Η Ευρώπη καταναλώνει μεγάλες ποσότητες νωπού κερασιού και η χώρα μας, τα τελευταία δύο χρόνια, κατάφερε τον διπλασιασμό των εξαγωγών της, από 12% της συνολικής παραγωγής σε 30%.
Ορισμένοι το χαρακτηρίζουν ως τον «αναδυόμενο αστέρα των ελληνικών φρούτων», ενώ άλλοι εκτιμούν πως, μεσοπρόθεσμα, θα αποτελεί… βαρόμετρο για την Ελλάδα. Κοινή δε, είναι η διαπίστωση ότι το κεράσι, ακόμη και σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, βρίσκεται σε ανοδική τροχιά κι έχει κατορθώσει να κατακτήσει τα πρωτεία σε ό,τι αφορά την αγορά δενδρυλλίων -και φύτευσης- στη χώρα μας.
Η Ελλάδα καταλαμβάνει τη 12η θέση στην παγκόσμια κατάταξη για την παραγωγή κερασιού και, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επίκουρος καθηγητής Δενδροκομίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Αθανάσιος Μολασιώτης, «εάν υπήρχε ένα εθνικό σχέδιο με μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους για την καλλιέργεια αυτή, τότε θα είχαμε το success story που όλοι επιθυμούν».
Στο σχέδιο αυτό, όπως εξήγησε, θα πρέπει να ληφθούν -μεταξύ άλλων- μέτρα για τη διατήρηση του εγχώριου γενετικού υλικού (όπως ποικιλίες τραγανά Εδέσσης και μπακιρτζέικα), αλλά και να γίνει «σοβαρή προσπάθεια βελτίωσής του με σύγχρονες τεχνολογίες».
Σημείωσε δε, ότι σταδιακά γίνεται αντικατάσταση των ελληνικών ποικιλιών με άλλες εισαγόμενες, με αποτέλεσμα η χώρα μας «να μην έχει το δικό της brand name που να τη διαφοροποιεί από άλλα ομοειδή προϊόντα στην διεθνή σκακιέρα».
Γι’ αυτό, ο κ. Μολασιώτης υπογράμμισε την ανάγκη «να τεθεί σε ισχύ ένα σύστημα που θα αξιολογεί συνεχώς το εισαγόμενο γενετικό υλικό (ποικιλίες κερασιών και υποκείμενα), σε διάφορες περιοχές της χώρας, έτσι ώστε να αποφεύγονται αστοχίες σε νέες φυτεύσεις».
Παράλληλα, επεσήμανε την ανάγκη, οι Έλληνες κερασοπαραγωγοί, σε συνεργασία με ερευνητές και πανεπιστημιακούς, να αναπτύξουν τους μηχανισμούς εκείνους που θα οδηγήσουν στην παραγωγή καινοτομίας για τον κλάδο στη χώρα μας και να «πάψουμε μόνο να εισάγουμε καινοτομία σε επίπεδο συσκευασίας και συντήρησης».
Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ
Η Ελλάδα, όπως ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γεωπόνος τεχνολόγος Κωνσταντίνος Καζαντζής, αρμόδιος για θέματα κερασιού στο Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δέντρων του ΕΘΙΑΓΕ, έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη -πλην της Τουρκίας- της πρωιμότερης ωρίμασης των ποικιλιών κερασιάς κατά 10-15 ημέρες.
Αυτό το πλεονέκτημα, όπως διευκρίνισε ο κ. Καζαντζής, διευρύνεται περισσότερο με την καλλιέργεια της κερασιάς σε περιοχές ακόμη πιο πρώιμες- π.χ. Φθιώτιδα και Αιτωλοακαρνανία.
«Η Ευρώπη καταναλώνει μεγάλες ποσότητες νωπού κερασιού και η χώρα μας, τα τελευταία δύο χρόνια, κατάφερε τον διπλασιασμό των εξαγωγών της, από 12% της συνολικής παραγωγής σε 30%» υπογράμμισε ο Έλληνας επιστήμονας και πρόσθεσε: «με κατάλληλη διάρθρωση του συστήματος εμπορίας, τυποποίησης και διάθεσης, υπάρχει ευνοϊκή προοπτική εξαγωγών στην Ευρώπη, αλλά και στον κόσμο γενικότερα».
Μιλώντας για τον ανταγωνισμό με τη γειτονική Τουρκία, που διαθέτει φθηνότερο και μεγαλύτερο παραγόμενο όγκο κερασιών στην αγορά, ο κ. Καζαντζής σημείωσε πως «μπορεί να αντισταθμιστεί και να υπερκεραστεί με τη χρήση νέων μεθόδων καλλιέργειας -όπως το μονόκλωνο πυκνό σύστημα- που μειώνουν το κόστος του παραγόμενου προϊόντος, αυξάνουν τις στρεμματικές αποδόσεις και βελτιώνουν την ποιότητα και ανταγωνιστικότητα του προϊόντος».
Επίσης, πρόσθεσε, «η χρήση από τις συνεταιριστικές ή ιδιωτικές μονάδες τυποποίησης και εμπορίας, μοντέρνων τεχνολογικών τρόπων διαλογής και τυποποίησης, όπως ο ηλεκτρονικός καλιμπραδόρος ή ειδικές κάμερες ογκοδιαλογής και χρωμοδιαλογής, μειώνει το κόστος ποιοτικής διαλογής του προϊόντος στο 1/3 του κλασικού με το χέρι».
Σε ό,τι αφορά την εγχώρια αγορά, ο κ. Καζαντζής τόνισε ότι οι ποσότητες κερασιών που διατίθενται σ΄αυτήν καταναλώνονται όλες, αν και η τιμή διάθεσής τους θεωρείται υψηλή και «γι’ αυτό, ο μέσος Έλληνας καταναλώνει πολύ μικρότερες ποσότητες κερασιών από τους Ευρωπαίους καταναλωτές».
Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε, «η αύξηση της διατιθέμενης ποσότητας κερασιών στην ελληνική αγορά, σε λογικότερες τιμές, δεν θα αντιμετωπίσει πρόβλημα απορρόφησης».
Μεταξύ άλλων, ο ίδιος σημείωσε ότι η τροφοδοσία της ευρωπαϊκής και της ελληνικής αγοράς με μεταποιημένα προϊόντα κερασιού είναι ένας τομέας που αξίζει να μελετηθεί περισσότερο, «δεδομένου ότι είναι μια αγορά που παρουσιάζει έλλειψη διάθεσης, έχει μέλλον και προοπτική, αλλά χρειάζεται σοβαρή κάθετη οργάνωση, από τις καλλιεργούμενες ποικιλίες κερασιάς έως τις εγκαταστάσεις μεταποίησης, αποθήκευσης, συντήρησης και εμπορίας».
ΟΙ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Σε 52.000 με 72.000 τόνους ανέρχεται η μέση ετήσια παραγωγή κερασιών στην Ελλάδα, με το 80% αυτής να αποτελεί “υπόθεση” της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας. Μάλιστα, το 70%-80% προέρχεται από τους νομούς Ημαθίας και Πέλλας, σύμφωνα με τον κ. Καζαντζή και ακολουθούν Πιερία, Κιλκίς, Γρεβενά και Κοζάνη με 3% αντίστοιχα.
Κερασιές φυτεύονται σε όλη την Ελλάδα, ακόμα και στα νησιά και, σύμφωνα με τον κ. Καζαντζή, στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι φυτεύονται πάνω από 105.000 στρέμματα με κεράσια, χωρίς να αποκλείεται, τα επόμενα χρόνια, να ξεπεράσουν τα 120.000 στρέμματα.
Η μέση απόδοση ανά στρέμμα κυμαίνεται από 400 έως και 650 κιλά, ενώ η μέση ετήσια σταθμισμένη τιμή παραγωγού υπολογίζεται σε 1,5 ευρώ/κιλό, με τη μέση τιμή πώλησης των ελληνικών να φθάνει το 1,83 ευρώ/κιλό και των εισαγόμενων τα 2,49 ευρώ/κιλό, εξήγησε, σημειώνοντας ότι «περαιτέρω μείωση του κόστους παραγωγής και κυρίως του κόστους συγκομιδής, με τη χρήση νέων μεθόδων καλλιέργειας, διευρύνει περισσότερο τις δυνατότητες κέρδους των κερασοκαλλιεργητών».
Η ιστορία των κερασιών και οι ευεργετικές ιδιότητές τους
Τα κεράσια έχουν ως πιθανό τόπο καταγωγής, μια μικρή πόλη της Μικράς Ασίας, την Κερασούντα, από όπου πιστεύεται ότι πήραν και το όνομά τους. Στη συνέχεια, έφτασαν στην Ιταλία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Στην Ελλάδα θεωρούνται εξαιρετικής ποιότητας και στοιχεία δείχνουν ότι η χώρα μας κατέχει την 10η θέση στον κόσμο σε παραγωγή κερασιών, με 43.000 τόνους το χρόνο. Η Τουρκία λέγεται ότι είναι η πρώτη σε παραγωγή κερασιών και ακολουθούν οι: Η.Π.Α., Ιράν, Ουκρανία και Γερμανία. Η κερασιά ανήκει στο γένος προύνος, στην οικογένεια ροδίδες, στην τάξη ροδώδη και είναι αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό. Έχει πολλές ποικιλίες, με τις πιο γνωστές να είναι η κερασιά Ρουπκόβου, η πετροκερασιά, η Ναπολέων και η κερασιά βοδενών, οι οποίες προέρχονται από την αγριοκερασιά.
Το κεράσι περιέχει αρκετά μεταλλικά άλατα, φυτικές ίνες και ελαγικό οξύ. Είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε βιταμίνη Α, βιταμίνη C, βιταμίνη B, σε κάλιο, ασβέστιο, φώσφορο, σίδηρο, μαγνήσιο και χαλκό. Ένα κεράσι δε, αποδίδει 4 θερμίδες