θηρίων. Ο Βενιζέλος γυρίζει προς τα πίσω και μου ψιθυρίζει, την ώρα που οι δυο γέροι οπλαρχηγοί, ο Αναγνώστης Μάντακας και ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης, ανεβαίνουν να υψώσουν την ελληνική σημαία, Πολυχρόνης Κουτσάκης “Οταν ήταν ευτυχισμένος”.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα