«Εκείνο το υγρό Απριλιάτικο πρωινό του 1967, οι εργάτες που πήγανε, σαν κάθε μέρα στη Βάση της Σούδας, βρήκανε την πόρτα κλειστή. Ο επικεφαλής τους σύστηνε να γυρίσουν ήσυχα στα σπίτια τους “γιατί δεν θα έχει σήμερα εργασίαν”». Με αυτά τα λόγια ξεκινά το “χρονικό” που υπογράφει ο Δημήτρης Βλησίδης στο περιοδικό του Δήμου Χανίων Ελλωτία το 1997. Τίτλος του “Χανιά 21 του Απρίλη 1967, Χρονικό”. Πρόκειται για ένα κείμενο που γράφτηκε το 1968 από τον ίδιο που ως πολιτικός κρατούμενος βρισκόταν στο στρατόπεδο κρατουμένων της χούντας στο Παρθένι Λέρου. «Στις εισόδους των Σχολείων, στρατιωτικές φρουρές με τους καθηγητές και τον γυμνασιάρχη έδιωχναν τους μαθητές να γυρίσουν ήσυχα στα σπίτια τους. Τους δρόμους της πόλης όργωναν μουγκρίζοντας στρατιωτικά καμιόνια γεμάτα ένοπλους φαντάρους, ναύτες και σμηνίτες. Στα δημόσια ιδρύματα και στις επιχειρήσεις Κοινής οφέλειας (ΟΤΕ, ΔΕΗ, κ.λ.π.) είχανε τοποθετηθεί από τη νύχτα στρατιωτικές φρουρές[…]», διαβάζουμε μεταξύ άλλων.
Οι πρώτες ώρες «της πρώτης μέρας της συμφοράς» της μαύρης επταετίας όπως καταγράφηκαν από τον Δημήτρη Βλησίδη
Ο Δημ. Βλησίδης πολύ γλαφυρά περιγράφει όχι μόνο εικόνες της πόλης από κείνη την πρώτη μαύρη ημέρα μιας επταετίας που «έβαλε την Ελλάδα στον γύψο» όπως οι ίδιοι οι πραξικοπηματίες διατείνονταν, αλλά εμπεριέχει ακόμη σκέψεις, κρίσεις αλλά και φανερή πολιτικοποιημένη-κομματική άποψη του γράφοντος. «Η Ασφάλεια βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Τα όργανά της και άλλοι χαφιέδες τη στήνουν στις γωνίες των οικοδομικών τετραγώνων. Παρακολουθούν κάθε κίνηση στους δρόμους. Εχουν σχηματίσει κλοιό γύρω από τα Γραφεία της Αριστεράς στην οδό Χ”Μ. Γιάνναρη. Κατά τις 8.30 αυτοκίνητα της “Αμέσου Δράσεως” διατρέχουν τους δρόμους μεταδίνοντας από τα μεγάφωνά τους τις διαταγές του στρατιωτικού διοικητή. Πιέζουν τον κόσμο να κλείσει τα μαγαζιά του, να παρατήσει τις δουλειές του και “να αποσυρθεί ήσυχα στα σπίτια του, μέχρι νεοτέρας διαταγής…”. Ετσι ξημέρωσε στα Χανιά η 21η Απριλίου 1967[…]. Κατά τις 2 μετά το μεσημέρι η πόλη ερημώθηκε τελείως. Πήρε την όψη νεκροταφείου, με τους νεκροφάφτες της Δημοκρατίας να περιφέρονται στους δρόμους πάνοπλοι και βλοσυροί[…]». Περιδιαβάζοντας μέσα από τις λέξεις του κειμένου ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί την όλη ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί -έστω κι αν δεν την έχει βιώσει: «[…]Ολοι έτρεχαν στο ραδιόφωνο ν’ ακούσουν. Να καταλάβουν… Εκείνο μετάδινε γλυκανάλατα “εθνικά συνθήματα”, στρατιωτικά εμβατήρια και το πρώτο διάταγμα της ανώνυμης ως την ώρα, κυβέρνησης των πραξηκοπηματιών. Πληροφορούσε ότι, από σήμερα το πρωί, κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και ο στρατός ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας[…]. Ο τοπικός ραδιοσταθμός επαναλάβαινε τα θούρια και τα συνθήματα του κεντρικού και μετάδινε τις διαταγές του στρατιωτικού διοικητή Κρήτης, υποστράτηγου Καραδήμα. “Απαγορεύεται η κυκλοφορία πεζών και οχημάτων…” “Απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις, όλοι στα σπίτια σας…”. “Οποιος παραβαίνει τις εντολές των στρατιωτικών περιπόλων θα πυροβολείται…”». Χαρακτηριστικές εκφράσεις-διαταγές ήδη από την “ανατολή” μιας νέας εποχής που έμελε να κρατήσει επί επτά χρόνια κατά τα οποία η χώρα της Δημοκρατίας βίωσε στο πετσί της τι εστί απολυταρχικό καθεστώς που δυστυχώς στις μέρες μας υπάρχουν κάποιοι που λόγω άγνοιας διατείνονται ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα…
Ενα κείμενο που γράφτηκε το 1968 στο στρατόπεδο κρατουμένων της χούντας στο Παρθένι Λέρου
«ΕΛΑΤΕ ΓΙΑ ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΜΗΜΑ»
Το κράτος ξεκίνησε τότε τις πρώτες επισκέψεις στα σπίτια των στελεχών της Ε.Δ.Α. (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά). «Ομάδες από 3 ως 4 οπλισμένους χωροφύλακες μ’ επικεφαλής αξιωματικό ή υπαξιωματικό της Ασφάλειας χτυπούσανε τις πόρτες των προγραμμένων, αφού πρώτα κύκλωναν το σπίτι. “Ελάτε για πέντε λεπτά στο Τμήμα που σας θέλει ο κ. διοικητής”. Η φράση ήταν στερεότυπη. Στις διαμαρτυρίες του θύματος και των δικών του, απαντούσαν το ίδιο στερεότυπα, “μην ανησυχείτε, μόνο για πέντε λεπτά και θα επιστρέψει”[…] …Βγαίνοντας από το σπίτι άφηναν κρυφά στο τραπέζι ένα σημείωμα που υπόδειχνε να φέρουν για τον δικό τους που πήραν στο κρατητήριο “μια κουβέρτα και δοχείο νερού”. Οσους έπιαναν τους οδηγούσαν στον κοντινότερο Σταθμό ή Τμήμα Χωροφυλακής και από ’κει, κατά μικρές ομάδες, τους μετέφεραν με αυτοκίνητα στα κρατητήρια του 2ου Αστ. Τμήματος, στο ισόγειο του νομαρχιακού μεγάρου Χανίων». Πολλά τα ενδιαφέροντα στοιχεία που βρίσκουμε στο κείμενο των 30 σελίδων του αείμνηστου Δημήτρη Βλησίδη ο οποίος έχοντας νωπές τις εκόνες, αναφέρεται σε όλη την πορεία των κρατουμένων από τα Χανιά δια μέσου Ηρακλείου έως τον τελικό τους προορισμό στη Λέρο, κάνοντας μνεία σε πρόσωπα γνωστά και μη που διαδραμάτισαν ρόλο εκείνες τις ημέρες τόσο υπέρ όσο και κατά των κρατουμένων… Ωστόσο δεν θα αναφερθούμε σήμερα σε εκείνους παρά μόνο ονομαστικά στους 22 συγκρατούμενούς του την πρώτη εκείνη ημέρα: «[…]όλοι στελέχη της ΕΔΑ. Τα ονόματά τους, Βαρδάκης Μιλτιάδης, Βολουδάκης Βαγγέλης, Δραμπουκάκης Μιχάλης, Γκατζούνης Κώστας, Κλεινόπουλος Βασίλης, Μαυρυγιαννάκης Σήφης, Μιχελιουδάκης Παύλος, Μουντάκης Παύλος, Μπονάτος Χρήστος, Μαντωνανάκης Βενιζέλος, Δαραντούλης Κώστας, Πατεράκης Γιάννης, Στρατηγάκης Κυριάκος, Τζουγκαράκης Ιλαρίων, Φανουριάκης Σωτήρης, Φυντριλάκης Στέφανος, Χαζίρης Χαρίλαος, Χναράς Κώστας, Χναράς Γιώργης», γράφει ο Δ.Μ.
ΤΟ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΟ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΓΩΓΗ ΠΡΟΣ ΤΟ… ΑΓΝΩΣΤΟ
Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε εντός κρατητηρίου όπου βρίσκονταν οι κρατούμενοι αλλά και έξω από αυτό όπου έσπευσαν οι συγγενείς τους καταγράφεται παρακάτω: «Μέσα στο κρατητήριο η ατμόσφαιρα είναι βαριά. Δεν είναι μικρό πράγμα να σ’ αρπάζουν ξαφνικά από τη ζωή. Νασου κλείνουν το σπίτι και να μένει η οικογένειά σου χωρίς προστάτη, κυριολεκτικά “στους πέντε δρόμους”[…]. Οι προγραμμένοι διαμαρτύρονται για τη σύλληψή τους. Ζητούν να πληροφορηθούν την τύχη τους, να δουν τους δικούς τους. Κανένας δεν παρουσιάζεται υπεύθυνος να απαντήσει. Ολοι προσποιούνται αναρμόδιοι και προσπαθούν μα καθησυχάσουν τις διαμαρτυρίες των θυμάτων τους. Εξω από το τμήμα ξετυλίγονται άλλες, δραματικές σκηνές διαμαρτυρίας και αγανάκτησης. Είναι οι οικείοι των κρατουμένων που έφεραν την… κουβέρτα κλπ. και ζητούν να μάθουν τι θ’ απογίνουν οι άνθρωποί τους[…]. Ολες οι διαμαρτυρίες και η επιμονή τους πέφτουν στο κενό». Κάποια στιγμή όταν είχε βραδιάσει κι ενώ «ένοπλοι πηγαινοέρχονται βιαστικοί στην πλατεία των Δικαστηρίων, ναύτες, χωροφύλακες, φαντάροι. Παραγγέλματα και διαταγές δίνονται με πνιχτή φωνή» οι κρατούμενοι δυο-δυο και «μέσα από διπλή σειρά ενόπλων χωροφυλάκων» οδηγούνται σε επιταγμένο λεωφορείο που τους περίμενε στην πλατεία έξω από το κρατητήριο. Κανένας δεν τους λέει τίποτα. πού τους πάνε, τι θα τους κάνουν. «Η φάλαγγα (σ.σ. πίσω από το λεωφορείο, ακολουθεί στρατιωτικό καμιόνι, «με ένοπλους χωροφύλακες ή φαντάρους, δεν είναι εύκολο να ξεκαθαρίσεις») τραβάει δυτικά, μέσα από τους έρημους δρόμους της πόλης[…] Οι υποθέσεις βασανίζουν το μυαλό. Προς τα εκεί είναι οι φυλακές της Αγιάς[…]». Κάποια στιγμή όλα ξεκαθάρισαν. Προορισμός ήταν το κτήριο των Παιδικών Εξοχών στην περιοχή των Αγίων Αποστόλων. «“Γιατί εκεί;” αναρωτιούνται. Η μνήμη γυρίζει περίπου τρεις δεκαετίες πίσω. Στον /ίδιο χώρο οι χιτλερικοί έστησαν στρατόπεδο το 1941, μετά την κατάληψη της Κρήτης κι έκλεισαν τις χιλιάδες των αιχμαλώτων που έπιασαν. Ελληνες, Νεοζηλανδοί, Αγγλοι, Αυστραλοί στρατιώτες συγκεντρώθηκαν τότες εδώ[…]»… * Αναφορά στον στίχο του Μάνου Ελευθερίου από το μελοποιημένο από τον Γιάννη Μαρκόπουλο ποίημά του “Μαλαματένια λόγια”. Την Παρασκευή 21 Απριλίου 1967 καταλύθηκε από τους συνταγματάρχες η Δημοκρατία. Ο Μάνος Ελευθερίου έγραφε: «[…]Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες και ξημερώνοντας Παρασκευή τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες με πήραν και με βάλαν σε κλουβί[…]». Η λογοκρισία όμως της εποχής, άλλαξε τη λέξη “Παρασκευή” και τη θέση της πήρε η λέξη “κακή”.