Γι οι κουζουλοί ξανάρθαναι την κρίση να χτυπήσουν,
στων γνωστικών τα πρόσωπα το γέλιο να σκορπίσουν
Τσίγκλισμα του ‘Νιαχωριανού.
Σε κόντρα εξελίσσεται η άδολη φιλία
όσο περνάει ο καιρός χωρίς αμφιβολία.
Πολύ μου μπαίν’ αδερφοχτός και θέλει κόντρες να ‘χει
από τα Σφηναριώτικα ξεκίνησε η μάχη
Συνέχεια με προκαλεί, φιρί – φιρί το πάει
και σοβαρά το σκέφτομαι να φύγω για το Βάι.
Στη Πάτμο πήγε πρόσφατα, με Φωτεινούλα δίπλα,
μα γω απ’ τ’ ανατολικά, θε να του σκάσω τρίπλα.
Ίσως να έρθει μια στιγμή, τα ίχνη μου να χάσει,
στη Ζούγκλα να μ’ αναζητά και στα παρθένα δάση.
Να κάνω γω τα μπάνια μου, στση Κρήτης την μιαν άκρη
κι ο Γιώργος να οδύρεται, κορόμηλο το δάκρυ.
Ύστερα στο ετήσιο, φεύγει για Μυτιλήνη.
ταξίδι που για τίποτε. στον κόσμο δεν αφήνει.
Κι όταν θα σμίξουμε ξανά, θα έχουμε ξεχάσει,
τσι κόντρες και θ’ αρχίσουμε. από καινούργια βάση.
Μαζί και φέτος θα ‘μαστε, εις του Τρουλιού τη ράχη,
τση Ρόκας και στη συντροφιά, θα ‘χουμε και τη Μάχη,
που με τον Πέτρο έρχεται, στη γιέμοση του Αυγούστου,
πουν το φεγγάρ’ ολόγιομο, θαρρώ πως είν’ του γούστου.
‘Νιαχωριανός
Απόκριση του Σφηναριώτη
Γλακά η τρέλα στα βουνά κι αδερφοχτός στο Βάι,
εδά που τα κονόμησε και για μπανάκια πάει.
Με το γινάτι τ’ ο λολός, που κόντρες θέλει να ‘χει,
θα πέσουν πάλι μπαλοτές, εις του Τρουλιού τη ράχη.
Που τη Μαριώ απαρατά και μόνο ρίμες γράφει
ώσπου να φέξει μιαν αυγή και μοιάζει, με… ελάφι!
Και θα γελώ απ’ το νησί, Σαπφούς όπου θα πάω
π’ εκεί τον κόσμο γνώρισα, προσκύνημα χρωστάω.
Μα θα γαήρ’ ογλήγορα, στο Σφηναράκι πάλι
και θα μονομαχήσουμε, δίπλα στο γυρογιάλι.
Και τότε σου παλικαρά, που λύνεις το ζωνάρι,
καυγά σαν θέλεις μάθε το, πως έχω κι άλλο ζάρι.
Εξόν τον Ταυρωνιτιανό, το δικαστή το μέγα
κι άλλο κοπέλι μ’ αγαπά, με κουζουλού τη φλέγα.
Βαγγέλης είναι στ’ όνομα, φίλος καλός λογάται,
τον Κακατσάκη εννοώ, π’ ούλοι τον αγαπάτε.
Εκάλεσά τον οψ’ αργάς, εις την παρέα νάρθει,
παντιέρα να σηκώσουμε κι ο Ρίχτερ να το μάθει.
Πως θέλ’ ο κάθε κουζουλός, μάθημα να του δώσει
να μη μιλεί για Κρητικούς, το στόμα να βουλώσει.
Σφηναριώτης