Σε ό,τι αφορά τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, αυτή οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό και στο έλλειμμα της παιδείας και πιο συγκεκριμένα στην εκπαίδευση στις επιστήμες του μάνατζμεντ, της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας. Οι τρεις αυτές λέξεις για πολλά χρόνια ήταν απούσες από τα προγράμματα σπουδών των ελληνικών ΑΕΙ και η δε τελευταία «παρεξηγημένη» και «απαγορευμένη» από τα εγχειρίδια του μάνατζμεντ.
Οι σύγχρονες τοπικές (ελληνικές), διεθνείς (ευρωπαϊκές) και παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες και τάσεις δημιουργούν την επιτακτική ανάγκη να πυροδοτήσουμε, επισπεύσουμε και αφυπνίσουμε υψηλή ποσότητα και ποιότητα επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, που να βασίζεται σε υψηλής ποιότητας και ποσότητας καινοτομίες (καθώς και low-tech, medium tech, high-tech). Αυτός είναι ο σημαντικός δρόμος και το μέσον προκειμένου να στοχοποιήσουμε και να επιτύχουμε πραγματική, ουσιαστική και, τελικά, ταχύτερη ανάπτυξη του ΑΕΠ.
Αυτού του είδους η ανάπτυξη είναι πολύ περισσότερο πιθανόν να προέλθει από νέες ποιοτικά διαφορετικές και υπερέχουσες πρωτοβουλίες που θα αναλαμβάνονται από «ανατέλλουσες βιομηχανίες», παρά αναδιαρθρώνοντας τις υπάρχουσες και πιθανόν «δύουσες».
Μπορεί να είναι στρατηγικά περισσότερο συνετό να επενδυθούν πολύτιμοι και σπάνιοι πόροι σε προσεκτικά υπολογισμένα «στρατηγικά στοιχήματα», παρά να εξακολουθούμε να τα σπαταλάμε σε τομείς παρακμάζουσας βιομηχανίας. Με αυτή την έννοια θα ήταν καλύτερο να δώσουμε επιθετική κοινωνικό-οικονομική επανεκπαίδευση επανεισαγωγής ή και προγράμματα εθελούσιας συνταξιοδότησης, ώστε να επιτρέψουμε νέες στρατηγικές και μεθόδους να έλθουν στο προσκήνιο.
Εξάλλου, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μια χώρα παραμένει ανταγωνιστική όσο μπορεί να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες που έχουν μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία ανά μονάδα κόστους από άλλες άμεσα συγκρίσιμες (στην περίπτωσή μας σαφώς άλλες χώρες της Ε.Ε., αλλά και άλλες παρόμοιες).
Ορίζουμε τη «βιώσιμη» επιχειρηματικότητα ως τη δημιουργία εταιρειών που επιβιώνουν, αποφέρουν κέρδη και αναπτύσσονται. Τέτοιες εταιρείες συντελούν στη δημιουργία αμοιβαίως ενισχυόμενων δικτύων καινοτομίας και συστάδων γνώσεων που οδηγούν προς μια εύρωστη ανταγωνιστικότητα. Ορίζουμε την «εύρωστη» (robust) ανταγωνιστικότητα σαν μια κατάσταση οικονομικής οντότητας και γίγνεσθαι που προσφέρει συστηματικά και προστατεύσιμα «ασύμμετρα πλεονεκτήματα» στις οντότητες που αποτελούν μέρος της οικονομίας. Μια τέτοιου είδους οικονομία δομείται πάνω σε αμοιβαίως συμπληρούμενη και ενισχυόμενη, χαμηλή, μεσαία, και υψηλή τεχνολογία σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (κυβερνητικούς οργανισμούς, ιδιωτικές εταιρείες, πανεπιστήμια και μη κυβερνητικές οργανώσεις).
Σε αυτό τον χώρο χρειάζονται πρωτοβουλίες με βάση δημόσιους ή ιδιωτικούς πόρους αλλά και ΣΔΙΤ. Οι πυλώνες αυτών των πρωτοβουλιών πρέπει να έχουν χρηματο-οικονομική, θεσμική, νομική αλλά και τεχνολογική υπόσταση. Ο στόχος θα είναι να επιτραπεί στα συστατικά στοιχεία του ελληνικού συστήματος καινοτομίας και επιχειρηματικότητας (ήτοι πανεπιστημιακά ερευνητικά κέντρα, κυβερνητικά ερευνητικά κέντρα αλλά και ιδιωτικές επιχειρήσεις έντασης γνώσης), να αξιοποιούν πλήρως το δυναμικό τους, να παράγουν προστιθέμενη αξία και να αποκομίζουν τα οφέλη της μέσω μεταφοράς τεχνολογίας και γνώσης.
Για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου απαιτείται να δοθούν κίνητρα και να εγκαθιδρυθεί ένας μεγάλος αριθμός πιλοτικών προγραμμάτων ευρέως φάσματος και κλίμακας, που θα συνδέουν οργανικά και θα καθοδηγούν αποτελεσματικά όλα τα στάδια της αλυσίδας προστιθέμενης αξίας της γνώσης (από το εργαστήριο στην αγορά, μέσω παγκόσμιας κλάσεως μικρομεσαίων επιχειρήσεων που θα έχουν προσανατολισμό εγχώριο αλλά και παγκόσμιο. Η πρόκληση αλλά και η ευκαιρία είναι η εμπλοκή σε μια αρκετά μεγάλη κλίμακα πρωτοβουλιών ώστε να αναβαθμιστούν υπάρχουσες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να διευκολυνθεί η δημιουργία νέων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με ισχυρές προοπτικές επιβίωσης ευημερίας και ανάπτυξης. (Η Ελλάδα θα μπορούσε να στοχεύσει να γίνει το λίκνο της δημιουργίας του επόμενου Google ή Amgen στα 10-15 χρόνια, καθώς η φύση και η δυναμική των υποκείμενων τεχνολογιών απαιτούν πόρους που τώρα κατέχουν ήδη σε μεγάλο βαθμό οι Έλληνες ερευνητές και οι εν δυνάμει ή υπάρχοντες επιχειρηματίες).
Η πραγματική πρόκληση είναι να μάθουμε να μετατρέπουμε τις αποτυχίες θάρρους και φαντασίας του παρελθόντος σε επιτυχίες του μέλλοντος και τον κυνισμό αντιπαραγωγικής φύσεως σε οράματα που θα μας εμπνέουν, βασισμένα όμως στην πραγματικότητα.
Να συγκεκριμενοποιήσουμε και να σκιαγραφήσουμε καθαρά και πειστικά σε όλους τους Έλληνες πολίτες (συμπεριλαμβανομένων και αυτών της διασποράς, ως εν δυνάμει συνεταίρων και μεντόρων των εγχωρίων υπαρχόντων και μελλοντικών επιχειρηματιών, ειδικά των νεότερων), ένα όραμα για το μέλλον και μια στρατηγική αλλαγής η οποία θα είναι κατανοητή, εφαρμόσιμη και πειστική αρκετά ώστε να ξεπεράσει το επιπλέον τίμημα κυνισμού και δυσπιστίας που η πολιτική στην Ελλάδα, και όχι μόνον, καλείται να πληρώσει για προηγούμενες αποτυχίες ή παραλείψεις.
Εν ολίγοις ο τομέας της Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες πάνω στον οποίο μπορεί να δομηθεί μια στρατηγική αλλαγής στην οποία οι άνθρωποι μπορούν πραγματικά να πιστέψουν και την οποία όντως έχουν ανάγκη.
Ειδικότερα χώροι επικέντρωσης του ενδιαφέροντος θα μπορούσαν να είναι οι καθαρές (πράσινες) τεχνολογίες, λύσεις για αποκατάσταση και αναβάθμιση του περιβάλλοντος, οικοτουρισμός και άλλες λύσεις τουρισμού υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και μικρότερης περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, λύσεις για κάλυψη αναγκών επικοινωνίας, νανοβιοϊατρικές θεραπείες, προηγμένα υλικά, βιολογικές αγροκαλλιέργειες και φαρμακολογικές συνθέσεις εκτός επωνυμίας (generic medicines) καθώς και λύσεις εκμάθησης εξ αποστάσεως με παγκόσμια εμβέλεια. Πολλές από αυτές τις λύσεις θα μπορούσαν να υλοποιηθούν σε περιφερειακή βάση με υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και με προσανατολισμό, εκτός της ελληνικής αγοράς, σε αγορές της κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης, της κεντρικής Ασίας, της Μέσης Ανατολής, και της Βόρειας Αφρικής.
Εν κατακλείδι, οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για λύσεις τις οποίες μπορούν να καταλάβουν και να εμπιστευθούν ώστε να βελτιώσουν τις συνθήκες ευημερίας γι’ αυτούς προσωπικά και για την κοινωνία γενικότερα με έναν διαχρονικά βιώσιμο τρόπο.