Ένας σοφός είπε κάποτε ότι, μετά από το να χάνει τη μητέρα του, δεν υπάρχει τίποτα πιο υγιές για ένα παιδί από το να χάνει τον πατέρα του. Και μολονότι δε θα μπορούσα ποτέ να συμφωνήσω μ’ όλη μου την καρδιά με μια τέτοια δήλωση, θα ήμουν ο τελευταίος που θα την απέρριπτε ασυζητητί. Ό,τι κι αν σκέφτεται όμως κάποιος για την αξία αυτής τη παρατήρησης, η μοίρα τα ’φερε έτσι ώστε εγώ να βρεθώ χωρίς γονείς. Αν έλεγα ότι ήταν όντως καλοτυχία, θα υπερέβαλλα, αλλά σίγουρα δεν μπορώ να το αποκαλέσω κακοτυχία, τουλάχιστον όχι στη δική μου περίπτωση, κι αυτό γιατί, στη θέση τους, απέχτησα παππού και γιαγιά.
Αρχές εικοστού αιώνα, εκεί που σήμερα εκτείνεται το Ρέικιαβικ, υπήρχε ένα μικρό σπίτι με το όνομα: Μπρέκεκοτ. Ο Άουλβγκριμερ -όνομα που στα ισλανδικά σημαίνει αυτός που περνάει τις νύχτες με τα ξωτικά- αποφασίζει, χρόνια μετά, να διηγηθεί την ιστορία του, από την αρχή, όταν ορφανό τον περιμάζεψαν στο σπίτι τους, ο Μπγιορν του Μπέρεκοτ και η γυναίκα του, που δεν άργησαν να μετατραπούν σε παππούς και γιαγιά, έστω και εξ αγχιστείας, το αίμα, άλλωστε, ποτέ δεν ήταν συνθήκη από μόνη της ικανή για την αγάπη και τη φροντίδα.
Η ροπή στο μύθο αποτελεί χαρακτηριστικό σύμφυτο της ισλανδικής ιστορίας, κάτι που μάλλον οφείλεται στην ιδιαίτερη θέση της, την ιδιότυπη απομόνωση και το δύσκολο κλίμα, ούσα πέρασμα ανάμεσα στις δύο ηπείρους, λιμάνι κυνηγημένων και χαμένων ναυτικών, κρυψώνα ιδανική μα ταυτόχρονα απαιτητική, ακριβώς για τους ίδιους λόγους.
Και είναι αυτή η ιστορία ενηλικίωσης μια ταυτόχρονη μετάβαση από το μαγικό μύθο στην αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα, όχι μόνο του ήρωα μα και ολόκληρης της χώρας. Οι ήρωες των σάγκα έχασαν τη λάμψη τους, τα ιδανικά των ψαράδων ατόνησαν στο πέρασμα του χρόνου και έδωσαν τη θέση τους σε εκείνα των πολιτικών και των επιχειρηματιών, το παιδικό βλέμμα σκλήρυνε, μια αναγκαία(;) προσαρμογή.
Με την αύρα του κλασικού και τη γοητεία της ισλανδικής γης για σκηνικό, ο Λάξνες στήνει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, επιτυγχάνοντας απόλυτα να πείσει για την εναλλαγή του τρόπου με τον οποίο κοίταζε τα πράγματα ο ήρωας μεγαλώνοντας, δείχνοντας έτσι την παράλληλη μετάβαση -κάποιοι θα την ονόμαζαν ελαφρά τη καρδία ανάπτυξη- της Ισλανδίας σε μια νέα εποχή. Η αποκοπή της χώρας από τον υπόλοιπο κόσμο είναι διαρκώς αισθητή στον αναγνώστη, τα δύσκολα στην προφορά ισλανδικά επίθετα προσδίδουν έναν επιπλέον τόνο μαγείας, αλλά είναι ο μυστηριώδης Γκάρδαρ Χόουλμ, που αποτελεί το κρυφό χαρτί του Λάξνες στην ιστορία που διηγείται.
Θείος του αφηγητή και διάσημος τραγουδιστής της όπερας, ο Γκάρδαρ Χόουλμ είναι ο ορισμός του προκλητικού δεύτερου χαρακτήρα, που απειλεί να κλέψει τη δόξα του κεντρικού ήρωα στα μάτια του αναγνώστη, μαγεύοντας και εκείνον με τον ίδιο τρόπο που μάγεψε τον μικρό Άουλβγκριμερ. Με τεράστια καριέρα στο εξωτερικό, πρωτοσέλιδα και βραβεία, ακριβοθώρητος όμως κατά τις -φημολογούμενες- σύντομες επιστροφές του στη χώρα, με συναυλίες που όλο αναγγέλλονται μα τελικώς ακυρώνονται, μια αδιόρατη ρυθμική απουσία διαρκώς παρούσα στη ζωή του αφηγητή, καταλυτικής σημασίας.
Η μουσική δεν ήταν αντικείμενο διδασκαλίας στην Ισλανδία ήδη από τον Μεσαίωνα, και για την ακρίβεια θεωρούταν εκζήτηση ή διαστροφή, ιδιαίτερα μεταξύ των μορφωμένων, ώσπου ο Γκάρδαρ Χόουλμ κέρδισε για τη χώρα μουσική φήμη στο εξωτερικό, και τότε μερικοί άρχισαν να την έχουν σε μεγαλύτερη εκτίμηση. Αλλά για πολύ καιρό κατόπιν εξακολούθησε γενικά να θεωρείται παράξενο να είσαι διάσημος επειδή τραγουδούσες. Έτσι, ήταν ουσιαστικά αδιανόητο στα νιάτα μου να ασχολείται κανείς με κάτι τόσο ανιαρό όσο η μουσική, παρά μόνο ως μέσο σωτηρίας. Η μουσική ήταν καλή για όταν έπρεπε να παραχώσουν κάποιον στη γη.
Μετάφραση (από τα αγγλικά): Μιχάλης Μακρόπουλος