Thomas Piketty
Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, σελίδες 744, Αθήνα 2014
Ο Τόμας Πικετί στο εντυπωσιακό αυτό βιβλίο του πραγματεύεται την ιστορία του κεφαλαίου τα τελευταία 200 περίπου χρόνια εστιάζοντας στην ανισότητα των εισοδημάτων, των περιουσιών και του πλούτου σε διάφορες χώρες του κόσμου.
Δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο αυτό έγινε το 2014 best seller σε διάφορες χώρες του κόσμου και ο Πωλ Κρούγκμαν (βραβείο Νομπέλ Οικονομικών 2008) το χαρακτήρισε σαν το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς και ίσως της δεκαετίας.
Ο νεαρής ηλικίας ταλαντούχος συγγραφέας είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο του Παρισιού, έχει διδάξει σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ ενώ είναι τακτικός αρθρογράφος της Γαλλικής εφημερίδας LIBERATION.
Ο Τόμας Πικετί έχει λάβει πολλά βραβεία στην πατρίδα του, ενώ του προτάθηκε από τη Γαλλική κυβέρνηση να γίνει μέλος της λεγεώνας της τιμής (που αποτελεί την ανώτατη διάκριση στη Γαλλία) την οποία όμως δεν απεδέχθη.
Με το βραβείο του αυτό ο συγγραφέας συνεχίζει την παράδοση των μεγάλων Ευρωπαίων οικονομολόγων του Α. Σμιθ, του Ντ. Ρικάρντο, του Τζ. Μ. Κέινς, του Γ. Σουμπέτερ κ.άλ., θεωρώντας τα οικονομικά σαν μια κατ’ εξοχή κοινωνική επιστήμη, θέτοντας στο επίκεντρο το θέμα της οικονομικής ισότητος.
Μελετώντας τη δυναμική των οικονομικών ανισοτήτων στις ανθρώπινες κοινωνίες για μακρύ χρονικό διάστημα, προσπαθεί να εντοπίσει τις δυνάμεις και τους μηχανισμούς εκείνους οι οποίοι ωθούν προς την οικονομική σύγκλιση και την οικονομική απόκλιση.
Διερευνώντας τη σχέση κεφαλαίου – εισοδήματος στην Ευρώπη από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 21ου, διαπιστώνει ότι μέχρι τη Μπελ Επόκ ο λόγος κεφαλαίου – εισοδήματος ήταν της τάξης του 6 έως 7, μειώθηκε αισθητά κατά την περίοδο του πρώτου παγκοσμίου και του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου σε 2 – 4 ενώ μετά το 1970 άρχισε να αυξάνεται πάλι τείνοντας σε υψηλά επίπεδα, όπως ήταν και λίγο πριν την έναρξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου.
Μελετώντας τη σχέση του ιδιωτικού και του δημοσίου κεφαλαίου στις ευρωπαϊκές χώρες τους τελευταίους 3 αιώνες διαπιστώνει ότι σε όλο αυτό το διάστημα το ιδιωτικό κεφάλαιο υπερτερεί κατά 3 έως 8 φορές του δημοσίου κεφαλαίου.
Ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι υπάρχει μια συστηματική δύναμη απόκλισης στην κατανομή του πλούτου καθώς σε βάθος χρόνου η απόδοση του κεφαλαίου είναι αισθητά μεγαλύτερη από τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας. Αφού λοιπόν, τα εισοδήματα που αποφέρει το κεφάλαιο είναι αισθητά μεγαλύτερα από τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας, προκύπτει ότι το συσσωρευμένο κεφάλαιο, μεγαλώνει περισσότερο από ότι η οικονομία σαν σύνολο και συνεπώς μεγαλώνει η συγκέντρωση του κεφαλαίου. Ο Τόμας Πικετί θεωρεί ότι το γεγονός αυτό από μόνο του καθώς διαπιστώνει τη διαχρονική ισχύ του, ωθεί στη συγκέντρωση του κεφαλαίου και στην αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων. Διαχρονικά θεωρεί ότι η απόδοση του κεφαλαίου κυμαινόταν περίπου σε 4 – 5% ή έστω σε 3 – 5%, ενώ η μεγέθυνση της οικονομίας (αύξηση του Α.Ε.Π.) κυμαινόταν σε 0,5 – 2% με αναφορά σε μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ετσι ακόμα και όταν οι κεφαλαιούχοι δαπανούσαν ένα ποσοστό των κεφαλαιουχικών εισοδημάτων τους για να τροφοδοτήσουν τη κατανάλωσή τους, τους απέμενε ένα σημαντικό υπόλοιπο που διαχρονικά ήταν ποσοστιαία μεγαλύτερο από τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας.
Στα πλαίσια της μελέτης του αυτής ο συγγραφέας διερευνά τη συμβολή του κεφαλαίου και της εργασίας στο Εθνικό εισόδημα διαφόρων χωρών σε μακρύ χρονικό διάστημα. Αντλώντας στοιχεία από τη Γαλλία και την Αγγλία διαπιστώνει ότι τα εισοδήματα του κεφαλαίου αντιστοιχούν σε 20 – 40% του εθνικού εισοδήματος, ενώ τα εισοδήματα της εργασίας σε 60 – 80% του Εθνικού εισοδήματος την περίοδο 1770 – 2010.
Καθώς όμως μία ισχυρή δύναμη δημιουργίας οικονομικών ανισοτήτων στο καπιταλισμό είναι η διαφορά στην απόδοση του κεφαλαίου και στο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας, ο συγγραφέας διερευνά την απόδοση του κεφαλαίου στις αρχές του 21ου αιώνα.
Θεωρεί ότι είναι πολύ πιθανό η απόδοση του κεφαλαίου τις υπόλοιπες δεκαετίες του αιώνα αυτού να διατηρηθεί κατά μέσο όρο στα επίπεδα του 4-5%, ενώ ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας θα είναι αρκετά χαμηλότερος. Όπως σημειώνει ο Τ. Πικετί το μεγάλο κεφάλαιο της τάξης των δεκάδων ή εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων έχει τη δυνατότητα να επιτυγχάνει υψηλότερες αποδόσεις της τάξης του 7-8% ετησίως καθώς η διαχείρισή του ανατίθεται σε επαγγελματίες διαχειριστές οι οποίοι έχουν τις γνώσεις και τον χρόνο να αναζητούν τις κατάλληλες εκείνες ευκαιρίες για μεγαλύτερη κεφαλαιουχική απόδοση. Αντίθετα, οι κάτοχοι μικρού κεφαλαίου δεν έχουν αυτές τις δυνατότητες και συνήθως αρκούνται σε χαμηλές αποδόσεις που μπορούν να κυμαίνονται σε 2-3% περίπου και είναι οπωσδήποτε μικρότερες από τις αντίστοιχες του μεγάλου κεφαλαίου. Η μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας αναμένεται να είναι κατά μέσο όρο στο υπόλοιπο του 21ου αιώνα γύρο στο 1-1,5%. Βέβαια σε περιπτώσεις οικονομικής σύγκλισης διαφόρων χωρών και για ορισμένα χρονικά διαστήματα όπως στην Κίνα σήμερα ή στην Ευρώπη κατά τη τριακονταετία 1945-1975 η μεγέθυνση ήταν αρκετά μεγαλύτερη, αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο συγγραφέας επικαλείται έναν βασικό μακροοικονομικό νόμο του καπιταλισμού ο οποίος υπολογίζει μακροπρόθεσμα τον λόγο κεφαλαίου προς το εισόδημα. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό σε μακρύ χρονικό ορίζοντα ο λόγος κεφαλαίου προς εθνικό εισόδημα ισούται με το πηλίκο της αποταμίευσης προς τη μεγέθυνση της οικονομίας, ή διαφορετικά:
β=s/g
όπου β= λόγος κεφαλαίου προς εισόδημα
s = ποσοστό αποταμίευσης
g= ποσοστό οικονομικής μεγέθυνσης.
Έτσι εφόσον η αποταμίευση παραμένει υψηλή και το ποσοστό μεγέθυνσης της οικονομίας παραμείνει χαμηλό είναι πολύ πιθανό κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα ο λόγος κεφαλαίου προς εισόδημα να φθάσει 6-7 ή ακόμα και 10 δηλαδή να οδηγηθούμε σε πολύ υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου που είναι μάλλον πρωτόγνωρη για τις δυτικές κοινωνίες και είναι πιθανό να οδηγήσει σε κοινωνικές αστάθειες και κοινωνικές συγκρούσεις.
Ιδιαίτερη έμφαση δίδει ο συγγραφέας στην ανισότητα των εισοδημάτων. Αναλύοντας το ποσοστό του μεριδίου του 10% των πολιτών με το ανώτερο εισόδημα στο σύνολο του Εθνικού Εισοδήματος στη Γαλλία κατά την εκατονταετία 1910-2010 διαπιστώνει ότι κατά την περίοδο 1910-1940 αυτό κυμαινόταν γύρο στο 40-45%, ενώ την περίοδο 1940-2010 κυμαινόταν γύρο στο 30-35%.
Όσον αφορά τις Η.Π.Α. ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι την περίοδο 1910-1940 το ποσοστό αυτό κυμαινόταν στο 40-50%, την περίοδο 1940-1980 κυμαινόταν στο 30-35%, ενώ την περίοδο 1980-2010 υπήρξε μία αυξητική τάση και κυμαινόταν στο 35-50%. Η αύξηση αυτή των εισοδηματικών ανισοτήτων στις ΗΠΑ όπου το 2010 το 10% των εχόντων υψηλά ετήσια εισοδήματα κατέχει στο 50% του Εθνικού εισοδήματος της χώρας είναι αποτέλεσμα της συντηρητικής επανάστασης στις Η.Π.Α. που άρχισε κατά τη δεκαετία του ’80 από τον κ. Ρ. Ρήγκαν.
Στο σημείο αυτό ο Τ. Πικετί διερωτάται για το φαινόμενο της έκρηξης των εισοδηματικών ανισοτήτων στις Η.Π.Α. τα τελευταία 30 χρόνια και θεωρεί ότι σε αυτό συνέβαλε ένα καθαρά Αγγλοσαξονικό φαινόμενο –η άνοδος των αμοιβών των υπερστελεχών– οι οποίοι εργάζονται στους χρηματοοικονομικούς κλάδους της οικονομίας, αλλά και σε πολυεθνικές επιχειρήσεις. Αναλύοντας δεδομένα από τις Η.Π.Α., τη Μεγ. Βρετανία, τον Καναδά και την Αυστραλία διαπιστώνει ότι το μερίδιο του 1% των πλουσιότερων εισοδηματικά πολιτών ως προς το Εθνικό εισόδημα στις Η.Π.Α. κατά τη περίοδο 1980-2010 ανήλθε από 8% σε 18%.
Τα δεδομένα από άλλα πλούσια κράτη, όπως κράτη της Ευρώπης και την Ιαπωνία, δείχνουν ότι σε αυτά δεν παρατηρούνται οι ακραίες εισοδηματικές ανισότητες οι οποίες παρατηρούνται στις Η.Π.Α. και στις άλλες αγγλοσαξονικές χώρες.
Συνεπώς ο συγγραφέας διαπιστώνει την αύξηση των περιουσιακών και εισοδηματικών ανισοτήτων στις διάφορες χώρες στην αρχή του 21ου αιώνα και διατυπώνει την πρόβλεψη ότι οι ανισότητες αυτές είναι πολύ πιθανόν να ενισχυθούν και να ενταθούν στη συνέχεια του αιώνα αυτού. Η ενδογενής τάση του καπιταλιστικού συστήματος λόγω της ισχύος του προαναφερθέντος νόμου ενισχύεται από το φαινόμενο των πολύ υψηλών αμοιβών των υπερστελεχών καθώς και τη δυνατότητα που έχει το μεγάλο κεφάλαιο να επιτυγχάνει υψηλότερες αποδόσεις από το μικρό. Μήπως όμως οι κοινωνίες θα γίνουν περισσότερο ασταθείς λόγω της αύξησης των οικονομικών ανισοτήτων και θα οδηγηθούν σε κοινωνικές συγκρούσεις; Ο Τ. Πικετί αναλύει το κοινωνικό κράτος στη Δύση όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα και αναφέρει ότι είναι προϊόν του 20ου αιώνα. Η δημιουργία του κοινωνικού κράτους επετεύχθη με την αύξηση των φορολογικών εσόδων τα οποία στις αρχές του 20ου αιώνα αντιστοιχούσαν στις πλούσιες χώρες στο 10% του Εθνικού εισοδήματος, ενώ στα τέλη του ανήλθαν σε 30-50% του αντίστοιχου εισοδήματος.
Η αντιμετώπιση των αυξανόμενων οικονομικών ανισοτήτων, σύμφωνα με το συγγραφέα μπορεί να γίνει μόνο με τον εκσυγχρονισμό του κοινωνικού κράτους και όχι με τη διάλυσή του. Οπως κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα η θέσπιση του προοδευτικού φόρου εισοδήματος έκανε δυνατή τη δημιουργία του κοινωνικού κράτους και την άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων, έτσι και σήμερα η ύπαρξη ενός προοδευτικού φόρου εισοδήματος, ενός προοδευτικού φόρου κεφαλαίου και ενός προοδευτικού φόρου κληρονομιάς μπορεί να οδηγήσει στη μείωση των οικονομικών ανισοτήτων.
Ιδιαίτερη σημασία δίδει ο συγγραφέας στον παγκόσμιο φόρο κεφαλαίου τον οποίο χαρακτηρίζει σαν μια «χρήσιμη ουτοπία». Ο προοδευτικός φόρος κεφαλαίου θα πρέπει να επιβάλλεται σε όλα τα κεφαλαιουχικά στοιχεία, ακίνητα και χρηματοοικονομικά στοιχεία (και όχι μόνο στην ακίνητη περιουσία) με αυξανόμενους συντελεστές ανάλογα το ύψος του κεφαλαίου. Υποστηρίζει δε ότι ο φόρος κεφαλαίου είναι συμπληρωματικός του φόρου εισοδήματος και δίδει τη δυνατότητα φορολόγησης εκείνων των ατόμων των οποίων το εισόδημά τους είναι δυσανάλογο με την περιουσία τους.
Για τη θέσπιση όμως ενός προοδευτικού φόρου κεφαλαίου θεωρεί απαραίτητη τη συνεργασία μεταξύ κρατών και τραπεζικών ιδρυμάτων ούτως ώστε να μην είναι δυνατόν να αποκρύπτονται χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματα σε φορολογικούς παραδείσους.
Το τελευταίο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στο θέμα του δημόσιου χρέους το οποίο ενδιαφέρει άμεσα και τη χώρα μας. Θεωρεί ότι οι ανεπτυγμένες χώρες (σε αντιδιαστολή με τις αναπτυσσόμενες) βρίσκονται αντιμέτωπες με υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους (της τάξης του 90% κατά μέσο όρο σε σχέση με το Εθνικό εισόδημα) για πρώτη φορά μετά το 1945. Ετσι σήμερα, ο πλούσιος κόσμος είναι πλούσιος (με την έννοια της ύπαρξης μεγάλων ιδιωτικών περιουσιών) ενώ τα κράτη είναι σχετικά φτωχά. Ιστορικά οι μέθοδοι που έχουν χρησιμοποιηθεί για τη μείωση του δημόσιου χρέους είναι οι φόροι στο κεφάλαιο, ο πληθωρισμός και η λιτότητα.
Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η πιο δίκαιη και αποτελεσματική λύση αντιμετώπισης του υψηλού δημόσιου χρέους είναι ο έκτακτος φόρος στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Ενα χρήσιμο ρόλο μπορεί να παίξει ο πληθωρισμός και μέσω του πληθωρισμού απορροφήθηκαν ιστορικά τα περισσότερα μεγάλα δημόσια χρέη σε διάφορα κράτη. Η χειρότερη λύση από άποψη δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας είναι η παρατεταμένη λιτότητα όπως αυτή που ακολουθείται σήμερα στην Ευρώπη. Για την Ελλάδα λοιπόν που βρίσκεται σήμερα σε συνθήκες χαμηλού πληθωρισμού ο Τ. Πικετί θεωρεί σαν καλύτερη λύση την επιβολή ενός προοδευτικού φόρου συνολικά στο κεφάλαιο (και όχι μόνο στην ακίνητη περιουσία).
Το βιβλίο αυτό αποτελεί μία εξαιρετική συμβολή στη μελέτη της ιστορίας του κεφαλαίου του τελευταίους δύο αιώνες, αξιοποιώντας πολλά στοιχεία και σκιαγραφώντας ταυτόχρονα και τις τάσεις και τα αίτια της συγκέντρωσης του κεφαλαίου, αλλά και της ενίσχυσης των οικονομικών ανισοτήτων σήμερα, αλλά και τα προσεχή χρόνια. Ο συγγραφέας αξιοποιώντας τα στοιχεία που έχει στη διάθεση του και χρησιμοποιώντας μία πολυκριτηριακή θεώρηση – οικονομική, κοινωνική και πολιτική – προτείνει να μην αφήσομε τη ρύθμιση του περιουσιακού καπιταλισμού που έχει αναδυθεί σήμερα στις δυνάμεις της αγοράς, αλλά να προσπαθήσουμε να αμβλύνουμε τις ανισότητες με τη δημιουργία ενός προοδευτικού φόρου στο κεφάλαιο και ταυτόχρονα με τον εκσυγχρονισμό του κοινωνικού κράτους.
*Ο κ. Γιάννης Βουρδουμπάς διδάσκει στο Τ.Ε.Ι. Κρήτης
και είναι επιστημονικός
συνεργάτης του Μ.Α.Ι.Χ.