Αυτό το βιβλίο ανήκει στους πολύ λίγους· έτσι θα έγραφε στην πρώτη σελίδα, μια αναιμική αλληλουχία γραμμάτων χωρίς φαντασία. Τα τυπωμένα φύλλα σχηματίζουν ένα χάρτινο παραλληλεπίπεδο, το ατελές κομμάτι ενός άρτιου κύβου· αφημένο σε ράφια βιβλιοθηκών και βιβλιοπωλείων, έκθετο, ανοιχτό, προσιτό σε όλους, όχι σ’ εκείνον. Το βιβλίο είναι εδώ, αυτός λείπει.
Ο Σεβαστιανός, κλοσάρ και δεινός παραμυθάς, πυρπολείται ζωντανός από τρεις άντρες ένα βράδυ του Δεκέμβρη σε μία σκοτεινή γωνιά του λιμανιού. Η είδηση περνάει στα ψιλά των εφημερίδων. Ακόμα ένα κρούσμα εγκληματικότητας στο περιθώριο της ζωής. Οι δράστες διαφεύγουν. Η υπόθεση κλείνει χωρίς ν’ ανοίξει. Ένας από τους τρεις, ο Παύλος, δεν θα αντέξει τη φρίκη της πράξης του. Αρχίζει να αναζητά εμμονικά στοιχεία για το θύμα του. Θα γνωρίσει τέσσερις συνοδοιπόρους του Σεβαστιανού, τον Τέως, τον Λάκυ, τον Μαρκόνη και τον Γιάννη. Θα ζητήσει από τον καθένα τους να διηγηθεί την ιστορία του ανθρώπου που διηγιόταν ιστορίες. Συμπληρώνοντας τις ψηφίδες του πορτραίτου του Σεβαστιανού πιστεύει πως θα λυτρωθεί από τις τύψεις του.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Χρυσός επιλέγει να στήσει την πλοκή του μυθιστορήματός του, πέρα από μία ευαγγελική εκδοχή -η κατά τον καθένα εκ των τεσσάρων εκδοχή της ιστορίας του Σεβαστιανού, για τον οποίο τελικά λίγα μαθαίνουμε, με τις ιστορίες που εκείνος φέρεται να διηγήθηκε να κυριαρχούν και τη δύναμή τους να καθηλώνουν ετερόκλιτα ακροατήρια-, εναρμονίζεται με το θολό μυαλό του Παύλου, ενώ ταυτόχρονα οι αντανακλάσεις των αφηγηματικών ειδώλων πολλαπλασιάζονται, οι ιστορίες του Σεβαστιανού γίνονται μέρος της ιστορίας των αφηγητών.
Ο Χρυσός επιτυγχάνει να γράψει ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, στο οποίο ο κάθε αφηγητής έχει τον δικό του μοναδικό τρόπο να διηγείται, φέροντας τη δική του ταυτότητα, τα δικά του βιώματα και τις δικές του προσλαμβάνουσες. Οι ήρωες, που περιστοιχίζουν τον γοητευτικό Σεβαστιανό, είναι πειστικοί, αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και συγγραφικού ταλέντου αλλά κυρίως της ικανότητας του συγγραφέα στην παρατήρηση και στην ισορροπία μεταξύ βιβλιοθήκης και έξω κόσμου.
Ανάμεσα στις πολλές αρετές του μυθιστορήματος εκείνο που πραγματικά με εντυπωσίασε ήταν η αφηγηματική άνεση του Χρυσού, η ευκολία με την οποία οι λέξεις έρεαν αβίαστα σε ένα κείμενο έκτασης εξακοσίων πενήντα σελίδων, ένα μυαλό που γεννούσε διαρκώς ιστορίες χωρίς να ξεστρατίζει από το μονοπάτι της κεντρικής αφήγησης. Μυθιστόρημα μυθιστορημάτων.
Μια διαρκής συνομιλία διαφόρων λογοτεχνικών ειδών. Ο συγγραφέας δεν θέλησε να γράψει ένα μυθιστόρημα σκληρού ρεαλισμού, για την ακρίβεια δεν θέλησε απλώς αυτό, γιατί η Καινούργια μέρα είναι σαφέστατα ένα μυθιστόρημα σκληρού ρεαλισμού, ένα μυθιστόρημα πολιτικό, που αναφέρεται στην σκοτεινή αλλά πια όχι και τόσο κρυφή πλευρά της καθημερινότητας και δη της καθημερινότητας μιας μητρόπολης. Δεν θέλησε απλώς να καταγγείλει την ολοένα αυξανόμενη αδικία και την άνοδο της ακροδεξιάς αισθητικής. Θέλησε -και πέτυχε- να γράψει λογοτεχνία πρόθυμος να ακούσει τους ήρωές του και τις ιστορίες τους, απομακρυνόμενος από τις όποιες δικές του βεβαιότητες.
Υπάρχει άραγε χώρος για ιστορίες σε ένα περιβάλλον ζοφερό, όπως σε εκείνο των ανθρώπων, που, από διαφορετική διαδρομή ο καθένας, κατέληξαν να ζουν στον δρόμο, εκεί που η αγωνία για ένα πιάτο φαγητό και η αναζήτηση ενός ασφαλούς νυχτερινού καταφυγίου αποτελούν το διαρκές ζητούμενο; Ο Χρυσός πιστεύει πως υπάρχει, και η Καινούργια μέρα αποτελεί μία πειστική απάντηση. Γιατί μπορεί οι ιστορίες να μη σώζουν -ένα πιάτο φαΐ και ένα ζεστό κρεβάτι είναι που σώζουν- αλλά χωρίς ιστορίες τα πράγματα θα ήταν ακόμα πιο δύσκολα.