» Χρήστου Αθ. Βενέτη (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης)
«Φυσάει ακόμα ο Λίσβας
και φέρνει απ’ τις κορφές
της Μουργκάνας
δροσιές και χαιρετίσματα»
Σωτήρης Δημητρίου
Τα Κεραύνεια Όρη του τίτλου του βιβλίου είναι κυρίως το «διχασμένο βουνό» της σημερινής Μουργκάνας. Σημειώνω κάτι από την ιστορία τους. Το 167 π.Χ. οι ρωμαϊκές λεγεώνες του ύπατου Αιμίλιου Παύλου εδήωσαν και ελεηλάτησαν, σχεδόν ερήμωσαν την Ήπειρο, όπως βεβαίως και την περιοχή των Κεραυνείων Ορέων, τόσο ώστε ο αθάνατος Πλούταρχος να γράψει: «φρίξαι δε πάντας ανθρώπους το του πολέμου τέλος».
Λίγους αιώνες μετά, τον 4ο αιώνα μ.Χ. εδώ γεννήθηκε ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρίσκος ο Θεσπρωτός, ο μέντορας του αυτοκράτορα του πρώιμου Βυζαντίου, Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363 μ.Χ.), τον οποίο συνόδευε στο Παρίσι ή στην μακρινή Ανατολή, στην μάταιη προσπάθειά του ν’ αλλάξει τον ρουν της Ιστορίας.
Στον τόπο αυτό, στην ύπαιθρο, μέσα στο δάσος, γεννήθηκε ένα χιονισμένο πρωινό, στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ο –καταξιωμένος σήμερα- καρδιολόγος Χρήστος Βενέτης, του οποίου η επαγγελματική ιδιότητα γιατρός και τα σύντομα διηγήματά του, μου θυμίζουν τον κορυφαίο Ρώσο διηγηματογράφο, επίσης γιατρό, Άντον Τσέχωφ (†1904).
Το κακό που βρήκε τα Κεραύνεια Όρη την δεκαετία του 1940, ιδίως την περίοδο της εμφύλιας διαμάχης, το διετύπωσε λιτά και επιγραμματικά ο Σωτήρης Δημητρίου, στο αφήγημά του «Σαν το λίγο το νερό», «Διάβηκαν μπροστά από τούτους Τούρκοι, Γερμανοί και Ιταλοί, έπαθε και έπαθε ο κόσμος, αλλά σαν τους αντάρτες δεν πέρασε άλλο βρωμασκέρι τέτοιο».
Έτσι τα περισσότερα διηγήματα του βιβλίου του Χρήστου Βενέτη έχουν για φόντο την δραματική δεκαετία του 1940, την ανείπωτη φτώχεια της πολυμελούς οικογενείας του Παπα-Θανάση Βενέτη, την γύφτισσα που τον βύζαξε, τον τρόμο που σκορπούσαν στους πεινασμένους χωρικούς οι επιδρομές των ανταρτών στα χωριά τους, η φυγή από το χωριό για το κεφαλοχώρι της περιοχής, το Φιλιάτι, για ν’ αποφύγουν το παιδομάζωμα, αλλά και την βίαιη επιστράτευση, από τους αντάρτες, ανδρών και γυναικών, και τέλος, οι σωτήριες παιδοπόλεις της Βασίλισσας Φρειδερίκης, όπου ο Χρήστος και τα περισσότερα αδέλφια του, βρήκαν ένα ανθρώπινο και φιλόξενο περιβάλλον και ήρθαν σ’ επαφή μ’ ένα τρόπο ζωής, τόσο διαφορετικό, από τη ζωή τους στο ορεινό Γαρδίκι της Μουργκάνας, όπου η ζωή ήταν σχεδόν παρόμοια μ’ εκείνη της εποχής του Ησίοδου.
Στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης, στις οποίες κυριαρχούσαν οι αρχές της αριστείας, ο Χρήστος ευφυής και με ισχυρό χαρακτήρα, βρήκε το κατάλληλο περιβάλλον και όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει, εν τέλει, ένας διακεκριμένος γιατρός. Γιατί η κατεύθυνση και προτροπή που εδίδετο στους μικρούς τροφίμους –παιδιά φτωχών χωρικών- ήταν ότι κυρίως και προεχόντως πρέπει να υπολογίζουν μόνο στον εαυτό τους και τις δυνατότητές τους για να ξεφύγουν από την μιζέρια, για να κερδίσουν έτσι το στοίχημα της ζωής.
Έτσι η γραφή του Χρήστου είναι γεμάτη τρυφερότητα και νοσταλγία. Το ύφος του αποφεύγει τις μεγαλόστομες διατυπώσεις και η γραφή του δίδει την αίσθηση μιας ζωντανής πραγματικότητας. Δεν αποφεύγει να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, για όσα του προσέφεραν οι παιδοπόλεις γιατί, όπως σημειώνει, «οι θεοί αποστρέφονται τους επιλήσμονες και τους αγνώμονες».
Υ.Γ.: ο καρδιολόγος Χρήστος Βενέτης διετέλεσε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 διευθυντής του Ναυτικού Νοσοκομείου της Σούδας.