Γι οι κουζουλοί ξανάρχονται την κρίση να χτυπήσουν
στων γνωστικών τα πρόσωπα το γέλιο να σκορπίσουν
Ο Σφηναριώτης τσιγκλά
Σε ήχασα αδερφοχτέ και μου ’ρχεται ζαλάδα
γι αγάπη σου μου έλειψε, θα κάμω κουζουλάδα.
‘π’ εσπέρας πίνω μαρουβά και δε μπορώ να θέσω,
τσούκο θα δέσω στο λαιμό και στο γιαλό θα πέσω.
Ειντά ‘παθες βρε κουζουλέ και θλίψ’ έχω μεγάλη;
τα πλούτη σε λωλάνανε, για δόξας η κραιπάλη;
Γροίκα τα νέα βρε Γιαννιό που σου ‘χω μαζωμένα,
βιβλίο Γκίνες σε ζητούν γι οσά ‘χεις καμωμένα.
Πριχού στα φύλλα να γραφτεί κι ως των εφημερίδων,
τσακάλια το διαβάσανε κι ένα κοράδ’ ακρίδων.
Κι εσ’ απαρνήθηκες χοχλιούς, ‘σκολύμπρους και ροδίκια,
με τη Ζωή τα έμπλεξες, για τω φτωχώ τα δίκια.
Κρίση λαλούν πως έχουμε, μα δε θωρώ την κρίση.
Τ’ ασκιά γιομίσανε παρά κι ας στέρεψε η βρύση.
Μα ήταξα στσι θαυμαστές, χιλιάδες που υμνούν μας,
από την κρίση για να βγουν, ντρέτα να ακλουθούν μας.
Γι αυτό παράτα τη Ζωή, μ’ αυτή ζωή δεν έχει,
με το Λεβέντη λάλ’ εσύ, που σίγουρα αντέχει.
Στον ύπνο μου τον θώραγα, εις του γκρεμνού το δέτη,
σ’ ένα μπεγίρι πάγαινε, μ’ ολόγυμνο το μπέτη.
Σφηναριώτης
Ο ’Νιαχωριανός αναπολεί
Με στίχους κάνουμ’ έναρξη και πάλ’ οι δυό γερόντοι,
αφού ποτέ δεν έπαψε, να μας πονά το δόντι.
Γι’ αυτό και συνεχίζουμε, σε ρίμας μονοπάτια,
μα τσ’ αναγνώστες πάντοτε, θα βλέπουμε στα μάτια.
Δυό κισαμίτικα χωριά, θα ‘χουμ’ αφετηρία,
μην πάει στραφ’ η σχετική, που έχουμ’ εμπειρία.
Εγώ που Εννιαχωριανός, είμ’ όνομα και πράμα,
Μυτιληνιός ο φίλος μου και Σφηναριού ‘ναι κράμα.
Σε μάζωξη δημιουργών, βρεθήκαμε μια μέρα,
η ώρα ήταν ανοιχτή και βάλαμε τη βέρα.
Κάποια στιγμή γεννήθηκε, η άδολη φιλία,
στον τύπο την εβγάλαμε κι είχαμε ομιλία.
Με σάτιρα χτυπούσαμε, τη κρίση κάθε Πέμπτη,
που δίχως παρεξήγηση, μας έβγαιν’ απ’ το μπέτη.
Και τώρα μια προσπάθεια, αρχίζουμε και πάλι,
να διακωμωδήσουμε, το Εθνικό μας χάλι.
Κι αν τη Ζωή αψήφιστα, την έχουμε παρμένη,
Κωνσταντοπούλου εννοώ, μπορεί να περιμένει.
Τις εκλογές που θα ‘ρθουνε, κάποια στιγμή και ώρα,
να βρει το αντιφάρμακο, για να σωθεί η χώρα.
Εννιαχωριανός