Μου φαίνεται αξιοθαύμαστο το πώς ο χρόνος τρυπώνει σ’ ένα μέρος. Και πόσο χρονικά κενό είναι ως εκ τούτου το κάθε καινούριο μέρος. Το ταβάνι αυτό, για παράδειγμα, στην καινούρια μου κρεβατοκάμαρα όπως τη λούζει ο πρωινός ήλιος του Σεπτέμβρη. Δεν σημαίνει τίποτα σχεδόν. Είναι νέο, όπως και το φωτιστικό στο κέντρο του και το παράθυρο με το διπλό τζάμι απ’ ‘οπου μπαίνει ο ήλιος, και οι ντουλάπες με τα ξύλινα πορτόφυλλα εκατέρωθεν, που ‘χουν μέσα τους τόσο πιο λίγα πράγματα απ’ όσο οι παλιές ντουλάπες στο Ουόλκοτ. Που είναι σωστά όλα αυτά, ειλικρινά, είναι ώς οφείλουν.
Η ψυχική αστάθεια, αυτό το κάτι που είναι σπασμένο κάπου μέσα στο σώμα, αυτές οι ουσίες που δεν κυκλοφορούν επαρκώς απ’ τον εγκέφαλο μέχρι το τέλος κάθε νευρικής απόληξης. Η αδυναμία να καταλάβεις ο ίδιος, η πίστη πως ο ίδιος μπορείς να τα καταφέρεις, η αίσθηση πως υπάρχει ένα μαγικό χάπι που μπορεί να τα ξεκαθαρίσει όλα, η σχέση με τους άλλους, η ανυπαρξία μετρήσιμων παθολογικών ευρημάτων. Το στίγμα. Η δυσκολία διαχείρισης της πιο απλής κατάστασης. Το βάρος. Η υποχώρηση του αισθήματος της αυτοσυντήρησης.
Πώς να εξηγήσεις σε κάποιον κάτι που και εσύ ο ίδιος αδυνατείς να κατανοήσεις; Μπορείς να τα καταφέρεις, σου λένε, ήρεμα ή αυστηρά, και το βάρος μεγαλώνει, οι ενοχές γιγαντώνονται. Στο μυαλό είναι όλα, δεν υπάρχει δεν μπορώ υπάρχει μόνο δεν θέλω. Προσπάθησε. Ύστερα έρχονται οι ειδικοί, συχνά αργά, συχνά για να επιβαρύνουν την κατάσταση. Αποτελείς μέρος στατιστικών και μελετών, φαρμακευτικά σχήματα, ελάχιστη εξατομίκευση. Συνταγογράφηση. Δοκιμές. Προσπαθείς, λιγότερο ή περισσότερο, αφήνεσαι, λιγότερο ή περισσότερο. Τα παρατάς.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Τα γονίδια δεν εξαφανίζονται με τον θάνατο, περνούν στην επόμενη γενιά.
Η Μάργκαρετ δεν εγκαταλείπει τον Τζον όταν εκείνος, λίγο μετά τον αρραβώνα τους, νοσηλεύεται με κατάθλιψη, παρά τις πιέσεις που θα δεχτεί. Θα αποκτήσουν τρία παιδιά. Αυτή είναι η ιστορία τους.
Ο Χέισλετ χωρίζει το μυθιστόρημά του σε κεφάλαια, και σε κάθε ένα από αυτά δίνει τον λόγο σε ένα από τα πέντε μέλη της οικογένειας, αλλάζοντας διαρκώς την οπτική γωνία και την αφηγηματική φωνή. Οι σκέψεις του καθενός, η πορεία της ζωής του με το πέρασμα των χρόνων, οι σχέσεις μεταξύ τους, οι δεσμοί που είναι αδύνατον να κοπούν εντελώς, όσο μακριά και αν βρεθεί το κάθε παιδί. Η κατάθλιψη αποτελεί ένα μόνο μέρος της ιστορίας, διαρκώς παρούσα αλλά μέρος της ιστορίας, που επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα την ενηλικίωση των παιδιών, αναδεικνύει την ανεπάρκεια της θέλησης και συγκινεί με την επιμονή.
Ο Χέισλετ επιτυγχάνει κυρίως να μην ωραιοποιήσει μια κατάσταση, όχι την κατάθλιψη, αλλά την αντίδραση των υπολοίπων απέναντί της. Η ζωή συνεχίζεται, γεμάτη με επιπτώσεις λόγω του παρελθόντος, ο χρόνος κυλά, οι αναμνήσεις ενίοτε υποχωρούν μπροστά στο καινούριο. Τονίζει την αδυναμία μας, την αδυναμία όλων μας να αντιμετωπίσουμε την κατάθλιψη, είτε ως φέροντες τη νόσο, είτε ως περιβάλλοντες τον νοσούντα. Και ας νιώθουμε προοδευτικοί και χωρίς προκαταλήψεις.
Διαβάζοντας το Κι αν εγώ χαθώ, ένιωθα ένα πέπλο ομίχλης να με χωρίζει από την ιστορία. Σκέφτηκα πως αυτό οφειλόταν στην τεχνική αρτιότητα και την έλλειψη συναισθήματος του μυθιστορήματος, στην “ανικανότητα” της αμερικανικής λογοτεχνίας απέναντι στην ευρωπαϊκή για παράδειγμα. Τώρα όμως κατάλαβα ότι έκανα λάθος. Η ομίχλη αυτή ήταν μέρος της δικής μου ματιάς, της αδυναμίας μου να διακρίνω τις λεπτές αποχρώσεις της ιστορίας, κατέχοντας τον ρόλο του παρατηρητή από απόσταση, ομίχλη πυκνότερη της ομίχλης των μελών της οικογένειας, που με τη σειρά τους δεν μπορούν να διακρίνουν, να κατανοήσουν την κατάσταση ενός καταθλιπτικού. Εκεί βρίσκεται η αλήθεια της γραφής του Αμερικανού συγγραφέα, αυτός μοιάζει να είναι ο στόχος του, η ανάδειξη της αδυναμίας για κατανόηση, για ταύτιση, για υπερκερασμό της κοινωνικής φωνής που με ευκολία λέει: να μην παντρευόταν έναν άρρωστο.
Το μυθιστόρημα δεν είναι σκληρό, δεν είναι υπέρμετρα στενάχωρο, δεν υποβάλλει τον αναγνώστη σε συναισθηματικούς εκβιασμούς. Αφηγείται μια αληθοφανή ιστορία χωρίς κραυγές.